Η Μαριάννα Λειβαδιτάκη είναι η head chef στο Morito, στο Hackney Road του Λονδίνου. Η κρητική της καταγωγή και η ενασχόλησή της με την κουζίνα από πολύ μικρή ηλικία την έχουν βοηθήσει να έχει μια πολύ ιδιαίτερη, βιωματική σχέση με το φαγητό. Έχει δουλέψει στο Moro των Sam and Sam Clark, έχει γράψει συνταγές για το «Guardian Cook», έχει γίνει εξώφυλλο για το Observer Food Monthly magazine και έχει βοηθήσει να γραφτεί το «Morito Cookbook».
Το πρώτο της γαστρονομικό βιβλίο «Aegean» είναι μια ωδή στην αυθεντική ελληνική κουζίνα, με συνταγές και ιστορίες από τα βουνά μέχρι τη θάλασσα, με εικόνες που κάνουν τις μνήμες της μια γιορτή για τις αισθήσεις. Αυτό είναι το στόρι της, όπως μας το αφηγήθηκε πέρσι, μόλις ξεκινούσε η δεύτερη καραντίνα.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Χανιά, στη γειτονιά Χαλέπα, η κόρη ενός Κρητικού που ονομάζεται Λύσανδρος και μιας Σκωτσέζας, της Νάνσυ. Ο μπαμπάς μου ήταν και είναι ακόμη ψαράς και η μητέρα μου δούλευε την ψαράδικη ταβέρνα μας.
Πέρασα την παιδική μου ηλικία έξω στα χωράφια ή δίπλα στη θάλασσα, ελεύθερη να περιφέρομαι όσο θέλω. Κάθε βράδυ ήμουν στην ταβέρνα μας. Ο πατέρας μου πήγαινε για νυχτερινό ψάρεμα και επέστρεφε με τα πιο φρέσκα ψάρια στην πόλη, τα οποία πουλούσαμε στην ταβέρνα. Περνούσαμε όλες τις μέρες μας μέσα στο νερό ή μιλώντας για τη θάλασσα, τον καιρό, τον άνεμο: “Είναι ο αέρας δυνατός; Μπορεί ο μπαμπάς να πάει για ψάρεμα; Έχουμε αρκετά ψάρια για το εστιατόριο;”. Κάναμε ένα σωρό συζητήσεις για τους ανέμους. Ακόμη και σήμερα, όταν έχει αέρα στο Λονδίνο, σκέφτομαι τον μπαμπά μου που ψαρεύει στην Κρήτη.
Οι βάσεις μου χτίστηκαν στην Κρήτη, με πολλά ψαρικά, εποχικά προϊόντα και μαθήματα από τις γιαγιάδες. Περισσότερο από οτιδήποτε, όμως, η κινητήριος δύναμη πίσω από το φαγητό μου είναι τα ταξίδια μου και το διάβασμα.
Έχω πολλές και εκπληκτικές αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία και οι περισσότερες σχετίζονται με το φαγητό. Θυμάμαι να κρέμομαι από ένα μπαλκόνι με μια σκούπα και να προσπαθώ να ρίξω τα αμύγδαλα απ’ την αμυγδαλιά, και τις βόλτες στα χωράφια στους ώμους του νονού μου, πηγαίνοντας στο “σοκολατόδεντρο”, το οποίο στην ουσία είναι η χαρουπιά, και να μασάμε τα χαρούπια, επιστρέφοντας στο σπίτι.
Πάνω απ’ όλα όμως, οι καλύτερες αναμνήσεις μου είναι να τρώμε αχινούς κατευθείαν από τα κελύφη τους ‒μόλις είχαν βγει από τη θάλασσα‒, με μισό λεμόνι ανάμεσα στα γόνατά μου και ένα κομμάτι φρεσκοψημένο ψωμί. Είναι ακόμα το αγαπημένο μου φαγητό.
Τα μεσημέρια, όταν επέστρεφα από το σχολείο, πάντα σταματούσα στον φούρνο να αγοράσω μία φραντζόλα ψωμί. Μέχρι να φτάσω σπίτι είχα φάει και τις δύο άκρες της, έτσι με κατσάδιαζαν. Το απόγευμα άρπαζα το γαλάζιο μου σημειωματάριο και επισκεπτόμουν τις γιαγιάδες της γειτονιάς για συνταγές. Καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας τους και τις έγραφα προσεκτικά. Θυμάμαι πολλές φορές τη μαμά μου να επιστρέφει από την αγορά και να με βρίσκει στην κουζίνα περιτριγυρισμένη από υλικά, προσπαθώντας να φτιάξω κάτι υπερβολικά περίπλοκο για τις ικανότητες και την ηλικία μου.
