Στη συναυλία Ελληνική Επανάσταση ΙΙΙ, η οποία τιμά τα 200 χρόνια από το 1821, ο Τίτος Γουβέλης συμπράττει με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε ένα από τα πιο απαιτητικά έργα στο ρεπερτόριο του πιάνου, το Συμφωνικό Κοντσέρτο του Μανώλη Καλομοίρη. Ο πολυβραβευμένος, καλλιτεχνικά ανήσυχος πιανίστας μιλά για τη σχέση του με τον πατέρα της Εθνικής Μουσικής Σχολής, τις συμβουλές του περίφημου δασκάλου του, Άρη Γαρουφαλή, αλλά και τη μεγάλη του αγάπη: τη μουσική.
— Τί σημαίνει για εσάς Συμφωνικό Κοντσέρτο για πιάνο και Ορχήστρα του Μανώλη Καλομοίρη, που ερμηνεύετε ως σολίστ στη συναυλία της ΚΟΑ, το Σάββατο 12 Ιουνίου; Ποια η θέση σας για το σύνολο του έργου του Μ. Καλομοίρη; Με απλά λόγια τί του χρωστά η νεότερη ελληνική μουσική;
Η σχέση μου με τη μουσική του Μανώλη Καλομοίρη άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τα παιδικά μου χρόνια. Η οικογένειά μου, από την πλευρά της μητέρας μου, είχε στενούς και προσωπικούς δεσμούς με τον Καλομοίρη. Μεγάλωσα λοιπόν, όπως είναι λογικό, ακούγοντας τη μουσική του συχνά και ακούγοντας πολλές τρυφερές ιστορίες για τον ίδιο σαν άνθρωπο. Η πρώτη μου επαφή με το Συμφωνικό Κοντσέρτο συγκεκριμένα έγινε ακούγοντας σαν παιδί τον Άρη Γαρουφαλή να το μελετάει, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Γενικά σαν παιδί είχα φτάσει να έχω την αφελή εντύπωση πως σχεδόν δεν υπήρχε άλλος συνθέτης στην Ελλάδα εκτός από τον Καλομοίρη! Φυσικά, μεγαλώνοντας και γνωρίζοντας σταδιακά το έργο πολλών άλλων μουσουργών μας, αυτή η τόσο εσφαλμένη εντύπωση ευτυχώς ακυρώθηκε. Έτσι, μπορεί ο Καλομοίρης να έχασε τη… μονοκαθεδρία του μέσα μου αλλά το έργο του φωτίστηκε πολλαπλά ως κομμάτι του ευρύτερου συνόλου της ελληνικής μουσικής δημιουργίας – και αυτό μάλλον αύξησε τη σημασία που είχε για μένα παρά την ελάττωσε. Ο Καλομοίρης ενστερνίστηκε το όραμα δημιουργίας μίας ελληνικής μουσικής σχολής και αφιέρωσε τη ζωή του και το έργο του σε αυτό. Χάραξε έναν δρόμο έκφρασης που έμελλε να ακολουθήσουν κι άλλοι σπουδαίοι συνθέτες, ίσως και με μεγαλύτερη επιτυχία από τον ίδιο. Η παρακαταθήκη αυτή, παρά τις όποιες ανθρώπινες αδυναμίες ή ατέλειες, αποτελεί μία πολύτιμη προσφορά στο εγχώριο μουσικό γίγνεσθαι.
— Πρόκειται για έργο απαιτητικό. Σας δυσκόλεψε κατά την προετοιμασία;
Πριν κάποιον καιρό, συζητώντας με τον αγαπητό μου φίλο και βαθύ γνώστη του έργου του Καλομοίρη, Φίλιππο Τσαλαχούρη, σχετικά με το Κοντσέρτο, μου αφηγήθηκε πώς η πρώτη ερμηνεύτριά του, η διακεκριμένη πιανίστα Λίλα Λαλαούνη, όταν μελέτησε το Κοντσέρτο απευθύνθηκε στον Καλομοίρη και του είπε χαρακτηριστικά: «Μανώλη μου, το παράκανες!». Δεν νομίζω πως υπάρχει κανείς από τους κατά καιρούς εκτελεστές του έργου που δεν συνυπέγραψε μέσα του τη δήλωση αυτή της Λαλαούνη… Ο Καλομοίρης πράγματι «το παράκανε» όσον αφορά στις δυσκολίες του έργου. Μόνο που αυτή η υπερβολή - μου είναι απολύτως ξεκάθαρο - δεν έγινε για λόγους εντυπωσιασμού αλλά ως φυσικό επακόλουθο ενός εκρηκτικού δημιουργικού οίστρου, μίας διακαούς επιθυμίας του συνθέτη να επικοινωνήσει την έμπνευσή του με τον πιο θερμό και παθιασμένο τρόπο. Η πεποίθησή μου αυτή κατέστησε την πάλη με τις μεγάλες απαιτήσεις του κοντσέρτου μία απολαυστική, αν όχι ηδονική, διαδικασία.
