Donato di Niccolò di Betto Bardi, παγκοσμίως γνωστός ως Ντονατέλο. Ο μεγαλύτερος γλύπτης της πρώιμης Αναγέννησης, με την ισχυρή εκφραστικότητα της τέχνης του να μετουσιώνεται στο μάρμαρο, τον μπρούτζο και τον χαλκό, ο γλύπτης που είχε τον μεγαλύτερο από όλους τους ομοτέχνους του αντίκτυπο ήδη από τις πρώτες φάσεις της καριέρας του στους σύγχρονούς του καλλιτέχνες, τιμάται με μια έκθεση στο Palazzo Strozzi στη Φλωρεντία, την πρώτη που διοργανώνεται εδώ και σαράντα χρόνια.
Ο Ντονατέλο, που εργάστηκε στην αρχή της καριέρας του στην Πάντοβα και στη συνέχεια στη Φλωρεντία ως προστατευόμενος των Μεδίκων, επηρέασε τους Ιταλούς γλύπτες, κυρίως τον Μιχαήλ Άγγελο, μέχρι τον δέκατο έκτο αιώνα. Η δουλειά του εκτός Ιταλίας είναι εξαιρετικά σπάνια, γι' αυτό και έκθεση έχει ιδιαίτερη σημασία.
Κεντρικό έκθεμα της έκθεσης το αριστούργημα του Ντονατέλο, ο μπρούτζινος Δαβίδ, έργο διάσημο ως το πρώτο γυμνό ανδρικό γλυπτό από την αρχαιότητα. Απεικονίζει τον Δαβίδ με ένα αινιγματικό χαμόγελο, να ποζάρει με το πόδι του επάνω στο κομμένο κεφάλι του Γολιάθ αμέσως μετά τη νίκη του επί του γίγαντα. Ο νεαρός είναι εντελώς γυμνός, εκτός από ένα δαφνοστεφανωμένο καπέλο και τις μπότες που φορά, και φέρει το ξίφος του Γολιάθ. Οι περισσότεροι μελετητές μέχρι σήμερα πιστεύουν ότι το άγαλμα ήταν μια παραγγελία του Κόζιμο ντε Μέντιτσι, αλλά η ημερομηνία της δημιουργίας του είναι άγνωστη.
Ο Δαβίδ δεν έχει ίχνος σωματικής ρώμης, είναι πολύ νέος και λέγεται ότι το κεφάλι του εμπνεύστηκε από τα κλασικά γλυπτά του Αντίνοου, αγαπημένου του Αδριανού φημισμένου για την ομορφιά του. Η σωματική του διάπλαση υποδηλώνει ότι η νίκη του επί του γίγαντα Γολιάθ έγινε μέσω της θείας βούλησης.
Ο Δαβίδ δεν έχει ίχνος σωματικής ρώμης, είναι πολύ νέος και λέγεται ότι το κεφάλι του εμπνεύστηκε από τα κλασικά γλυπτά του Αντίνοου, αγαπημένου του Αδριανού φημισμένου για την ομορφιά του. Η σωματική του διάπλαση υποδηλώνει ότι η νίκη του επί του γίγαντα Γολιάθ έγινε μέσω της θείας βούλησης.
Στην εποχή του δεν υπήρξε κανένας γλύπτης τέτοιου μεγέθους, εσωτερικής δύναμης, πλαστικής ικανότητας και πλούτου καλλιτεχνικής γλώσσας. Η αρμονία των αγαλμάτων του –από τις γοτθικές τάσεις της πρώιμης περιόδου μέχρι τη μετέπειτα δημιουργία νέων κλασικών μορφών– δεν απαντάται σε κανέναν καλλιτέχνη της εποχής του. Σπάει αποφασιστικά τις παραδόσεις των εργαστηρίων της εποχής του και παίρνει τον δρόμο της ανεξάρτητης ανάπτυξης, αλλάζει ριζικά την καλλιτεχνική του μέθοδο και γίνεται ο ιδρυτής μιας νέας μορφής γλυπτικής στην οποία αρχίζουν να κυριαρχούν οι ανθρωπιστικές ιδέες.
Σε αντίθεση με τον τρόπο που δούλευαν πολλοί σύγχρονοί του, οι δημιουργίες του Ντονατέλο είναι φτιαγμένες με ρεαλισμό και ζωντάνια, με μεγαλύτερη ελευθερία και θάρρος. Η σχέση του με την αρχαιότητα βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού του και πολλοί στην Αναγέννηση τον έβλεπαν ως μεγάλο μιμητή των αρχαίων, ενώ ο Βαζάρι γράφει ότι τα έργα του «θεωρήθηκαν περισσότερο παρόμοια με τα εξαιρετικά έργα των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων από οτιδήποτε έγινε ποτέ από άλλον».
Ο Ντονατέλο γεννήθηκε πιθανότατα το 1386 από πατέρα που ήταν μέλος της φλωρεντινής Arte della Lana. Άρχισε να εκπαιδεύεται καλλιτεχνικά ως χρυσοχόος και ταξίδεψε μέχρι τη Ρώμη για να μελετήσει τα αρχιτεκτονικά ερείπια, με δάσκαλο τον Φίλιπο Μπρουνελέσκι. Τα κτίρια του Μπρουνελέσκι και τα γλυπτά του Ντονατέλο θεωρούνται οι δύο υπέρτατες εκφράσεις του πνεύματος αυτής της εποχής στην αρχιτεκτονική και τη γλυπτική, και άσκησαν ισχυρή επιρροή στους καλλιτέχνες της εποχής.