Νομίζω ότι το πάθος μου είχε ξεκινήσει από τότε που ήμουν πολύ μικρή. Ο τρόπος που μαγειρεύω έχει εξελιχθεί με τα χρόνια κι έχει γίνει ένα στυλ που μου αρέσει πραγματικά και μου δίνει έμπνευση. Οι βάσεις μου χτίστηκαν στην Κρήτη, με πολλά ψαρικά, εποχικά προϊόντα και μαθήματα από τις γιαγιάδες. Περισσότερο από οτιδήποτε, όμως, η κινητήριος δύναμη πίσω από το φαγητό μου είναι τα ταξίδια μου και το διάβασμα. Μου αρέσει να δημιουργώ “παντρέματα” από κουλτούρες και πιάτα με έναν τρόπο που και τα δύο μέρη να αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται ωραία.
Το πιάτο που με γυρνάει πίσω στα παιδικά μου χρόνια και σε πολλά όμορφα μέρη των αναμνήσεών μου είναι η κακαβιά. Μια πολύ απλή ψαρόσουπα φτιαγμένη από πατάτες, ζελατινώδη ψάρια και ελαιόλαδο, η οποία κάνει, την οικογένειά μου τουλάχιστον, πολύ χαρούμενη όταν υπάρχει στο τραπέζι.
Η πρώτη φορά που ήρθα στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν τον Σεπτέμβριο του 2000. Μόλις είχα τελειώσει το λύκειο στα Χανιά και με είχαν δεχτεί στο Πανεπιστήμιο του Κεντ για να σπουδάσω Ψυχολογία. Πήρα το πτυχίο, συνέχισα με master στην Εγκληματολογική Ψυχολογία και άρχισα να κάνω διάφορες δουλειές.
Έχω κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα στη ζωή μου. Έχω φροντίσει δύο φανταστικά παιδιά για μερικά χρόνια, έχω δουλέψει με ηλικιωμένους που υπέφεραν από Αλτσχάιμερ, έχω υπάρξει σερβιτόρα, έχω κάνει λάντζα, έχω φτιάξει μαρμελάδες και τουρσιά και τα έχω πουλήσει, έχω διδάξει σε πανεπιστήμιο, η λίστα είναι ατελείωτη.
Όταν πρωτοήρθα στην Αγγλία, σοκαρίστηκα από το φαγητό και από το τι έτρωγαν οι άνθρωποι που συναντούσα. Φοβόμουν ότι δεν θα μπορούσα να βρω φρέσκα λαχανικά, κρέας και ψάρι. Ωστόσο, σύντομα κατάλαβα ότι μπορείς να βρεις πολύ καλό φαγητό στο Ηνωμένο Βασίλειο, εάν ξέρεις να το ψάξεις.
Τα πρώτα χρόνια ήμουν στο Κεντ και τα προϊόντα εκεί ήταν εκπληκτικά, υπάρχουν απίστευτα πολλά από μικρά εποχικά αγροκτήματα. Το φαγητό στα εστιατόρια ήταν πολύ διαφορετικό εκείνα τα χρόνια, όταν καθένας παράγγελνε ένα ορεκτικό και ένα κυρίως πιάτο και δεν σκεφτόταν καν να το μοιραστεί. Τα πράγματα έχουν αλλάξει με τα χρόνια, το να μοιράζεσαι είναι πιο συνηθισμένο και το φαγητό στα εστιατόρια μπορεί να είναι απίστευτο.
Μετά τις σπουδές μου και μερικά χρόνια δουλειάς στον τομέα όπου σπούδασα, αποφάσισα να ταξιδέψω για κάποιους μήνες στη Γαλλία και την Ισπανία με το ποδήλατο. Μετά από αυτό επέστρεψα στην Κρήτη για λίγο και δούλεψα στο εστιατόριό μας για να μαζέψω λεφτά να πάω στον Ισημερινό. Πέρασα κάποιον καιρό στη ζούγκλα, βοηθώντας στην ανάπτυξη ενός προγράμματος οικοτουρισμού.
