Την ατομική έκθεση του Charles Howard, με τίτλο «Το ελληνικό καλοκαίρι», παρουσιάζει ο Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ) από 4 Δεκεμβρίου 2021 έως 23 Ιανουαρίου 2022 στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» Δήμου Αθηναίων.
Στη ζωγραφική του Charles Howard δεν υπάρχουν σκιές, το φως έχει αναδειχτεί νικητής. Αν θεωρήσουμε ότι «η ομορφιά είναι μια μάχη, η νίκη του φωτός πάνω στη σκιά», όπως παρατηρεί ο Jacques Lacarrière στο Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας, οι πίνακες του Howard αποδίδουν αυτή τη μάχη, άρα την ουσία της ομορφιάς, με τον πιο εύγλωττο τρόπο.
Στη ζωγραφική του ο Howard αποθεώνει τη γυναίκα – για την ακρίβεια, τη γυναίκα μέσα στο ελληνικό τοπίο. Η θεματολογία του περιλαμβάνει γυναικείες φιγούρες, συνήθως γυμνές ή ημίγυμνες, με φόντο τη θάλασσα και τα γυμνά βουνά που συνθέτουν το ελληνικό καλοκαίρι. Πρόκειται για προσωπογραφίες γυναικών ενταγμένες σε ένα απέριττο τοπίο, το οποίο ενίοτε κοσμούν ένα-δυο νησάκια, μόνο και μόνο για να μας υπενθυμίσουν ότι αυτές οι γυναίκες, οι περισσότερες ανώνυμες, βιώνουν στιγμές ανεμελιάς και ρεμβασμού.
Σε αυτά τα πορτρέτα ο Howard υπερτονίζει τα χαρακτηριστικά του γυναικείου προσώπου (γατίσια μάτια, έντονα βαμμένα χείλια) αντιμετωπίζοντάς το όπως ένα εξωτικό τοπίο. Η γυναίκα-μόρτισσα και η Αφροδίτη είναι οι βασικές πρωταγωνίστριες της ζωγραφικής του. Η πρώτη μάς παραπέμπει στο γνωστό ρεμπέτικο Μόρτισσα χασικλού (1933) του Μάρκου Βαμβακάρη και η δεύτερη στην «αγνή φιγούρα του Πόθου», που είναι «η ζωντανή απόδειξη πως το ανθρώπινο σώμα είναι το λίκνο της ζωής και η κοσμηματοθήκη της σάρκας», όπως γράφει στο λεξικό του ο Lacarrière.
Τα πορτρέτα που απαρτίζουν το Ελληνικό καλοκαίρι πλαισιώνονται από έργα τα οποία είναι εμπνευσμένα από την Ανατολή και συγκεκριμένα από την ισλαμική τέχνη. Κάποια από αυτά, όπως το Δώρο (2003), είναι πιο αφηγηματικά. Τα περισσότερα όμως -ιδίως όσα ανήκουν στην τελευταία δεκαετία- είναι αφαιρετικά και, κρίνοντας από τους τίτλους, μοιάζει να αποτελούν αποδόσεις τόπων και χωρών (το Misirπαραπέμπει στην Αίγυπτο, το Yazd στην ομώνυμη ιρανική πόλη, το Saray σε τουρκικό παλάτι). Εδώ ο Howard πειραματίζεται με ζωηρά χρώματα και τον ψευδαισθητικό τους χαρακτήρα, θυμίζοντας τα έργα των ζωγράφων της Op Art, αλλά και τη θεωρία των Johannes Itten και Josef Albers περί της αλληλεπίδρασης των χρωμάτων. Αυτά τα μικρού μεγέθους και τετράγωνου σχήματος έργα δεν μοιάζουν τυχαία με κεραμικά πλακίδια: από μία άποψη, συνθέτουν το μωσαϊκό μιας τερπνής ζωγραφικής που βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες και αναμνήσεις τόπων.
Οι πίνακες του Howard μάς θυμίζουν τον Jacques de Loustal, τον ερωτισμό των εικόνων του, τη γλυκιά ανεμελιά τους. Πράγματι, ο Howard θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας κομίστας με ζωγραφικό ύφος, ο οποίος έχει να επιδείξει παράλληλα και αξιοσήμαντο ζωγραφικό έργο.
Αλλά και αντίστροφα, θα μπορούσε να είναι ένας ζωγράφος που έχει επηρεαστεί έντονα από τα κόμικς ή ένας ζωγράφος ο οποίος έχει ασκήσει επιρροή σε κομίστες. Σε κάθε περίπτωση, αν κάτι πρέπει να συγκρατήσει κανείς από τη ζωγραφική του Howard (μια ζωγραφική όπου φιγούρες και τοπίο βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους), αυτό είναι ο έρωτας: ο έρωτας για την Ελλάδα, ο έρωτας για συγκεκριμένους ανθρώπους, τόπους και πόλεις, όπως η μαγευτική Κωνσταντινούπολη στην οποία έζησε μεγάλο διάστημα, εντέλει ο έρωτας για τη ζωή.
Κοιτώντας τους πίνακές του, έχεις την εντύπωση ότι ο δημιουργός αυτών των εικόνων έζησε μια πλούσια και χαρούμενη ζωή. Ο Charles Howard «έφυγε» τον περασμένο Σεπτέμβριο πλήρης εμπειριών, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που σφύζει από ζωντάνια και προκαλεί θετικά συναισθήματα. Με αυτή την έκθεση η Ελλάδα του ανταποδίδει τον έρωτά του.
Ο Charles Howard γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1936. Οι γονείς του, ηθοποιοί αμφότεροι, διήγαν νομαδικό βίο συμμετέχοντας σε περιοδείες και ο Τσάρλι σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε το σχολείο για να ενταχθεί στη Royal Shakespeare Company. Ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 για να δουλέψει στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, Eroica. Λίγο μετά την πτώση της χούντας το 1974 (κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβε ενεργά μέρος στην Αντίσταση), ο Τσάρλι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, με τη σύζυγό του, Ντίζυ, και τις δύο μικρές τους κόρες. Αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, εγκατέλειψε την υποκριτική για να περνάει τα καλοκαίρια του ζωγραφίζοντας στο μονόχωρο σπίτι τους στη Σκύρο και τους χειμώνες διδάσκοντας και ζωγραφίζοντας στην Αθήνα. Ακούραστος συλλέκτης δίσκων μπλουζ 78 στροφών, ο Τσάρλι άρχισε επίσης να συλλέγει, να αρχειοθετεί και να επιμελείται συλλογές με καινούργιες εκδόσεις πρωτότυπων ηχογραφήσεων ρεμπέτικων τραγουδιών. Από το 2006 μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης. Η πρώτη του μετάφραση βιβλίου στην αγγλική γλώσσα, In the Time of the Sultans - Urban Chronicles from 19th Century Istanbul, εκδόθηκε λίγο πριν πεθάνει στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο 2021.
Επιμέλεια έκθεσης: Χριστόφορος Μαρίνος, ιστορικός τέχνης, επιμελητής εικαστικών εκθέσεων και δράσεων του ΟΠΑΝΔΑ