Ο Ζαν Σιμεόν Σαρντέν είναι ένας ζωγράφος που τα έργα του βγαίνουν σπάνια σε δημοπρασία. Ο οίκος δημοπρασιών Κρίστις ανακοίνωσε τη δημοπράτηση του έργου του Woman Drawing Water from a Water Urn που ανήκε στην οικογένεια του συλλέκτη Φρανσουά Μαρσίγ και βγαίνει σε δημοπρασία μετά από 200 χρόνια.
Ο πίνακας δείχνει μια γυναίκα να σκύβει για να γεμίσει ένα κανάτι νερό από μια οικιακή «δεξαμενή», ένα μεγάλο δοχείο, ενώ στο βάθος μια άλλη γυναίκα σκουπίζει το πάτωμα. Πρόκειται για μια από τις πιο δημοφιλείς συνθέσεις του Σαρντέν που θεωρείται ο μεγάλος ζωγράφος της μεσαίας τάξης και απεικόνισε μοναδικά σκηνές του καθημερινού βίου και νεκρές φύσεις.
Όσοι γνωρίζουν αυτό τον πίνακα, τον γνωρίζουν από έναν όμοιό του που υπάρχει στο Nationalmuseum της Στοκχόλμης, τον οποίο οι ειδικοί θεωρούν ότι είναι η πρώτη έκδοση του Woman Drawing Water from a Water Urn. Αυτή που δημοπρατείται είναι μεταγενέστερη έκδοση και η εκτίμηση του έργου είναι πέντε εκατομμύρια ευρώ. Ο Γάλλος συλλέκτης στην κατοχή του οποίου υπήρχε ο πίνακας συνέβαλε στην επαναφορά του ζωγράφου του 18ου αιώνα, στα μάτια του κοινού, τον 19ο αιώνα. Το έργο Woman Drawing Water from a Water Urn εμφανίστηκε στην έκθεση Σαρντέν του 1979 στο Grand Palais. Ο Σαρντέν ζωγράφιζε συχνά αντίγραφα των συνθέσεών του που οι διαφορές τους συχνά δεν διακρίνονται.
Ο Προυστ στο «Αναζητώντας το Χαμένο χρόνο» αναφέρει τον Σαρντέν όταν περιγράφει ένα μελαγχολικό νεαρό άνδρα που κάθεται στο τραπέζι του πρωινού και αναζητά την ιδέα της ομορφιάς που απεικονίζουν τα μεγάλα αριστουργήματα του Λούβρου, σε φανταχτερά παλάτια και πλούσιους πρίγκιπες. Ο συγγραφέας λέει στον νεαρό να τον ακολουθήσει σε ένα άλλο τμήμα του Λούβρου όπου βρίσκονται οι εικόνες του Ζαν-Μπατίστ Σαρντέν. Εκεί θα έβλεπε την ομορφιά στη νεκρή φύση, στο σπίτι και στις καθημερινές δραστηριότητες όπως το ξεφλούδισμα των γογγυλιών.
Άθικτος και σε εξαιρετική κατάσταση ο πίνακας χρειάζεται μια μικρή αποκατάσταση. Στην πίσω όψη του υπάρχει ένα χειρόγραφο του γιού του συλλέκτη και ετικέτες από τις εκθέσεις που έχει παρουσιαστεί το έργο. Η πλειοψηφία των έργων του Σαρντέν βρίσκεται σε εθνικά μουσεία. Τελευταία φορά που βγήκε σε δημοπρασία έργο του ήταν το 2014 ,όταν πουλήθηκε το Embroiderer, για τέσσερα εκατομμύρια δολάρια.