Οι εμπειρίες μου από τα ταξίδια είναι ανεκτίμητες. Ήταν η καλύτερη απόφαση που πήρα ποτέ, το να αφήσω το σπίτι μου και την κανονική ζωή και να ρισκάρω να είμαι ελεύθερη και να εξερευνώ, με ελάχιστα υπάρχοντα και δεσμούς. Ειδικά τα ταξίδια μου με το ποδήλατο με βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό να αναπτύξω τα γαστρονομικά μου ενδιαφέροντα.
Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού κουβαλάγαμε μια ψησταριά στο πίσω μέρος του ποδηλάτου, επειδή θέλαμε να δοκιμάσουμε όλα τα εποχικά αγαθά που μας προσφέρονταν στην Ισπανία. Είδα μέρη και φαγητά που τα ερωτεύτηκα και σίγουρα άναψαν μέσα μου μια φλόγα και με έκαναν να θέλω να ασχοληθώ με τη μαγειρική πιο σοβαρά.
Το Moro ήταν το αγαπημένο μου μέρος για φαγητό στο Λονδίνο από τότε που μετακόμισα στην Αγγλία. Όσο ακόμα σπούδαζα, δούλευα σε μια όμορφη αγορά με αγροτικά προϊόντα και τότε επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Moro με τους συναδέλφους μου. Από εκείνη τη στιγμή έγινε το αγαπημένο μου μέρος.
Άρχισα να μαζεύω ό,τι λεφτά μου περίσσευαν και μόλις γίνονταν αρκετά, έπαιρνα το τρένο για να φάω εκεί. Ήταν ένα εστιατόριο που με έκανε να νιώθω σαν στο σπίτι μου. Είχε έναν φούρνο με ξύλα, μια ψησταριά με κάρβουνα, εκπληκτικό προσωπικό με άπειρες γνώσεις και πολύ μεσογειακή ατμόσφαιρα.
Μου άρεσε πολύ που ανέλαβα την κουζίνα του Ακρολίμανου. Ήμουν φοβισμένη γιατί δεν είχα σχεδόν καθόλου εμπειρία, αλλά ήμουν αποφασισμένη και δούλευα πολύ σκληρά. Είχα την ελευθερία να πειραματιστώ και να δοκιμάσω καινούργια πράγματα και να διαβάσω πολλά για το φαγητό και τους τρόπου μαγειρέματος, που ήταν διαφορετικοί από αυτούς που ήξερα. Ήταν συναρπαστικά και, φυσικά, ήμουν στη δουλειά με τον αδελφό μου, ο οποίος είναι απίθανος.
Λίγο καιρό μετά την επιστροφή μου στην Κρήτη και δουλεύοντας σκληρά για να μάθω όσο πιο πολλά μπορούσα για τη μαγειρική, άρχισα να θέλω περισσότερα. Ήθελα να δουλέψω σε άλλα εστιατόρια και να διευρύνω τις γνώσεις και τις εμπειρίες μου. Έτσι αποφάσισα να επιστρέψω στην Αγγλία, αυτήν τη φορά στο Λονδίνο.
Ήμουν αποφασισμένη να βρω μια δουλειά στο Moro. Όταν επέστρεψα από την Κρήτη και ήρθα στο Λονδίνο, ήταν το μόνο μέρος όπου ήθελα να δουλέψω και τη στιγμή που περνούσα την πόρτα του μαγαζιού ήμουν τόσο αγχωμένη, που αισθανόμουν τα χείλη μου να τρέμουν.
Με πλησίασε ο Σον, ο γενικός διευθυντής για πολλά χρόνια, ο οποίος μου είπε ότι δεν υπήρχαν θέσεις στην κουζίνα. Έπειτα με ρώτησε αν μπορούσα να δουλέψω ως σερβιτόρα και με μεγάλη σιγουριά του είπα “ναι”. Σκέφτηκα ότι ήταν ένας τρόπος να μπω στο μαγαζί. Έτσι, έγινα σερβιτόρα και σιγά σιγά κατάφερα να μπω και στην κουζίνα.
