Συχνά κατά τις εορταστικές περιόδους αποζητάμε την επανασύνδεσή μας με μικρές και μεγάλες αξίες, που καμιά φορά θολώνουν μέσα στην πεζή καθημερινότητα. Για τα φετινά Χριστούγεννα η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υλοποιεί τη συναυλία που η πανδημία δεν επέτρεψε να γίνει πέρυσι, ερμηνεύοντας τον «Παρθενώνα» του συμφωνικού ρεπερτορίου, την πασίγνωστη Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, τραγουδώντας για το κοινό της τον πάντα επίκαιρο Ύμνο στη Χαρά υπό τη διεύθυνση του διεθνούς φήμης Εσθονού αρχιμουσικού Μίχκελ Κύτσον.
Το 1785, ο Γερμανός ρομαντικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, Φρίντριχ Σίλερ, έγραφε ένα ποίημα στο οποίο όλη η ανθρωπότητα περιγράφεται συμφιλιωμένη και χαρούμενη να γιορτάζει το θαύμα της ζωής. Το όνομα αυτού; Ωδή στη Χαρά. Σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, ο επίσης Γερμανός Λούντβιχ βαν Μπετόβεν βασίζεται στο συγκεκριμένο ποίημα για να γράψει την τελευταία ολοκληρωμένη του Συμφωνία, που από πολλούς θεωρείται «Παρθενώνας» του συμφωνικού ρεπερτορίου. Την περιβόητη Ενάτη.
Εν αρχή ην ο λόγος
Για την Ενάτη έχουν χυθεί ποταμοί μελάνης. Η μουσική της συνόδευσε ουκ ολίγες φορές σημαδιακές, χαρμόσυνες στιγμές της Ιστορίας και της Τέχνης αλλά πολλές φορές έγινε αντικείμενο καπήλευσης από ολοκληρωτικά καθεστώτα, που θέλησαν να οικειοποιηθούν τη δύναμη της μουσικής και του οράματός της. Κι όμως, ακριβώς χάρη στην αυθεντική αυτή δύναμη, η Ενάτη φτάνει στις μέρες μας ως μία από τις υψηλότερες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, ανυπέρβλητη παρακαταθήκη ομορφιάς και αλήθειας.
Ο Μπετόβεν γνώριζε το ποίημα του Σίλερ από όταν πρωτοδημοσιεύτηκε και συγκινημένος από το μήνυμα αδελφοσύνης που στέλνει, σχεδίαζε τη μελοποίησή του ήδη από το 1812. Ωστόσο, η σύνθεση της Συμφωνίας ξεκίνησε συστηματικά το 1822. Το καλοκαίρι του επόμενου έτους, ο Μπετόβεν, σε μια στιγμή αναπάντεχης, κατακλυσμιαίας έμπνευσης αποφασίζει να εντάξει στο τέταρτο μέρος το περίφημο χορωδιακό φινάλε. Απόφαση που θα άλλαζε για πάντα τα δεδομένα στο χώρο της συμφωνικής μουσικής.
Τα ευτράπελα της πρεμιέρας
Η πρεμιέρα δόθηκε στο Θέατρο Καίρντνερτορ της Βιέννης, με την παρουσία του Μπετόβεν, ο οποίος είχε 12 χρόνια να ανέβει στη σκηνή λόγω της κώφωσής του. Τα ανέκδοτα από την πρεμιέρα είναι πολλά. Κατά γενική ομολογία, η πρώτη εκτέλεση του έργου είχε αρκετά λάθη, αφού η ορχήστρα είχε κάνει μόλις δύο ολοκληρωμένες πρόβες. Και η χορωδία, επίσης, ήταν μάλλον ανέτοιμη για την εμφάνιση.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός βιολιστή, ο Μπετόβεν είχε ανεβεί στο πόντιουμ μαζί με το μαέστρο Μίχαελ Ούμλαουφ, κουνώντας μανιωδώς τα χέρια του και δίνοντας την εντύπωση ότι θέλει να παίξει ταυτοχρόνως όλα τα μουσικά όργανα της ορχήστρας. Ο μαέστρος είχε δώσει οδηγίες στους μουσικούς να αγνοούν πλήρως τις κινήσεις του και να ακολουθούν αποκλειστικά εκείνον. Έτσι, ο Μπετόβεν αρκέστηκε στο να δίνει μόνο το tempo. Μάλιστα, συνέχισε να κινείται ακόμη και μετά το τέλος του έργου, ανίκανος να αντιληφθεί ότι η μουσική είχε σταματήσει.