Πίσω στη Φλωρεντία, ο Ντονατέλο άρχισε να εργάζεται ως βοηθός του Γκιμπέρτι κυρίως σε ναούς, αναπτύσσοντας ένα ύφος με εξιδανικευμένα όσο και ρεαλιστικά στοιχεία.
Ο Ντονατέλο κατανόησε ότι η γλυπτική είναι μια μορφή τέχνης αδρανής και δοκίμασε κάθε τεχνική που μπορούσε να σκεφτεί για να τη ζωντανέψει.
Για τη ζωή του είναι γνωστά ελάχιστα πράγματα. Όλες οι γνώσεις μας προέρχονται από μεταγενέστερα κείμενα. Ο Βαζάρι έγραψε ότι ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά γενναιόδωρος, ευγενικός και αντιμετώπιζε τους φίλους του καλύτερα από τον εαυτό του. Ποτέ δεν έδωσε καμία αξία στα χρήματα και τα κρατούσε σε ένα καλάθι κρεμασμένο με σχοινί από το ταβάνι, από όπου ο καθένας από τους μαθητές και τους φίλους του μπορούσε να πάρει όσα χρειαζόταν, χωρίς να του πει τίποτα γι’ αυτό.
Ο Ντονατέλο δεν ήθελε τιμές, δεν έδινε σημασία στον πλούτο των πελατών του και στην κοινωνική τους θέση, δεν ήταν εύκολος χαρακτήρας, συχνά καθυστερούσε την ολοκλήρωση των παραγγελιών, συχνά αρνήθηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όταν δεν του άρεσαν οι παραγγελίες. Μια τέτοια ελευθερία συμπεριφοράς ήταν δυνατή στη Φλωρεντία, αλλά ήδη τον 16ο αιώνα ήταν μάλλον μια εξαίρεση, αφού οι καλλιτέχνες εξαρτήθηκαν από την αυλή των Μεδίκων.
Ο Arturo Galansino, διευθυντής του Palazzo Strozzi στη Φλωρεντία, λέει ότι ήταν τόσο ικανός να κατανοήσει και να ενσωματώσει τις καλλιτεχνικές τεχνικές της αρχαιότητας στο δικό του έργο που «οι καινοτομίες του επικράτησαν στους καλλιτέχνες για 150 χρόνια μετά, στον Μιχαήλ Άγγελο, τον Ραφαήλ, τον Λεονάρντο, που κοίταξαν όλοι τον Ντονατέλο».
Στη Φλωρεντία θα εκτεθούν περίπου 130 έργα, όπως ανάγλυφα του Ντονατέλο για το Βαπτιστήριο στη Σιένα και για τη Βασιλική του Αγίου Αντωνίου στην Πάντοβα, καθώς και μικρότερα λατρευτικά αγαλματίδια, ζωγραφισμένοι ξύλινοι σταυροί και λειψανοθήκες.
Οι επιμελητές της έκθεσης υποστηρίζουν ότι το έργο του Ντονατέλο χρειάζεται επανεκτίμηση, θεωρώντας τον πιο σημαντικό και από τον Τζιότο, τον Ραφαήλ ή τον Καραβάτζιο, γιατί αυτοί οι τρεις έφεραν επανάσταση στις παραδόσεις της εποχής τους. Ο Ντονατέλο πριν από όλους κατάφερε να δημιουργήσει μια εντελώς νέα γλώσσα για την τέχνη.
Σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες, ο Ντονατέλο έφτιαχνε τα αγάλματα κυρίως μόνος του, εμπιστευόταν μόνο μικρές λεπτομέρειες στους μαθητές του, πραγματοποίησε το φινίρισμα της επιφάνειας των χάλκινων αγαλμάτων και ανάγλυφων μόνος του – χωρίς μεγάλη φροντίδα, λείανση, αφήνοντάς τους κάποιες «ατέλειες», μακριά από τις παραδόσεις της επεξεργασίας κοσμημάτων, λαμβάνοντας υπόψη την απόσταση από την οποία θα έβλεπε κάποιος το άγαλμα και την εντύπωση που θα δημιουργούσε αυτό το άγαλμα όταν θα είχε εγκατασταθεί στον προορισμό του.
Σύμφωνα με τον Βαζάρι, ο Ντονατέλο δούλευε αντίθετα από τους δασκάλους του, των οποίων «τα έργα τελειώνουν και φαίνονται όμορφα στον χώρο στο οποίο κατασκευάζονται, αλλά στη συνέχεια τα βγάζουν από εκεί και τα τοποθετούν σε ένα άλλο μέρος, με διαφορετικό φωτισμό ή σε μεγαλύτερο ύψος, και αποκτούν μια εντελώς διαφορετική εμφάνιση και δίνουν εντύπωση ακριβώς αντίθετη από αυτή που προκαλούσαν στην προηγούμενη θέση τους».
Υπήρξε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ακούραστος και εργάστηκε σε πολλές πόλεις της Ιταλίας, στη Φλωρεντία, την Πίζα, τη Σιένα, το Πράτο, τη Ρώμη, την Πάντοβα, τη Φεράρα, τη Μόντενα, τη Βενετία. Τα τελευταία χρόνια τα έργα του έγιναν πιο δραματικά. Πέθανε σε βαθιά γεράματα το 1466 στην πόλη που γεννήθηκε και θάφτηκε με μεγάλες τιμές στην εκκλησία του San Lorenzo, που είναι διακοσμημένη με τα έργα του.
Η έκθεση «Donatello: the Renaissance» θα ανοίξει στο Palazzo Strozzi και στο Museo del Bargello από τις 19 Μαρτίου, ενώ το φθινόπωρο του 2022 θα ταξιδέψει στο Βερολίνο.