Υπήρξε μια περίοδος που τα έκανα και τα δύο και έπειτα ασχολήθηκα full-time με την κουζίνα. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να γίνω η αρχιμαγείρισσα. Δούλευα εξαιρετικά σκληρά και μετά έκανα εξάσκηση και στο σπίτι σε καθημερινή βάση, αλλά όλα πήγαν καλά. Η διαδρομή από σερβιτόρα σε αρχιμαγείρισσα ήταν εκπληκτική και αξέχαστη και τελικά ανταμείφθηκα.
Η δουλειά μου στο Moro ήταν αυτή που φύτεψε τους σπόρους για το πάθος που έχω πλέον με το φαγητό της ανατολικής Μεσογείου. Αγαπώ τα αρώματα και τους συνδυασμούς, θαυμάζω τις τεχνικές και πιο πολύ απ’ όλα ενθουσιάζομαι βλέποντας τις ομοιότητες με το φαγητό που είχα γύρω μου όταν μεγάλωνα.
Όταν μαγειρεύω, μου αρέσει να ακολουθώ τις εποχές όσο περισσότερο μπορώ. Φροντίζω να χρησιμοποιώ πολλά άγρια υλικά που τα έχουν μαζέψει στη φύση, όταν είναι διαθέσιμα, χρησιμοποιώ ψάρια που πιάνουν μικρά αλιευτικά και κρέας από μικρές φάρμες και όχι σε μεγάλες ποσότητες. Μερικά από τα αγαπημένα μου υλικά είναι η μαστίχα Χίου, το σαφράν, το κρητικό κρασί, τα φρέσκα αμύγδαλα και, φυσικά, οι αχινοί!
Για μένα καλό φαγητό είναι αυτό που δεν κουβαλάει ενοχές ή κακά συναισθήματα. Δεν το λέω ρομαντικά. Εννοώ φαγητό που έχει καλλιεργηθεί με τον σωστό τρόπο, τη σωστή εποχή του έτους, το να χρησιμοποιείς ζώα που τα έχουν μεταχειριστεί με δίκαιο τρόπο και να αξιοποιείς όλα τους τα μέρη, να μην πετάς τίποτα.
Καλό φαγητό για μένα δεν είναι απαραίτητα κάτι πανάκριβο, που το έχεις μαγειρέψει χρησιμοποιώντας μεθόδους και υλικά που είναι μοναδικά, αλλά το να μοιράζεσαι με τους άλλους το φαγητό που έχεις στο τραπέζι σου, το οποίο έχει μαγειρευτεί με σεβασμό και μεράκι.
Έγινα σεφ από τις αναμνήσεις μου. Οι εμπειρίες μου και η έκθεσή μου στον κόσμο της μαγειρικής έβαλαν τα πάντα στη θέση τους και κατάλαβα ότι όταν το φαγητό έγινε κάτι με το οποίο παθιαζόμουν, ήθελα να μιλάω γι’ αυτό που είχε χαραχτεί στις αναμνήσεις μου. Η ιστορία που δημιουργείς πίσω από αυτό που τρως κάνει το φαγητό ξεχωριστό και αξέχαστο.
Αυτό το κατάλαβα από πρώτο χέρι με τα χρόνια, γράφοντας άρθρα σε εφημερίδες και πρόσφατα με το βιβλίο μου. Ο αναγνώστης εκτιμά πραγματικά την ιστορία και ενδιαφέρεται για τη συνταγή όταν πυροδοτεί κάτι από τις δικές του εμπειρίες. Στο τέλος της ημέρας το να κάθεσαι γύρω από ένα τραπέζι και να μοιράζεσαι το φαγητό με φίλους και την οικογένειά σου είναι μεγάλη ιστορία και πιστεύω ότι θα έπρεπε να λέγεται, να έρχεται στην επιφάνεια.
Το ξεκίνημα του Morito στο Χάκνεϊ μού έδωσε μεγάλη χαρά. Μου ζήτησαν να συμμετέχω σε αυτό το ταξίδι και το έκανα με όλη μου την καρδιά, χωρίς να ξέρω πού θα με πάει. Έχοντας υπάρξει αρχιμαγείρισσα στο Moro και έχοντας βοηθήσει στο άνοιγμα του μικρού Morito, δίπλα στο Moro, ήξερα καλά το φαγητό στο οποίο επικεντρωνόμασταν και τι θέλαμε να δημιουργήσουμε.