Ο Σαρντέν γεννήθηκε στο Παρίσι ήταν γιός επιπλοποιού και σπάνια εγκατέλειψε την πόλη του. Έζησε στην Αριστερή Όχθη κοντά στο Saint-Sulpice μέχρι το 1757, όταν ο Λουδοβίκος XV του παραχώρησε στούντιο και διαμερίσματα στο Λούβρο. Πολύ νωρίς πούλησε τον πρώτο του πίνακα και το 1728, έγινε δεκτός στην Ακαδημία Royale de Peinture et de Sculpture. Ζούσε μια μετρημένη ζωή με παραγγελίες και έκανε αποκαταστάσεις τοιχογραφιών όπως αυτή στη Galerie François I στο Fontainebleau το 1731. Τα έργα του εκτίθεντο συχνά στα Salons και ήταν δημοφιλής λόγω των αναπαραγωγών των χαρακτικών και ζωγραφικών του έργων από καλλιτέχνες της εποχής.
Όταν εξέθεσε εννέα πίνακες το 1759, ο Ντιντερό, έγινε βλέποντάς τους μεγάλος θαυμαστής και υποστηρικτής του έργου του. Μέχρι το 1770 ο Σαρντέν ήταν ο «Πρώτος βασιλικός ζωγράφος» και η σύνταξή του των 1.400 λιβρών ήταν η υψηλότερη στην Ακαδημία. Η τελευταία γνωστή ελαιογραφία του καλλιτέχνη χρονολογήθηκε το 1776 και η τελευταία του συμμετοχή στο Σαλόνι ήταν το 1779 όπου παρουσίασε αρκετές σπουδές σε παστέλ γιατί ήταν σχεδόν τυφλός. Βαριά άρρωστος μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, πέθανε στο Παρίσι στις 6 Δεκεμβρίου, σε ηλικία 80 ετών.
Το έργο του είχε ελάχιστα κοινά με τους ροκοκό πίνακες που κυριάρχησαν στη γαλλική τέχνη τον 18ο αιώνα. Σε μια εποχή που τα ιστορικά θέματα θεωρούνταν υψηλή τέχνη και «μεγάλη ζωγραφική», τα θέματα που επέλεγε ο Σαρντέν είχαν χαρακτηριστεί ως δευτερεύουσας κατηγορίας. Ο ίδιος προτίμησε απλές αλλά όμορφες νεκρές φύσεις και χειρίστηκε με ευαισθησία εσωτερικούς χώρους και οικιακά αντικείμενα, ενώ είχε την εκπληκτική ικανότητα να απεικονίζει την αθωότητα των παιδιών. Σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος ο Σαρντέν επηρεάστηκε πολύ από τον ρεαλισμό και τη θεματολογία των δασκάλων του Low Country του 17ου αιώνα. Αν και απεικόνισε την άνοδο της αστικής τάξης υπήρξε προστατευόμενος της γαλλικής αριστοκρατίας και του Λουδοβίκου XV.
Οι σκηνές των έργων του που σήμερα θεωρούνται μοναδικές απεικονίζουν υπηρέτριες σε κουζίνες, ταπεινές δραστηριότητες, απλές και καθημερινές που λειτουργούν σαν ντοκιμαντέρ για την καταγραφή της της γαλλικής κοινωνίας που μέχρι τότε δεν θεωρείτο θέμα άξιο να ζωγραφιστεί. Οι εικόνες είναι αξιοσημείωτες για τη δομή και την εικονογραφική τους αρμονία. Ο Σαρντέν είχε πει κάποτε για τη ζωγραφική: «Ποιος είπε ότι κάποιος ζωγραφίζει με χρώματα; Κάποιος χρησιμοποιεί χρώματα, αλλά ζωγραφίζει με την αίσθηση».
Η επίδρασή του στους επόμενους ζωγράφους είναι εντυπωσιακή. Επηρέασε τον Μανέ και τον Σεζάν, ο Ματίς θαύμαζε το έργο του, μάλιστα έκανε τέσσερα αντίγραφα έργων του στο Λούβρο, όσο ήταν φοιτητής. Οι νεκρές φύσεις του Σουτίν είχαν τον Σαρντέν για έμπνευση, όπως και οι πίνακες του Μπράκ , και αργότερα, του Τζόρτζιο Μοράντι. Το 1999 ο Λούσιαν Φρόιντ ζωγράφισε και χάραξε αρκετά αντίγραφα του έργου The Young Schoolmistress που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Λονδίνο.