Την ανακάλυψα στο Instagram τυχαία. Κάποιοι κοινοί followers και κάποιες φωτογραφίες με check-in στη Μεσσηνία, τόπο καταγωγής του πατέρα μου, με έκαναν να θέλω να την παρακολουθώ και να προσπαθώ να καταλάβω ποια είναι αυτή η γυναίκα που περιδιαβαίνει τους ελαιώνες, συλλέγει κομμάτια κεραμικών που ξεβράζει η θάλασσα και μαγειρεύει απλά και λαχταριστά στην όψη πιάτα, έχοντας μια σπάνια σύνδεση με τα προϊόντα της μεσσηνιακής γης.
Η Σαπφώ Χατζή είναι γεννημένη στη Μελβούρνη από ελληνοαυστραλιανή οικογένεια και έχει ρίζες από τη Μηλίτσα, ένα τόσο δα χωριό της Πελοποννήσου, που δεν έχει τίποτα κοινό με τη Νέα Υόρκη, όπου μέχρι σήμερα εργαζόταν και περνούσε τις μέρες της.
Η Σαπφώ, που βλέπει πίσω από την εικόνα, ακουμπάει το αυτί της στη γη, διαλέγει χόρτα από το χώμα και μαγειρεύει σε ξυλόφουρνο, όπως είχε δει να κάνει ο πατέρας της στην Αυστραλία. Υπάρχουν άνθρωποι που θα ζηλέψουν τη ζωή της και θα εμπνευστούν από αυτή. Εξάλλου, πόσες ταινίες δεν έχουν γίνει με πρωταγωνιστές εκείνους που πήραν το θάρρος να ακολουθήσουν την καρδιά τους και να σεβαστούν τις τολμηρές και ριψοκίνδυνες επιθυμίες της, χωρίς να λογαριάζουν το κόστος;
Τη ρωτάω να μάθω για τα πρώτα γαστρονομικά ερεθίσματα της ζωής της.
«Η σχέση μου με το φαγητό έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι μεγάλωσα σε μια ελληνοαυστραλιανή οικογένεια άπληστων μαγείρων και κηπουρών στη Μελβούρνη. Εκεί, στον γενναιόδωρο κήπο των γονιών μου, έμαθα τη σημασία των βιολογικών προϊόντων και να σέβομαι τη φύση και την εποχικότητα των υλικών.
Η διάθεση αλλά και η έμπνευσή μου για το φαγητό έχει ρίζες σε αυτή την ηθική, την κουλτούρα και την πεποίθηση ότι φιλοξενία δεν είναι μόνο το μοίρασμα εξαιρετικών γευμάτων αλλά και η πολιτιστική ή ακόμα και συναισθηματική σχέση που αναπτύσσει κάποιος με μια κουζίνα και το περιβάλλον της. Έτσι κάπως αγάπησα τις κουζίνες.
Στην οικογένειά μας ήθελαν όλοι να μαγειρεύουμε και οι γονείς μου ενθάρρυναν εμένα και τον αδερφό μου στην ενασχόλησή μας με την κουζίνα, ήθελαν να συμμετέχουμε στην προετοιμασία των γευμάτων. Από πολύ μικρή ηλικία φτιάχναμε μόνοι μας το πρωινό μας και πειραματιζόμασταν με το ψήσιμο.
Τις Κυριακές θυμάμαι τον μπαμπά μου να βάζει δυο τηγάνια στα μάτια και να ετοιμάζει ένα βουνό από κρέπες. Τον θυμάμαι πάντα να προσπαθεί να διαχειριστεί με επιδεξιότητα τα δύο τηγάνια, φορώντας την ποδιά του. Ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία, με το φως να εισβάλλει από τα παράθυρα του σπιτιού, τη μουσική να ακούγεται σε όλο το σπίτι, τη μυρωδιά του λιωμένου βουτύρου και, στη συνέχεια, το τσιμπούσι με τις κρέπες σερβιρισμένες με μέλι, γιαούρτι ή κρέμα. Ίσως αυτή να είναι και η πιο ζωντανή ανάμνηση της παιδικής μου ηλικίας.