Ωστόσο, το Morito στο Χάκνεϊ είχε από την αρχή σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό στοιχείο, που τα άλλα εστιατόρια δεν είχαν μέχρι τότε. Έψαξα για εκπληκτικά προϊόντα από την Κρήτη, τα οποία έστελναν σε παλέτες, βρήκα τους καλύτερους προμηθευτές στο Λονδίνο και δούλεψα σκληρά για να παντρέψω αρμονικά την Κρήτη με την ανατολική Μεσόγειο. Πιστεύω ότι πέτυχε και τα πιάτα που σερβίρουμε είναι νέα και συναρπαστικά, αν και ενίοτε θυμίζουν κάτι στ’ αλήθεια παραδοσιακό.
Η υπερβολική αυθεντικότητα δεν είναι κάτι που αναζητώ. Εάν θέλω κάτι πραγματικά αληθινό και τέλειο, πηγαίνω στο σπίτι μου και σε πολύ συγκεκριμένα μέρη για να το βρω, όποτε αισθανθώ την ανάγκη. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να αγκαλιάζω τα αγαθά που έχει να προσφέρει κάθε μέρος όπου βρισκόμαστε, να τα συνδυάσω με το πάθος μου να μαγειρέψω φαγητό εμπνευσμένο από τη χώρα μου και να στηρίξω τους ανθρώπους που αποφάσισαν να φέρουν λίγο από το φαγητό της Ελλάδας στο Λονδίνο.
Μου αρέσει να χρησιμοποιώ τα λαχανικά της αγοράς Kentish, που καλλιεργούνται σε μικρά αγροκτήματα, κρέας από μικρά εκτροφεία στο Yorkshire, να αγοράζω ψάρια που τα έχουν ψαρέψει στην Κορνουάλη και εκπληκτική μυζήθρα και ανθότυρο που έρχονται από την Κρήτη κάθε εβδομάδα. Όλα παραγγέλνονται ανάλογα με τις μερίδες.
Το γράψιμο του “Aegean” ήταν ένα θαυμάσιο ταξίδι. Η συγγραφή ενός βιβλίου μαγειρικής ήταν στο μυαλό μου εδώ και πολύ καιρό και μολονότι δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι αυτό θα συνέβαινε στ’ αλήθεια, η συνήθειά μου να κρατάω σημειώσεις απ’ οτιδήποτε ενδιαφέρον συναντάω σε βιβλία όλα αυτά τα χρόνια αποδείχτηκε πολύ χρήσιμη.
Το “Aegean” είναι περισσότερο ένα ημερολόγιο της ζωής μου παρά ένα βιβλίο μαγειρικής. Είναι ένας θησαυρός που θα μείνει και θα τον διαβάσουν οι άνθρωποι που αγαπώ και με αγαπούν. Είναι γεμάτο αναμνήσεις και ιστορίες και φωτογραφίες απίστευτες που απαθανατίζουν την ουσία του ποια είμαι και γιατί κάνω ό,τι κάνω. Δεν είμαι εκπαιδευμένη σεφ, δεν έχω πάει σε σχολές μαγειρικής. Μαγειρεύω επειδή αγαπώ τη μαγειρική και αυτό φαίνεται στο“Aegean”. Ελπίζω να το απολαύσει πολύς κόσμος και για πολύ καιρό.
Το να λες ιστορίες είναι κάτι μαγικό. Μέχρι τώρα είχα πολύ καλό feedback, τα καλύτερα σχόλια για το γράψιμό μου και φυσικά για το “Aegean”. Το αστείο είναι ότι μπορείς να μιλήσεις για συστατικά και πιάτα που οι άνθρωποι δεν έχουν χρησιμοποιήσει και δεν θα μαγειρέψουν ποτέ στο σπίτι τους, αλλά οι λέξεις πίσω από αυτές τις συνταγές και η εικόνα που δημιουργείς στo μυαλό του αναγνώστη τοποθετούν αυτά τα πιάτα στην κατηγορία “επιθυμητό”, ακόμα και αν το πιο πιθανό είναι να μην ανήκουν εκεί.