— Ποιος ο στόχος σας, τί θέλατε να επιτύχετε καθώς μελετούσατε;
Σε κάθε στάδιο της εκμάθησης και προετοιμασίας ενός έργου οι στόχοι της μελέτης είναι διαφορετικοί. Ομολογώ ότι και μόνο η στοιχειώδης γνώση του πιανιστικού κειμένου στο Κοντσέρτο απαίτησε πολύ χρόνο. Αλλά από ένα σημείο και μετά το κύριο ζητούμενο ήταν η επίτευξη μίας λεπτής και για πολλούς λόγους εύθραυστης ισορροπίας: να μην στερήσω από τη μουσική τη δεξιοτεχνική λάμψη και τη μεγαλοπρέπειά της αλλά και να μην παρεκτραπεί η ερμηνεία μου σε έναν στόμφο κενό περιεχομένου.
— Με δεδομένη την παρακαταθήκη της ερμηνείας σας στο Vexations του Erik Satie, η οποία διήρκεσε 15 ώρες, υποθέτουμε ότι το Συμφωνικό Κοντσέρτο του Καλομοίρη, παρότι θεωρείται ένα από τα πιο κοπιώδη στο ρεπερτόριο του πιάνου, ίσως για εσάς να ήταν απλό σε επίπεδο προετοιμασίας/προσέγγισης.
Αντιθέτως, η προετοιμασία ήταν πολύπλοκη, χρονοβόρα και επίπονη. Αλλά γι’ αυτό και εξόχως απολαυστική.
— Έχετε πει «φοβάμαι ότι το πιάνο με επέλεξε». Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας τη μοναδική χημεία αυτής της επιλογής;
Θα σας απογοητεύσω. Η σχέση μου με το πιάνο, με τη μουσική γενικότερα, είναι μία σχέση βαθιά ερωτική. Και ως εκ τούτου, σχέση υπερβατική και μεταφυσική. Κάθε απόπειρα να την περιγράψει κανείς με λόγια είναι a priori καταδικασμένη σε μικρότερη ή μεγαλύτερη αποτυχία. Θα σας έλεγα, ωστόσο, πως πίσω από αυτή την - ομολογώ ειλικρινέστατη - δήλωση κρύβεται η βαθιά υπαρξιακή μου ανάγκη να πιστεύω πως ο έρωτας αυτός δεν είναι μονόπλευρος…
— «Δεν σας έχει ανάγκη η μουσική. Εσείς την έχετε ανάγκη» έχει πει ο Αρης Γαρουφαλής αναφερόμενος στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις κάποιων μουσικών. Συμφωνείτε μαζί του και γιατί;
Η φράση αυτή απευθυνόταν από τον Άρη Γαρουφαλή σε μαθητές που δεν μελετούσαν επαρκώς. Και είχε ως στόχο να τους σοκάρει και ιδανικά να τους αφυπνίσει. Ευτυχώς δεν τον έφερα ποτέ σε σημείο να την απευθύνει σε μένα κατά τα χρόνια της μαθητείας μου κοντά του. Πάντως, για μένα είναι μία φράση, της οποίας η ωμή αλήθεια είναι απελευθερωτική, για να μην πω λυτρωτική. Απελευθερώνει τη σχέση με τη μουσική από φόβους ή εξωγενείς αναγκαιότητες και στρέφει τον προβολέα εκεί που πρέπει: στο πώς η μουσική μας μεταμορφώνει, μας σφραγίζει και εν τέλει μας βελτιώνει.
