Για μια νέα μετάλλαξη του κορωνοϊού που φέρει «εξαιρετικά υψηλό αριθμό» τροποποιήσεων και μπορεί να προκαλέσει κι άλλα κύματα πανδημίας, καθώς φέρεται να «περνά» την άμυνα του οργανισμού, μιλούν οι επιστήμονες.
Όπως μεταδίδει ο Guardian, μπορεί ο αριθμός των κρουσμάτων που έχουν επιβεβαιωθεί -μόλις 10- με τη γονιδιωματική αλληλουχία να είναι μικρός, ωστόσο, η παραλλαγή έχει προκαλέσει σοβαρή ανησυχία σε ορισμένους ερευνητές, επειδή ορισμένες από τις τροποποιήσεις μπορεί να βοηθήσουν τον ιό να παρακάμψει την ανοσία.
Η παραλλαγή B.1.1.529 έχει 32 τροποποιήσεις στην πρωτεϊνική ακίδα, το μέρος του ιού που χρησιμοποιούν τα περισσότερα εμβόλια για να ενεργοποιήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα κατά της Covid. Οι μεταλλάξεις στην πρωτεϊνική ακίδα μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα του ιού να μολύνει τα κύτταρα και να εξαπλωθεί, αλλά και να δυσκολεύει τα κύτταρα του ανοσοποιητικού να επιτεθούν στο παθογόνο.
Η παραλλαγή εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη Μποτσουάνα, όπου έχουν πλέον εντοπιστεί τρία κρούσματα, ενώ έξι ακόμη έχουν καταγραφεί στη Νότια Αφρική και ένα στο Χονγκ Κονγκ σε ταξιδιώτη που επέστρεφε από τη Νότια Αφρική. Σύμφωνα με τον Guardian, τα πρώτα κρούσματα της μετάλλαξης καταγράφθηκαν στη Μποτσουάνα στις 11 Νοεμβρίου και η πρώτη μόλυνση στη Νότια Αφρική τρεις ημέρες αργότερα. Αναφορικά με το κρούσμα που βρέθηκε στο Χονγκ Κονγκ πρόκειται για έναν 36χρονο άνδρα που είχε αρνητικό τεστ PCR πριν πετάξει από το Χονγκ Κονγκ στη Νότια Αφρική, όπου έμεινε από τις 22 Οκτωβρίου έως τις 11 Νοεμβρίου. Κατά την επιστροφή στο Χονγκ Κονγκ βγήκε αρνητικός, αλλά βρέθηκε θετικός στις 13 Νοεμβρίου ενώ βρισκόταν σε καραντίνα.
Ο Δρ Tom Peacock, ιολόγος στο Imperial College του Λονδίνου, δημοσίευσε λεπτομέρειες για τη νέα μετάλλαξη σε έναν ιστότοπο κοινής χρήσης γονιδιώματος, σημειώνοντας ότι «ο απίστευτα υψηλός αριθμός τροποποιήσεων στην ακίδα υποδηλώνει ότι αυτό θα μπορούσε να είναι πραγματικά ανησυχητικό». Σε μια σειρά από tweets, ο Peacock υποστηρίζει ότι «θα πρέπει να παρακολουθείται πάρα πολύ λόγω αυτού του φρικτού προφίλ της ακίδας», προσθέτοντας, ωστόσο, μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ένα «περίεργο σύμπλεγμα» που δεν είναι πολύ μεταδοτικό. «Ελπίζω να είναι έτσι», έγραψε.
Η Dr Meera Chand, διευθύντρια περιστατικών Covid-19 στην Υπηρεσία Ασφάλειας Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, δήλωσε ότι σε συνεργασία με επιστημονικούς φορείς σε όλο τον κόσμο, ο οργανισμός παρακολουθεί συνεχώς την κατάσταση των μεταλλάξεων Sars-CoV-2 καθώς εμφανίζονται και αναπτύσσονται παγκοσμίως. «Καθώς είναι στη φύση των ιών να μεταλλάσσονται συχνά και τυχαία, δεν είναι ασυνήθιστο να προκύψουν μικροί αριθμοί περιπτώσεων που να παρουσιάζουν νέα σύνολα μεταλλάξεων. Οποιεσδήποτε παραλλαγές παρουσιάζουν στοιχεία εξάπλωσης αξιολογούνται γρήγορα», αναφέρει.
Οι επιστήμονες θα παρακολουθούν τη νέα μετάλλαξη μη τυχόν αποκτήσει δυναμική και αρχίζει να εξαπλώνεται ευρύτερα. Την ανησυχία τους, πάντως, εκφράζουν ορισμένοι ιολόγοι στη Νότια Αφρική δεδομένης της πρόσφατης αύξησης των κρουσμάτων στο Γκαουτένγκ, μια αστική περιοχή που περιλαμβάνει την Πρετόρια και το Γιοχάνεσμπουργκ, όπου έχουν εντοπιστεί κρούσματα B.1.1.529.
Ο Ravi Gupta, καθηγητής κλινικής μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, επισήμανε ότι η μελέτη στο εργαστήριό του διαπίστωσε ότι δύο από τις τροποποιήσεις στο B.1.1.529 αύξησαν τη μολυσματικότητα και μείωσαν την αναγνώριση αντισωμάτων. «Φαίνεται σίγουρα μια σημαντική ανησυχία με βάση τις αλλαγές που υπάρχουν. Ωστόσο, μια βασική ιδιότητα του ιού που είναι άγνωστη είναι η μολυσματικότητά του, καθώς αυτό φαίνεται να οδήγησε κυρίως την παραλλαγή Δέλτα», είπε.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Francois Balloux, διευθυντής του Ινστιτούτου Γενετικής UCL, υποστηρίζει ότι ο μεγάλος αριθμός τροποποιήσεων στην μετάλλαξη προφανώς συσσωρεύτηκε σε μια «ενιαία έκρηξη», υποδηλώνοντας ότι μπορεί να έχει εξελιχθεί κατά τη διάρκεια μιας χρόνιας λοίμωξης σε ένα άτομο με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, πιθανώς ασθενούς HIV/Aids χωρίς θεραπεία.
«Σίγουρα θα περίμενα να αναγνωριστεί ελάχιστα από τα εξουδετερωτικά αντισώματα σε σχέση με την Άλφα ή την Δέλτα», τόνισε, προσθέτοντας ότι «είναι δύσκολο να προβλεφθεί πόσο μεταδοτική μπορεί να είναι σε αυτό το στάδιο. Προς το παρόν, θα πρέπει να παρακολουθείται και να αναλύεται στενά, αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε υπερβολικά, εκτός κι αν αρχίσει να αυξάνεται σε συχνότητα στο εγγύς μέλλον».