Νομίζω ότι το καλύτερο που μου συνέβη καμιά δεκαριά φορές από τότε που εκδόθηκε το “Aegean”, παρότι δεν είναι κάτι που συνέβαινε συχνά, είναι να μπαίνουν εντελώς ξένοι στο εστιατόριο, να έρχονται μέχρι το πάσο και να λένε: “Μαριάννα, ήθελα μόνο να σου πω ότι αγοράσαμε το “Aegean” και τώρα κλείσαμε και πτήσεις για την Κρήτη! Έχεις τίποτα να μας προτείνεις;”. Είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να ζητήσω.
Οι Άγγλοι αγαπούν το ελληνικό φαγητό, αλλά για κάποιον λόγο έχουν κολλήσει στο παρελθόν, μερικές δεκαετίες πίσω. Τα τυπικά τουριστικά πιάτα που έχουν φάει στις διακοπές τους είναι πάντα δημοφιλή, αλλά νομίζω ότι εκτιμούν επίσης την απλότητα και τις σπουδαίες γεύσεις. Ο τρόπος που μαγειρεύονται τα όσπρια και οι τρόποι που φτιάχνονται οι σαλάτες εκτιμώνται πολύ από τους Άγγλους, οι οποίοι ψάχνουν να βρουν καλής ποιότητας ελληνικά προϊόντα.
Γενικά, θα έλεγα πως το Λονδίνο είναι ένα καλάθι γεμάτο κουλτούρες και παραδόσεις που είναι τρομερά ποικίλες και διαφορετικές μεταξύ τους. Αυτό έχει δημιουργήσει ένα λαμπρό γαστρονομικό πεδίο επειδή μπορείς να βρεις εστιατόρια και φαγητό εκπληκτικής ποιότητας σχεδόν από κάθε χώρα του κόσμου. Αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα όταν είσαι σεφ σε μια τεράστια πόλη όπως το Λονδίνο.
Δεν βλέπω το φαγητό πατριωτικά. Σέβομαι την κληρονομιά μου και το φαγητό με το οποίο έχω μεγαλώσει. Μου αρέσουν οι παραδοσιακές συνταγές και τις μαγειρεύω συχνά. Αλλά ως σεφ και ως Μαριάννα με ενδιαφέρουν πιο πολύ οι ιστορίες των ανθρώπων που ήρθαν, των ανθρώπων που έφυγαν, αυτών που έμειναν και των ανθρώπων που είναι κοντά, αλλά ποτέ δεν πλησίασαν να μιλήσουν.
Μου αρέσουν οι ομοιότητες ανάμεσα στις διάφορες κουλτούρες, τις οποίες βρίσκεις μόνο όταν αρχίσεις να ψάχνεις, και για μένα αυτό είναι το σημαντικό. Είναι σαν να προσκαλείς φίλους να καθίσουν σε ένα τραπέζι και να μοιραστούν ένα γεύμα. Όσο πιο διαφορετικοί είναι, τόσο πιο ενδιαφέρουσα θα γίνει η βραδιά.
Το να μπορώ να μαγειρεύω όμορφα και να δημιουργώ αξέχαστες γεύσεις είναι ένα δώρο και κάποιος θα θεωρούσε ότι είναι ανταμοιβή, αλλά το να είσαι σεφ είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Πρέπει να δείχνεις σεβασμό και να φροντίζεις την ομάδα σου, το πιο σημαντικό στοιχείο, για μένα, σε αυτή την εξίσωση. Να δουλεύεις σκληρά, να επιτρέπεις τη δημιουργικότητα και να μοιράζεσαι ιδέες με όλους και να μην κάνεις ποτέ αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν.
Το μέλλον είναι συναρπαστικό και ανυπομονώ να δω τι φέρνει. Θα ήθελα να περάσω περισσότερο χρόνο γράφοντας δημιουργικά για το φαγητό και ταξιδεύοντας σε όλη την Ελλάδα, και στα μικρότερα νησιά, μιλώντας στους ντόπιους, ανταλλάσσοντας ιστορίες και τρώγοντας ψάρια. Η ιδέα της επιστροφής και του ξεκινήματος μιας νέας περιπέτειας με γοητεύει όλο και περισσότερο και υπάρχουν πολλά πρότζεκτ που έρχονται. Αλλά, όπως πάντα: ένα βήμα τη φορά.
Το βιβλίο της Μαριάννας Λειβαδιτάκη «Aegean: Recipes from the mountains to the sea» κυκλοφορεί από τον εκδοτικό Kyle Books.