— Το πιάνο θεωρείται ένα από τα πιο «φιλικά» μουσικά όργανα για τα παιδιά που θέλουν να ξεκινήσουν μαθήματα μουσικής. Πώς εξηγείται αυτό;
Η παραγωγή του ήχου στο πιάνο είναι, συγκριτικά με άλλα όργανα, πολύ πιο απλή και εύκολη. Σκεφτείτε το εξής: εάν ζητήσετε από διαφορετικούς ανθρώπους να πατήσουν ένα πλήκτρο πιάνου, μπορεί ο καθένας να το πατήσει με διαφορετική δύναμη αλλά από άποψη ποιότητας θα παραχθεί ο ίδιος ήχος είτε το πατήσει ένας αρχάριος μαθητής είτε ένας καταξιωμένος πιανίστας. Στα έγχορδα και στα πνευστά ή επίτευξη ενός στοιχειωδώς αξιοπρεπούς ήχου απαιτεί κατά κανόνα χρόνια αφοσιωμένης μελέτης. Φυσικά, και στο πιάνο τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται όταν κανείς κληθεί να παίξει κάτι περισσότερο από μία μεμονωμένη νότα, π.χ. μία φράση. Αλλά και πάλι, η «ικανοποίηση» του αυτιού έρχεται πολύ ευκολότερα σε ένα παιδί που μαθαίνει πιάνο παρά οποιοδήποτε άλλο όργανο.
— Όπως σε όλους τους χώρους προφανώς υπάρχουν μαθητές-μαθήτριες σας που παρά το ταλέντο τους δεν έκαναν την αναμενόμενη καριέρα. Μέχρι ποιου σημείου ως δάσκαλος παροτρύνετε κάποια/κάποιον να γίνει επαγγελματίας μουσικός; Ποιες οι δυσκολίες που του επισημαίνετε;
Ουδέποτε παροτρύνω τους μαθητές μου να ασχοληθούν επαγγελματικά με τη μουσική. Θα έλεγα πως μάλλον τους αποθαρρύνω, επισημαίνοντάς τους εμφατικά τις ποικίλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας επαγγελματίας – και είναι όντως πολλές και μεγάλες. Θεωρώ καθήκον μου να μην ωραιοποιώ την πραγματικότητα σε νέους ανθρώπους. Δικαιούνται να μαθαίνουν την αλήθεια, όσο πικρή και αν είναι αυτή ενίοτε. Εάν, παρόλα αυτά, οι ικανότητές τους και η αγάπη τους για τη μουσική είναι τέτοιας έκτασης που η διάθεση σταδιοδρομίας στη μουσική να μην ταλαντεύεται από την επίγνωση των δυσκολιών, τότε αυτό σημαίνει πως είναι πλασμένοι για αυτή τη δουλειά.
— Μετά τις σπουδές σας στο Ωδείο Αθηνών, γίνατε δεκτός στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου και τη Βασιλική Ακαδημία της Σκωτίας, ενώ υπήρξατε και μαθητής του διάσημου πιανίστα και παιδαγωγού Dominique Merlet στο Παρίσι. Ποιο ήταν το πιο τρελό όνειρο που κάνατε εκείνη την περίοδο;
Τα χρόνια εκείνα ήταν χρόνια σκληρής δουλειάς. Ομολογώ ότι δεν μου έμενε και πολύς χρόνος για τρελά όνειρα…
— Πόσα από τα όνειρά σας έχουν πραγματοποιηθεί και ποια είναι ακόμα ανεκπλήρωτα;
Τα όνειρά μου σχετικά με τη μουσική δεν συνιστούν μία στατική περιοχή του εαυτού μου. Αναπροσαρμόζονται ανά περιόδους ανάλογα με τις αισθητικές μου προτεραιότητες. Όταν ξεκινούσα τη σταδιοδρομία μου, δεν σας κρύβω πως είχα διαμορφώσει μέσα μου μία «λίστα» 5-6 έργων που ένιωθα πως ήταν στόχος ζωής να παρουσιάσω στο κοινό. Τον περασμένο Οκτώβριο «έσβησα» και το τελευταίο έργο εκείνης της πρώτης λίστας, τις Παραλλαγές Diabelli του Beethoven. Μόνο που η λίστα πια περιλαμβάνει άλλα έργα, που παλιότερα ή δεν γνώριζα ή δεν αγαπούσα όπως αγαπώ σήμερα. Ίσως τελικά το πραγματικό όνειρό μου να είναι να μην αδειάσει αυτή η λίστα ποτέ.