Χρειάστηκε η συνδρομή της 20χρονης άλτο, Κάρλιν Ούνγκερ, η οποία έστρεψε το συνθέτη προς το κοινό για να δει την αντίδρασή του. Τότε, ο Μπετόβεν αντίκρισε ένα υπέροχο θέαμα. Οι ακροατές χειροκροτούσαν επί πέντε λεπτά συνεχόμενα, ενώ για να εκφράσουν τον ενθουσιασμό τους στον κωφό συνθέτη, σήκωναν τα χέρια τους και πετούσαν ψηλά καπέλα και μαντήλια.
Θέμα Γούστου
Όπως, όμως, συμβαίνει με όλα τα έργα τέχνης που συνδράμουν καθοριστικά στην εξέλιξη της ιστορίας, η Ενάτη δεν καθιερώθηκε αμέσως στη συνείδηση του κοινού και των κριτικών. Για το ευρύ κοινό της εποχής, η μεγάλη της διάρκεια φάνταζε κουραστική, ενώ πολλοί κριτικοί του 19ου αιώνα αντέδρασαν στο ύφος και στις καινοτομίες της απαξιώνοντάς την με βαρύτατους ενίοτε χαρακτηρισμούς. Ακόμα και ο μεγάλος Βέρντι σχολίασε επικριτικά τον τρόπο που ο Μπετόβεν χειρίστηκε τις ανθρώπινες φωνές, ενώ στον 20ο αιώνα ο Στραβίνσκυ θεωρούσε πολλά σημεία του φινάλε ως «χαμηλού γούστου».
Η γνώμη κορυφαίων ερμηνευτών
Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή για να ερμηνεύσει, η διάσημη Ελληνίδα σοπράνο Ελένη Καλένος, εκφράζει την άποψη ότι οι φωνές στο έργο έχουν ξεκάθαρο ρόλο. Αυτός είναι να ενισχύσουν τα ιδεώδη που περιγράφουν τα λόγια του Σίλερ: «Η Ενάτη, με τον Ύμνο στη Χαρά, εκφράζει ιδανικά αδελφοσύνης, ηθικής ελευθερίας και αποδοχής όλων. Ιδεώδη που είναι στην ουσία ουτοπικά. Μέσα από τη δύναμη της μουσικής και του λόγου, οι ερμηνευτές καλούνται να διατηρήσουν την πίστη του κοινού στα παραπάνω ιδεώδη».
Αλλά και ο διεθνώς καταξιωμένος βαρύτονος, Δημήτρης Τηλιακός, πιστεύει ότι η τελευταία ολοκληρωμένη συμφωνία του Μπετόβεν κατάφερε να υπερβεί το μουσικό της μεγαλείο: «Η Ενάτη είναι περισσότερο από ένα μεγαλειώδες μουσικό έργο, είναι ένα κοινωνικοπολιτικό μανιφέστο. Ο Ύμνος στη Χαρά είναι η αναζήτηση, η γιορτή, ο αγώνας, η τελετουργία που συντελείται μέσα από τη συνάντηση των ανθρώπων. Η φωνή του βαρύτονου στην αρχή του ύμνου, σκέφτομαι, πως είναι η φωνή του ίδιου του Μπετόβεν μέσα από τα λόγια του Σίλερ, που σαν τελετάρχης αυτής της γιορτής, σαν σε παράβαση σε αρχαίο δράμα, απευθύνεται στον κόσμο ζητώντας του να ακυρώσει όσα έχουν προηγηθεί και να αρνηθεί το διχασμό, προτείνοντάς του ένα νέο δρόμο, αυτόν της χαράς, το δρόμο που όλοι οι άνθρωποι γίνονται αδέλφια!».
Ωστόσο, τι ήταν αυτό που έκανε την Ενάτη να ακουστεί σε όλες τις γωνιές της γης, να παίξει κομβικό ρόλο σε έργα μεταγενέστερων συνθετών και εν τέλει να θεωρείται πλέον το σημαντικότερο ανθρώπινο μουσικό επίτευγμα; Με τα λόγια του Γκούσταβ Μάλερ, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε ότι κατάφερε αυτό που όλες οι συμφωνίες θα έπρεπε να επιδιώκουν. Αγκάλιασε όλο το σύμπαν. Ο ποιητικός λόγος, το τραγούδι και η μουσική ενώθηκαν σε ένα δημιούργημα που στόχευε να αναδείξει την οικουμενικότητα της μουσικής γλώσσας και τα κατάφερε. Το νόημα των στίχων του Φρίντριχ Σίλερ δεν θα μπορούσε να έχει υλοποιηθεί πιο όμορφα.
INFO:
Παρασκευή 17 & Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 20:30
ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αίθουσα Χ. Λαμπράκης
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0