Ο ΕΟΦ με ανακοίνωση ενημερώνει ότι- έπειτα από σχετική πρόσφατη σύσταση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων- το εμβόλιο της AstraZeneca για τον κορωνοϊό αντενδείκνυται για άτομα που έχουν εμφανίσει σύνδρομο διαφυγής τριχοειδών.
Στη σχετική ανακοίνωση του ΕΟΦ προς τους επαγγελματίες υγείας αναφέρεται ότι η AstraZeneca, σε συμφωνία με τον ΕΜΑ, ενημερώνει ότι έχουν αναφερθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις συνδρόμου διαφυγής τριχοειδών τις πρώτες ημέρες μετά τη χορήγηση του συγκεκριμένου εμβολίου για τον κορωνοϊό.
Η εκτιμώμενη συχνότητα αναφοράς είναι ένα περιστατικό για περισσότερες από 5 εκατομμύρια δόσεις. Συνοπτικά, οι επαγγελματίες υγείας ενημερώνονται ότι:
- Πολύ σπάνιες περιπτώσεις συνδρόμου διαφυγής τριχοειδών (CLS) έχουν αναφερθεί κατά τις πρώτες ημέρες μετά τον εμβολιασμό με το Vaxzevria (το εμβόλιο της AstraZeneca για τον κορωνοϊό). Ιστορικό CLS ήταν εμφανές σε ορισμένα από τα περιστατικά. Έχει αναφερθεί μία θανατηφόρος έκβαση.
- Το Vaxzevria αντενδείκνυται πλέον σε άτομα που έχουν προηγουμένως εμφανίσει επεισόδια CLS.
- Το CLS χαρακτηρίζεται από οξέα επεισόδια οιδήματος που επηρεάζουν κυρίως τα άκρα, υπόταση, αιμοσυγκέντρωση και υπολευκωματιναιμία. Ασθενείς με οξύ επεισόδιο CLS μετά τον εμβολιασμό απαιτούν άμεση αναγνώριση και θεραπεία. Η εντατική υποστηρικτική θεραπεία είναι συνήθως απαραίτητη.
Το CLS είναι μια σπάνια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργική φλεγμονώδη απόκριση, ενδοθηλιακή δυσλειτουργία και εξαγγείωση του υγρού από τον αγγειακό χώρο στον διάμεσο χώρο που οδηγεί σε καταπληξία, αιμοσυγκέντρωση, υπολευκωματιναιμία και δυνητικά επακόλουθη ανεπάρκεια οργάνων, σημειώνει η ανακοίνωση.
Οι ασθενείς ενδέχεται να παρουσιάσουν ταχεία διόγκωση των χεριών και των ποδιών, ξαφνική αύξηση σωματικού βάρους και αίσθημα λιποθυμίας λόγω της χαμηλής αρτηριακής πίεσης.
«Ορισμένα περιστατικά συστηματικού CLS που αναφέρθηκαν στη βιβλιογραφία έχουν προκληθεί από λοίμωξη με τον ιό SARS-COV-2 που προκαλεί τη νόσο COVID-19. Το CLS εμφανίζεται σπάνια στον γενικό πληθυσμό με λιγότερα από 500 περιστατικά να περιγράφονται παγκοσμίως στη βιβλιογραφία (Εθνικός Οργανισμός για τις Σπάνιες Διαταραχές), ωστόσο, είναι πιθανό οι εκτιμήσεις να είναι χαμηλότερες από την πραγματική συχνότητα των συμβαμάτων», επισημαίνεται ακόμη.