Όταν επισκέπτομαι την Αυστραλία, εξακολουθούμε να ξαναζούμε όλοι μαζί παρόμοιες Κυριακές. Τώρα, στην οικογένεια έχει προστεθεί η κουνιάδα και τα ανίψια μου και το μοίρασμα είναι ακόμα πιο μεγάλο. Φυσικά, υπάρχουν κι άλλες σημαντικές αναμνήσεις φαγητού που έχω έντονα από εκείνη την περίοδο, όπως το τηγάνισμα των κρεμμυδιών της μαμάς μου, τα φύλλα του κλήματος των γονιών μου έξω από την κουζίνα, που άλλαζαν χρώμα στις αρχές του φθινοπώρου, καθώς και η σούπα με φακές που συνοδευόταν πάντα με τηγανητές πατάτες ως συγγνώμη ή δωροδοκία στους μικρότερους.
Την ίδια έντονη ανάμνηση έχω από τη σούπα κοτόπουλο αυγολέμονο, που ήταν το απόλυτο comfort φαγητό του χειμώνα, αλλά και από τη σπιτική πίτσα της μαμάς, που μας πρόσφερε χαρά όλες τις εποχές!
Η Μελβούρνη είναι μια πολυπολιτισμική πόλη και είναι πολύ γνωστή για τη γαστρονομική της σκηνή. Όποιος την έχει επισκεφτεί, ξέρει πολύ καλά τι εννοώ. Οι μετανάστες που έχουν έρθει από διάφορα σημεία του κόσμου και κατοικούν στην Αυστραλία έδωσαν την ευκαιρία στους ντόπιους να απολαμβάνουν αυθεντικές κουζίνες από όλο τον κόσμο και μια μεγάλη επιλογή από εξαιρετικής ποιότητας υλικά. Ανάμεσα σε αυτούς κι εμείς.
Η ελληνική παράδοση, πάλι, και η οικογένειά μου μού δίδαξαν ότι μεγάλο μέρος της απόλαυσης του φαγητού εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο το απολαμβάνεις. Το φαγητό ως συνδετικός κρίκος της κοινότητας έχει μεγάλη σημασία και για τους δύο πολιτισμούς, και της Ελλάδας και της Αυστραλίας.
Η διάθεση αλλά και η έμπνευσή μου για το φαγητό έχει ρίζες σε αυτή την ηθική, την κουλτούρα και την πεποίθηση ότι φιλοξενία δεν είναι μόνο το μοίρασμα εξαιρετικών γευμάτων αλλά και η πολιτιστική ή ακόμη και συναισθηματική σχέση που αναπτύσσει κάποιος με μια κουζίνα και το περιβάλλον της. Έτσι κάπως αγάπησα τις κουζίνες».
Συνεχίζει να αφηγείται τη ζωή της κι έτσι μαθαίνω πως από την εφηβεία της είχε ασχοληθεί με τον χώρο της εστιάσης, συγκεντρώνοντας πολύτιμες γνώσεις για τη μετέπειτα πορεία της. Στην αρχή δούλευε σε μια εταιρεία τροφοδοσίας, όπου απέκτησε την εμπειρία της δουλειάς μέσα σε μια ομάδα, και στη συνέχεια άνοιξε με τον αδελφό της ένα καφέ, το οποίο διατήρησαν για πέντε χρόνια. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, η Σαπφώ άρχισε να ψάχνει εναλλακτικούς τρόπους φαγητού και μαγειρέματος και να πειραματίζεται με τις πρώτες συνταγές της.
Ο καθημερινός φόρτος εργασίας και η πίεση που δεχόταν την έβαλαν στη διαδικασία να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με το φαγητό και να αναζητήσει γευστικές επιλογές που συνδυάζουν τη νοστιμιά με την ευεξία. Στα επόμενα βήματά της βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου πια μπορούσε να μαγειρεύει την κουζίνα της και να αναλαμβάνει ιδιωτικά δείπνα και μικρά events.
«Μου άρεσε πάντα η πρόκληση να αναλαμβάνω και να επιμελούμαι μικρά γεύματα και να προσπαθώ να ικανοποιώ διάφορες ανάγκες και επιθυμίες. Το μενού εξαρτάται από το brief που θα μου δώσει ο πελάτης, αλλά πάντα η προσέγγιση γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να χρησιμοποιώ φρέσκα, εποχικά προϊόντα και να δημιουργώ πιάτα όμορφα, με επιλογές που δένουν αρμονικά μεταξύ τους και δημιουργούν μια ιστορία. Σε αυτά τα μενού επηρεάζομαι συχνά από τις μαγειρικές των γονιών μου και πολλές φορές αντιγράφω τις συνταγές τους. Έχω έναν πελάτη που λατρεύει την πάβλοβά μου και με χαροποιεί ιδιαίτερα αυτό, καθώς είναι η πάβλοβα της μητέρας μου, μια μικρή σπεσιαλιτέ της».
Για τη Σαπφώ, το χωριό Μηλίτσα και η Μεσσηνία ήταν μικρές επισκέψεις για διακοπές. Η απόφασή της να έρθει και να εγκατασταθεί εδώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν μία ακόμη πρόκληση αλλά και μια ευκαιρία να έρθει πιο κοντά στη φύση που τόσο αγαπά και προσπαθεί με κάθε τρόπο να ανακαλύπτει.
«Το να βρίσκομαι σε ένα πολύ απομακρυσμένο και με ελάχιστους κατοίκους χωριό της νότιας Ελλάδας είναι, για μένα, σαν να ζω σε έναν άλλο πλανήτη και το ακριβώς αντίθετο της ζωής μου στη Νέα Υόρκη! Δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να προσαρμόζομαι και απολαμβάνω τη μοναξιά, αλλά αυτό που νομίζω ότι με βοήθησε να αντεπεξέλθω καλύτερα στον τωρινό τρόπο ζωής μου είναι ότι προσπαθώ πάντα να έχω μια θετική προσέγγιση σε ό,τι ζώ, να ανακαλύπτω νέες προοπτικές και ευκαιρίες και να διαχειρίζομαι σωστά τις μεγάλες αλλαγές στους ρυθμούς και στη ζωή μου.
Υπάρχουν πολλά αρνητικά πράγματα στα οποία θα μπορούσα επικεντρωθώ, αλλά πιστεύω ότι το με το να δίνει κανείς σημασία στα άσχημα κάνει αφόρητη τη ζωή του. Με ανάλαφρη, φωτεινή καρδιά περνάς καλύτερα ακόμη και στις πιο περίεργες συνθήκες.
Το μεσσηνιακό τοπίο των λόφων και των ελαιώνων, κοντά στη θάλασσα, είναι πραγματικά υπέροχο. Με παρασύρει πάντα η αβίαστη και ανεπιτήδευτη ομορφιά της Ελλάδας. Είναι ατελείωτη έμπνευση για μένα.
Με εξέπληξε το πόσο φορτισμένη συναισθηματικά ήμουν τους πρώτους μήνες που βρισκόμουν στο χωριό, στη γη των προγόνων μου και στην πηγή του DNA μου. Μια σπάνια ευκαιρία να περάσω μεγάλη περίοδο στο σπίτι στο οποίο γεννήθηκε ο πατέρας μου και τα αδέλφια του και στο οποίο έζησε τα οκτώ πρώτα χρόνια της ζωής του, πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Κάθισα σε πολλά τραπέζια, ακούγοντας ιστορίες των ντόπιων χωρικών από την παιδική τους ηλικία, και έμαθα πολλά για την ιστορία της οικογένειάς μου πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Ήταν τόσο ενδιαφέρον να βλέπω και να ακούω έναν τρόπο ζωής διαφορετικό απ' όσα ήξερα για εκείνους μέχρι σήμερα και απ' ό,τι είχα ζήσει μαζί τους. Γενικά, απολαμβάνω ιδιαίτερα την απλότητα της ζωής εδώ και ελπίζω, φεύγοντας, να πάρω μαζί μου μια βαθύτερη γνώση για το τι είναι σημαντικό για μένα».
Η Σαπφώ δείχνει να μη χορταίνει την παραμονή της στη Μεσσηνία. Καθετί μέσα από τον φακό της φαίνεται μαγικό και πολύτιμο. Τα πέτρινα σπίτια, τα φρέσκα κορόμηλα, τα βλίτα μέσα σε παλιά πιάτα, η διαδικασία μαγειρέματος ενός μουσακά, οι επισκέψεις στους ελαιώνες και στις παραλίες, οι ράθυμοι κάτοικοι της επαρχίας και οι απλές συζητήσεις μαζί τους, η πολυτέλεια να ζεις κάθε λεπτό και να απολαμβάνεις συνεχώς νέες εμπειρίες: μέσα από τα μάτια της όλα έχουν μια παιδική αθωότητα. Ένας διαρκής ενθουσιασμός για καθημερινές ανακαλύψεις.
Δεν σταματά λεπτό να αποτυπώνει ό,τι της κάνει εντύπωση και το ταξίδι της αποκτά ενδιαφέρον για όσους την ακολουθούν. Παρόλο που η Μεσσηνία είναι ένας οικείος τόπος για μένα, λόγω καταγωγής, οι φωτογραφίες και τα βίντεο της Σαπφώς μού έδειξαν μια άλλη εικόνα της, που δεν είχα γνωρίσει ή είχα ξεχάσει να αγαπώ.
«Οι μέρες μου εδώ είναι πιο αργές και κινούνται στον ρυθμό μου. Είχα χρόνο να μαγειρέψω με ντόπιους, να μάθω παραδοσιακές συνταγές, να καταγράψω τις γαστρονομικές μου ανακαλύψεις και να εξασκήσω τα ελληνικά μου! Σήμερα, για παράδειγμα, ξύπνησα νωρίς για να απολαύσω μία ακόμη μέρα με δυνατό ήλιο. Έκανα μια βόλτα στον ελαιώνα και πέρασα αρκετό χρόνο προσπαθώντας να σκεφτώ τι θα μπορούσα να κάνω με τα λευκά μούρα που μάζεψα χθες βράδυ από ένα δέντρο που ανακάλυψα στο χωριό. Τελικά, αποφάσισα να τα αφυδατώσω στον φούρνο όλη τη νύχτα, για να είναι έτοιμα την επόμενη μέρα. Έχω κατά νου να τα προσθέσω σε ένα ελαιόλαδο granola, καρυκευμένο με ελληνικές γεύσεις. Έτσι, κάτι που έχω να κάνω σίγουρα είναι να πειραματιστώ με τη συνταγή που έφτιαξα σήμερα το πρωί, ενώ περπατούσα. Αργότερα θα δουλέψω δύο ακόμα συνταγές για εταιρείες τροφίμων με τις οποίες συνεργάζομαι και ελπίζω ότι θα μου μείνει και χρόνος για κολύμπι αργά το απόγευμα!
Επίσης, η διαμονή μου στη Μεσσηνία μού ενέπνευσε τη δημιουργία ενός περιοδικού με συνταγές και φωτογραφίες από το χωριό. Άλλες συνταγές τις έχω δημιουργήσει μόνη μου και άλλες μου τις έμαθαν οι ντόπιοι. Κάτι ακόμα που κάνω και απολαμβάνω πολύ είναι ένα πρότζεκτ με ελαιόλαδο. Η οικογένειά μου έχει δύο μικρούς ελαιώνες εδώ, έτσι είχα την ευκαιρία να ζήσω ολόκληρη τη διαδικασία συγκομιδής και παραγωγής ελαιόλαδου το 2020. Επομένως, έχω μπει στη διαδικασία να οργανώσω την εξαγωγή και εμφιάλωση του δικού μας ελαιόλαδου, το οποίο θα βρίσκεται πολύ σύντομα στα ράφια προς πώληση. Ζώντας με αργούς ρυθμούς, βρήκα χρόνο να ασχοληθώ και με δημιουργικές δραστηριότητες, όπως η ύφανση και τα κεραμικά».
Αναλογίζομαι πόσο όμορφες και απλές στιγμές έχει καταφέρει να ζήσει μέσα σε τόσο μικρό διάστημα και πραγματικά τη ζηλεύω. Ξέρω ότι το ταξίδι της στη Μεσσηνία έχει περιορισμένη διάρκεια, αλλά αυτό δεν την έχει εμποδίσει να κάνει δεσμούς με τον τόπο, ούτε να αποκτήσει μια φιλοσοφία με την οποία θα συνεχίσει την πορεία της στη ζωή και την καριέρα της. Η απλότητα της μαγειρικής που μοιράζεται με τους ντόπιους αλλά και η καθημερινή της επαφή με προϊόντα που καλλιεργούνται σε μικρά μποστάνια τής έχουν δώσει ακόμα μεγαλύτερη πεποίθηση σε ό,τι κάνει.
«Πιάνω τον εαυτό μου να αναζητά πιο αυθεντικές και γνήσιες εμπειρίες. Επιστρέφω σε προηγούμενες τεχνικές, αναζητώ την ιστορία πίσω από καθετί, είτε πρόκειται για γεύμα είτε για οτιδήποτε άλλο, και αυτό αντικατοπτρίζεται στη δουλειά μου. Όλο και περισσότερο συνειδητοποιώ τη σημασία του να είμαι στη φύση και να παρατηρώ τους σταθερούς, επαναλαμβανόμενους ρυθμούς της. Όταν προσαρμόζω τη δουλειά μου στις επιταγές της γης, δεν σέβομαι μόνο εκείνη αλλά και τον εαυτό μου, την υγεία μου.
Κάποτε το να τρως ό,τι έδινε η φύση στην εποχή του ήταν αυτονόητο. Τώρα πια είναι μια σύγχρονη πολυτέλεια, από την οποία έχουμε ακόμη μεγάλη απόσταση. Χαίρομαι που βλέπω μια εκτίμηση προς αυτές τις αξίες και μου αρέσει που επιστρέφουμε στην απλότητα. Η παραμονή μου στην Ελλάδα μού έδωσε ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και μεγάλωσε την εκτίμησή μου για την απλή, θρεπτική κουζίνα. Με ωρίμασε όσον αφορά όχι μόνοτο ολιστικό ταξίδι της προσωπικής και επαγγελματικής μου ζωής αλλά και τη διερεύνηση ακόμα περισσότερων εναλλακτικών μεθόδων μαγειρικής και φαγητού. Με ενδιαφέρει πολύ η διαδικασία θεραπείας μέσω της διατροφής, καθώς και η διατροφή που βασίζεται σε χορτοφαγικές επιλογές».
Κάπως έτσι η Σαπφώ έχει επιτρέψει στις εμπειρίες της να γίνουν μέρος της δουλειάς και της ζωής της, χωρίς να έχει αποφασίσει ακόμα το επόμενο βήμα της, περνώντας χρόνο στη Γαλλία με τον φίλο της, όπου απολαμβάνει το φαγητό, την αρχιτεκτονική και την τέχνη της φρέσκιας μπαγκέτας, σχεδιάζοντας μενού για εστιατόρια, δημιουργώντας περιεχόμενο για εκδόσεις και πλατφόρμες που ασχολούνται με το φαγητό, κάνοντας την επιμέλεια μικρών συμποσίων και επιμένοντας να μαγειρεύει σύμφωνα με το δικό της όραμα και με ένα ξεχωριστό ήθος που αποτελεί φόρο τιμής στην απλότητα και την ουσία.
Τη ρωτάω να μάθω τα επόμενα βήματά της αλλά και τι θα κάνει όλα εκείνα τα μικρά κομμάτια κεραμικών που συλλέγει. Ουσιαστικά, θέλω να μάθω αν προγραμματίζει τα βήματά της ή αν τους επιτρέπει να την πηγαίνουν εκείνα προς ένα σημείο.
«Ένα σημαντικό κομμάτι της δημιουργικότητάς μου είναι να καταγράφω ό,τι κάνω, είτε πρόκειται για γεύματα, είτε για επισκέψεις σε διάφορους τόπους, είτε για στιγμές και συναντήσεις με ανθρώπους. Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό. Είναι εσωτερική μου ανάγκη να αποτυπώνω την ομορφιά που βλέπω και έχω πάντα την αίσθηση ότι με οδηγεί κάπου.
Ζώντας κοντά στη θάλασσα, ξεκίνησα να συλλέγω μικρά κεραμικά κομμάτια που έβρισκα στο νερό. Για να τα βρω, περπατώ σιγά-σιγά σε ρηχά νερά, προσπαθώντας να μην αναταράξω την άμμο αλλά και μετακινώντας απαλά τα βότσαλα, για να βρω τι κρύβεται από κάτω. Είναι μια στοχαστική, ήρεμη διαδικασία που μου επιτρέπει να πέφτω και πάλι στον εσωτερικό μου εαυτό. Κάτι σαν διαλογισμός. Λατρεύω αυτήν τη σύνδεση με τη θάλασσα και τη γη, την αγωνία για το τι θα φέρει η παλίρροια και τη χαρά τού να βρίσκω ένα μικρό κομμάτι από κάτι που κάποτε ήταν ένα ολόκληρο χρηστικό αντικείμενο.
Με όλα αυτά τα κομμάτια ίσως ξεκινήσω μια σειρά από κεραμικά κάποια στιγμή ή μπορεί και να τα ενσωματώσω σε ένα μωσαϊκό. Δεν είμαι σίγουρη, ούτε και με νοιάζει ποια θα είναι η συνέχεια, γιατί έχω πίστη σε αυτό και το αφήνω να συμβεί. Είναι αστείο, καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, συνειδητοποιώ ότι, γενικά, έτσι προσπαθώ να ζω και τη ζωή μου.
Κατά τ’ άλλα, λατρεύω τη ζωή στην πόλη και την εξοχή, οπότε θα ήταν ιδανικό για μένα να μπορούσα να τα συνδυάσω και τα δύο, βρισκόμενη συχνά κοντά στη θάλασσα. Και, φυσικά, θα συνεχίσω να μαγειρεύω. Το μαγείρεμα, για μένα, είναι επιβίωση, γιορτή, απόλαυση και μοίρασμα και είναι εξαιρετικά τιμητικό να μπορώ να το προσφέρω στους άλλους με αυτόν τον τρόπο. Τιμή και μεγάλη χαρά. Επίσης, θα συνεχίσω να επισκέπτομαι την Αυστραλία για να μαγειρεύω με τους γονείς μου στον ξυλόφουρνο που έχουν στον κήπο, να δοκιμάζουμε μαζί παλιές και νέες συνταγές, να μοιράζομαι αναμνήσεις και εμπειρίες».
Στην τελική, το φαγητό είναι μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή.
Η Σαπφώ στο instagram: _sappho_ και amphoraellada