— Τι λείπει από τη μουσική μας εκπαίδευση;
Τα πάντα και τίποτε. Και αυτή ακριβώς η πανταχού παρούσα ανισότητα είναι το πάγιο πρόβλημα της μουσικής μας εκπαίδευσης, που η ελληνική πολιτεία αρνείται να δει κατάματα (πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει).
— Έχετε κερδίσει βραβεία σε πολλούς πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς, καθώς και το βραβείο «Μυκονίου» της Ακαδημίας Αθηνών. Το κλίμα ενός διαγωνισμού διαφέρει από αυτό μιας συναυλίας;
Αναπόφευκτα διαφέρει, μιας και η πίεση του ανταγωνισμού παίζει μεγάλο ρόλο (αν και όχι απαραίτητα αρνητικό) όταν ένας νέος εκτελεστής συμμετέχει σε έναν διαγωνισμό. Οι διαγωνισμοί είναι εδώ και πολλά χρόνια ένα αναπόσπαστο κομμάτι των πρώτων επαγγελματικών βημάτων ενός μουσικού. Και μπορούν να προσφέρουν πολύτιμη σκηνική εμπειρία και έμμεσα να ωθήσουν έναν νέο μουσικό στο να διευρύνει τους ορίζοντές του. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που το αδιάλειπτο και μονοδιάστατο κυνήγι της επιτυχίας έχει στερέψει τη φαντασία, το δημιουργικό πνεύμα ή και τα ψυχικά αποθέματα ακόμη και πολύ προικισμένων νέων. Και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να έχει κανείς επίγνωση ότι οι διαγωνισμοί είναι το μέσο και όχι ο σκοπός. Και παράλληλα με την συχνά επώδυνη προσπάθεια διάκρισης στους διαγωνισμούς, οι νέοι οφείλουν να καταστήσουν τους εαυτούς τους έτοιμους να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στις πραγματικές προκλήσεις που έρχονται μετά το πολυπόθητο τρόπαιο ενός διαγωνισμού.
— Συμμετέχετε επίσης σε σύνολα μουσικής δωματίου, με σταθερούς συνεργάτες συνήθως (Άγγελος Λιακάκης, Μάιρα Μηλολιδάκη, Χαράλαμπος Αγγελόπουλος κ.ά.). Ποια τα στοιχεία που σας δένουν και καθιστούν τόσο επιτυχημένη τη συνύπαρξη;
Εδώ και χρόνια απολαμβάνω τη δυνατότητα να κάνω τακτικά μουσική με συναδέλφους που εκτιμώ ειλικρινά και με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινούς προβληματισμούς, κοινές ανησυχίες και κοινές στοχεύσεις. Με όλους τους η σταθερή συνεργασία δεν ήταν προϊόν απόφασης αλλά τελείως φυσικό επακόλουθο της ουσιαστικής μας καλλιτεχνικής και ανθρώπινης επικοινωνίας.
— Αν πρέπει να διαλέξετε, ποια θα λέγατε ότι είναι τα highlights της πορείας σας;
Πορεύομαι στη ζωή με βαθιά πίστη σε ένα αξίωμα: δεν έχει σημασία τι κάνεις αλλά γιατί το κάνεις. Έτσι, σας βεβαιώ πως το μόνο που μετράει πραγματικά για μένα δεν είναι η όποια καλλιτεχνική επιτυχία (που είναι εξ ορισμού εφήμερη) αλλά το ότι είναι έκφανση της βαθιάς μου αγάπης για τη μουσική, που αγλαΐζει την ουσία της ύπαρξής μου.
— Έχετε πει ότι απολαμβάνετε και άλλα είδη μουσικής, πέραν της κλασικής. Ποια είναι αυτά και πότε επιλέγετε το καθένα;
Αγαπώ ιδιαιτέρως τη μουσική τζαζ. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να παίξω και να αυτοσχεδιάσω σε αυτό το στιλ. Υποσυνείδητα, αυτό με οδηγεί κάποιες φορές στο να επιλέγω να παίζω έργα λόγιας μουσικής που οφείλουν πολλά στο ιδίωμα της τζαζ.
Info:
Σαβ., 12 Ιουν. 2021
20:30
Η συναυλία μεταδίδεται δωρεάν στη Σελίδα Facebook και το κανάλι YouTube της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών