Μια έκθεση στο Wadsworth Atheneum στο Χάρτφορντ αναδεικνύει τα ταλέντα των πρωτοπόρων γυναικών καλλιτεχνών που συχνά παραβλέπονται.
Σε αντίθεση με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν για τη θέση των γυναικών για πολλούς αιώνες, κάποιες από αυτές όχι μόνο ξέφυγαν από τον ασφυκτικό κλοιό των κοινωνικοπολιτικών συμβάσεων και των οικογενειακών τους δεσμεύσεων, αλλά κατάφεραν να διακριθούν μέσα στην Αναγέννηση και το μπαρόκ. Κάποιες κατάφεραν χάρη στο ταλέντο και την επίμονη προσήλωση στην τέχνη τους να ευδοκιμήσουν σε ένα σκληρό περιβάλλον και να έχουν προστάτες βασιλείς, βασίλισσες, Πάπες και ευγενείς, ενώ κάποιες από αυτές απέκτησαν μεγάλη φήμη. Υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών ζωγράφων που κατάφεραν και έγιναν αποδεκτές από ακαδημίες τέχνης ή συντηρούσαν με τα έργα τους την οικογένειά τους, αλλά πολλές αγνοήθηκαν από την επίσημη Ιστορία της τέχνης.
Τις τελευταίες δεκαετίες, μερικές -ειδικά η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι- έχουν κερδίσει μεγάλη αναγνώριση σε μονογραφικές εκθέσεις, αλλά πολλές ακόμα γυναίκες έχουν μείνει στο σκοτάδι.
Η έκθεση στο Wadsworth Atheneum που θα διαρκέσει μέχρι τις 9 Ιανουαρίου 2022 προβάλλει δεκαοκτώ γυναίκες ζωγράφους, κάποιες από τις οποίες εκπροσωπούνται από ελάχιστα έργα που έχουν διασωθεί και τους έχουν αποδοθεί μέχρι σήμερα.
Τα κοινωνικά εμπόδια ήταν αξεπέραστα για αυτές τις γυναίκες και πολλές από αυτές μετά βίας είχαν την άδεια να βγουν από το σπίτι. Δεν μπορούσαν ούτε να συμμετάσχουν μαζί με άνδρες σε μαθήματα ζωγραφικής ούτε να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή μαθητεία. Οι περισσότερες έμαθαν να ζωγραφίζουν από ένα μέλος της οικογένειάς τους ή σε κάποιο μοναστήρι. Δεν μπορούσαν να έχουν επιχειρήσεις μόνες τους - ούτε καν να αγοράσουν χρώματα, λένε οι μελετητές. Ξεκίνησαν ζωγραφίζοντας αυτό που μπορούσαν να δουν - πορτρέτα και νεκρές φύσεις.
Οι περισσότερες έμαθαν να ζωγραφίζουν από ένα μέλος της οικογένειάς τους ή σε κάποιο μοναστήρι. Στη συνέχεια δεν μπορούσαν να ασκήσουν επιχειρήσεις μόνες τους - ούτε καν να αγοράσουν χρώματα λένε οι μελετητές. Ξεκίνησαν ζωγραφίζοντας αυτό που μπορούσαν να δουν - πορτρέτα και νεκρές φύσεις.
H Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι υπήρξε η πιο σπουδαία γυναίκα ζωγράφος του 17ου αιώνα. Η ρωμαλέα ζωγραφική της, η θαρραλέα φωνή της και η ζωγραφική της ευφυΐα την έκαναν τη διασημότερη ζωγράφο του μπαρόκ, ενώ το ενδιαφέρον για το έργο της έχει αναζωπυρωθεί, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, με εκθέσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Η Τζεντιλέσκι με τα έργα της σχολίασε την ανδρική βία στην εποχή της καθώς και η ίδια είχε υπάρξει θύμα βιασμού και είχε πρωταγωνιστήσει σε ένα πρωτοφανές σκάνδαλο στην εποχή της.
Πολλοί θεωρούν ότι τα έργα της είναι αυτοβιογραφικά. Γεννημένη στη Ρώμη το 1593, κόρη του ζωγράφου Οράσιο Τζεντιλέσκι, μαθήτευσε δίπλα στον πατέρα και τα αδέρφια της. Ο μύθος λέει πως η Αρτεμίζια είχε συναντήσει τον διάσημο ζωγράφο Καραβάτζιο ως παιδί αφού ήταν στενός φίλος του πατέρα της. Σε ηλικία 17 ετών μας παραδίδει το πρώτο της έργο «Η Σουζάνα και οι πρεσβύτεροι», με δυο γέροντες να κρυφοκοιτάζουν μια νεαρή γυναίκα που κάνει το μπάνιο της.
Οι Μέδικοι την πήραν υπό την προστασία τους και το 1614 έγινε η πρώτη γυναίκα μέλος της Accademia delle Arti del Disegno.
Στη Φλωρεντία γνωρίζει άλλον έναν άντρα, ο οποίος υπήρξε προστάτης της και εραστής της, τον Φραντσέσκο Μαρία ντι Νικολό Μαρίνγκι. Ο Μαρίνγκι της εξασφάλισε δικό της εργαστήριο και βοηθούς, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στην εποχή της. Επέστρεψε στη Ρώμη λίγα χρόνια αργότερα εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που είχε δημιουργήσει και το 1630 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Ο θαυμαστός ρεαλισμός των έργων της τα καθιστά απαράμιλλα. Η Τζεντιλέσκι ζωγραφίζει με δύναμη και τόλμη, στο ύφος του Καραβάτζιο, αλλά καταφέρνει και διατηρεί μέσα στο έργο της τη δική της φωνή. Την κατατάσσουν ανάμεσα στους Καραβατζιστές και τα αριστουργηματικά της έργα διακρίνονται για την αποφασιστικότητα και την ισχυρή προσωπικότητα της δημιουργού τους.
Στην έκθεση υπάρχουν και τα έργα της Ορσόλα Μανταλένα Κάτσια, της οποίας υπάρχουν ελάχιστα σωζόμενα έργα.
Η κόρη του ζωγράφου Γκουλιέλμο Κάτσια βαφτίστηκε Τοντόρα Ορσόλα στις 4 Δεκεμβρίου 1596. Σε ηλικία 14 ετών μπήκε στο μοναστήρι των Ουρσουλινών του Μπιανζέ, όπου ήδη είχαν καταταγεί ως μοναχές τέσσερις από τις αδελφές της. Συνολικά, και οι έξι κόρες του Κάτσια έγιναν μοναχές σε μια περιοχή ανάμεσα στη Μάντουα, τη Σαβοΐα και το Μονφεράτο, σε ένα νεοσύστατο μοναστήρι που έχτισε ο πατέρας τους. Ως γνωστόν οι γυναίκες ζωγράφοι της εποχής της μπορούσαν να κάνουν μόνο θρησκευτικές απεικονίσεις.
Η αδελφή Ορσόλα ξεκίνησε την καριέρα της ως βοηθός του πατέρα της. Έμαθε να ζωγραφίζει αναμειγνύοντας τις χρωματιστές χρωστικές για βαφή και απεικονίζοντας τις δευτερεύουσες μορφές στους πίνακες του πατέρα της.
Ήταν μια παραγωγική καλλιτέχνης και πολλοί θεωρούν ότι είναι η πρώτη που έκανε νεκρή φύση στην εποχή της στη Βόρεια Ιταλία. Μέσα στο μοναστήρι οργάνωσε ένα εργαστήριο ζωγραφικής και πήρε μαθητές και βοηθούς, ενώ άρχισε να εμπορεύεται έργα, με τα έσοδα από τις πωλήσεις να συντηρούν τη μονή. Έκανε έργα για ιδιωτικές συλλογές και δημόσια κτίρια, ενώ άνοιξε τον δρόμο και σε άλλες μοναχές να γίνουν καλλιτέχνιδες. Στις ζωγραφικές συνθέσεις της έδινε μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια, ενώ χρησιμοποιούσε σύμβολα της φύσης, ρόδα που σήμαιναν την Παρθένο Μαρία και βόδια που σήμαιναν τον θάνατο του Ιησού.
Η ζωγραφική της καριέρα διήρκεσε πενήντα χρόνια και τα περισσότερα έργα ήταν θρησκευτικές απεικονίσεις. Αγαπούσε τις νεκρές φύσεις και είχε βρει τον τρόπο να μεταφέρει ένα μέρος τους μέσα στις θρησκευτικές σκηνές. Χρησιμοποιούσε τα αντικείμενα που έβρισκε γύρω της στη μονή ως πηγή έμπνευσης, καθώς είχε πρόσβαση σε αυτά ώστε να μπορέσει να τα μελετήσει.
Πολλά έργα της διακρίνονται για την εφευρετικότητα και τη στιλιστική τους ποιότητα. Κάθε στοιχείο μιας νεκρής φύσης που δημιουργούσε είχε τοποθετηθεί σχολαστικά και ισορροπούσε με τις μορφές της σύνθεσης. Οι πίνακες της Ορσόλα είναι αναγνωρίσιμοι για την ακρίβεια και την πνευματικότητά τους και οι ειδικοί κυριολεκτικά «οργώνουν» την περιοχή στην οποία έζησε και δημιούργησε για να βρουν έργα της.
Μια μορφωμένη αρχόντισσα, η Σοφονίσμπα Ανγκουίσσολα, εκπροσωπείται στην έκθεση με τα διάσημα πορτρέτα της. Η Ιταλίδα ζωγράφος γεννήθηκε το 1532 σε μια φτωχή αλλά ευγενή οικογένεια της Κρεμόνα με επτά παιδιά. Η εκπαίδευσή της περιελάμβανε τις καλές τέχνες και μαθήτευσε με τοπικούς ζωγράφους, δημιουργώντας ένα προηγούμενο: να γίνονται δεκτές οι γυναίκες ως μαθήτριες της τέχνης. Και τα έξι κορίτσια της οικογένειας ασχολήθηκαν με τη ζωγραφική, παρότι μόνο η Σοφονίσμπα ασχολήθηκε επαγγελματικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής της με την τέχνη.
Σε ηλικία 14 ετών πήγε στη Ρώμη και εκεί γνώρισε σημαντικούς ζωγράφους της εποχής, ανάμεσα σε αυτούς και τον Μικελάντζελο, ο οποίος τη βρήκε εξαιρετικά ταλαντούχα και της προσέφερε με μεγάλη προθυμία καθοδήγηση και σκίτσα του να τα αντιγράψει με το δικό της ύφος. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να υπερβεί τους περιορισμούς του φύλου της, έτσι δεν είχε τη δυνατότητα να μελετήσει ανατομία και να κάνει μαθήματα γυμνού ώστε να δημιουργήσει τις πολυσωματικές συνθέσεις που απαιτούνταν για μεγάλης κλίμακας θρησκευτικούς ή ιστορικούς πίνακες.
Μπορεί αυτό να την περιόριζε καλλιτεχνικά, όμως η επίμονη νεαρή αφιερώθηκε στη σπουδή πορτρέτων, ξεκινώντας από την οικογένειά της που χρησιμοποιούσε ως μοντέλα και συνεχίζοντας με παραγγελίες από ευγενείς και αστούς. Όταν ταξίδεψε στο Μιλάνο προκειμένου να ζωγραφίσει τον Δούκα της Άλμπα, εκείνος, εντυπωσιασμένος από τη δουλειά της, τη σύστησε στον βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Β’, ο οποίος την κάλεσε στην αυλή του.
Από το 1560 μπήκε στην αυλή του Ισπανού βασιλιά και δίδαξε τέχνη στην τρίτη σύζυγό του Ελισάβετ των Βαλουά, παράλληλα με τη δημιουργία μιας σειράς έργων που απεικόνιζαν την ισπανική βασιλική οικογένεια. Εκεί, δούλεψε με έναν ακόμα ζωγράφο της αυλής, τον Alonso Sánchez Coello. Οι ιστορικοί τέχνης εξαιτίας της επιρροής που άσκησαν ο ένας στο έργο του άλλου απέδωσαν έργα της Σοφονίσμπα στον Coello, αλλά και σε έναν άλλο ζωγράφο της αυλής, τον Juan Pantoja de la Cruz.
Παντρεύτηκε τον Don Francisco de Moncada, γιο του αντιβασιλέα της Σικελίας, ο οποίος αγαπούσε τη ζωγραφική της και μαζί εγκαταστάθηκαν μετά από οκτώ χρόνια στο Παλέρμο. Όταν πέθανε ο άντρας της ξαναπαντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στη Γένοβα. Εκεί, στη γενέθλια πόλη του συζύγου της, έγινε η σημαντικότερη ζωγράφος πορτρέτων της πόλης και άρχισε να ζωγραφίζει και πίνακες θρησκευτικού περιεχομένου, οι οποίοι, δυστυχώς, δεν έχουν σωθεί.
Τα τελευταία χρόνια έχασε την όρασή της και παρά το ότι δεν μπορούσε να ζωγραφίσει υποστήριζε μέχρι τέλους ενεργά την τέχνη και τους νέους καλλιτέχνες. Πέθανε το 1625 σε ηλικία 93 ετών στο Παλέρμο. Το παράδειγμα της Σοφονίσμπα Ανγκουισόλα, όσο και το έργο της, είχε μόνιμη επιρροή στις επόμενες γενιές καλλιτεχνών και η μεγάλη της επιτυχία άνοιξε τον δρόμο σε μεγαλύτερο αριθμό γυναικών.
Την ίδια εποχή «ανθίζει» και μια άλλη γυναίκα ζωγράφος, η Λαβίνια Φοντάνα, που γεννήθηκε το 1552 και ήταν η πρώτη γυναίκα καλλιτέχνις που χρησιμοποίησε γυμνά μοντέλα. Ήταν κόρη του Πρόσπερο Φοντάνα, διάσημου ζωγράφου της σχολής της Μπολόνια, ο οποίος υπήρξε και δάσκαλός της.
Η Φοντάνα συνέχισε την οικογενειακή επιχείρηση. Το παλαιότερο γνωστό έργο της, «Monkey Child», ζωγραφίστηκε το 1575 όταν ήταν σε ηλικία 23 ετών. Έγινε γνωστή ζωγραφίζοντας ευγενείς της γενέτειράς της Μπολόνια. Το φύλο της, που πιθανώς την εμπόδισε από μια καλύτερη καριέρα σε μια κοινωνία λιγότερο εξελιγμένη ως προς την αποδοχή των γυναικών καλλιτεχνών, τη βοήθησε στο να δημιουργεί πιο εύκολες και θερμές σχέσεις με τις πελάτισσές της. Εκτός από τα πορτρέτα, δημιούργησε και λατρευτικές εικόνες σε χαλκό, ενώ αργότερα ζωγράφισε πίνακες μεγάλης κλίμακας με θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα που μερικές φορές περιείχαν γυναικεία γυμνά.
Παντρεύτηκε τον Πάολο Ζάπι το 1577. Γέννησε 11 παιδιά και μετά τον γάμο της συνέχισε να ζωγραφίζει για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της, ενώ ο άντρας της ήταν ο βοηθός της και φρόντιζε για το νοικοκυριό. Η Φοντάνα παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και πήρε πτυχίο το 1580. Με την οικογένειά της μετακόμισε στη Ρώμη έχοντας κερδίσει την εύνοια του Πάπα Κλήμεντα του 8ου.
Έζησε μέσα στην καλλιτεχνική αποδοχή και την οικονομική ευημερία, έχοντας πολλές παραγγελίες από μαικήνες και θαυμαστές του έργου της. Έλαβε πολυάριθμες διακρίσεις. Η αυτοπροσωπογραφία της δείχνει μια γυναίκα πολύ όμορφη. Η Φοντάνα κατάφερε να ισορροπήσει τη γυναίκα με την επαγγελματία καλλιτέχνη, κάτι που θα απασχολούσε και τις γυναίκες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Υιοθέτησε στη ζωγραφική της το στιλ των αδερφών Καράτσι και οι πίνακές της είχαν έντονο βενετσιάνικο χρωματισμό.
Εκλέχτηκε μέλος της Accademia di San Luca της Ρώμης και πέθανε στην πρωτεύουσα της Ιταλίας στις 11 Αυγούστου 1614. Έχουν βρεθεί και τεκμηριωθεί περισσότερα από 100 δικά της έργα, εκ των οποίων μόνο 32 είναι υπογεγραμμένα. Το έργο της είναι το μεγαλύτερο που έχει αποδοθεί σε γυναίκα καλλιτέχνιδα πριν από το 1700.
Μια από τις πιο διάσημες γυναίκες ζωγράφους, που ο θάνατός της σε ηλικία 27 ετών δημιούργησε πολλούς ρομαντικούς μύθους, και τον 19ο αιώνα η ιστορία της ενέπνευσε τα ρομαντικά πνεύματα που της αφιέρωσαν πολλά γραπτά, ανάμεσα στα οποία και μια τραγωδία που παρουσίαζε την εκδοχή της αυτοκτονίας της κοπέλας από έρωτα, ήταν η Ελιζαμπέτα Σιράνι. Μια δεύτερη νεκροψία που πραγματοποιήθηκε από τους γιατρούς της εποχής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της προήλθε από έλκος στομάχου, πιθανώς από υπερέκθεση σε πράσινη χρωστική ουσία που περιείχε αρσενικό.
Η Σιράνι γεννήθηκε στην Μπολόνια το 1638. Ήταν κόρη του Τζοβάνι Αντρέα Σιράνι, ζωγράφου και εμπόρου έργων τέχνης, η μεγαλύτερη από τέσσερα αδέλφια. Το σπίτι της οικογένειας αποτελούσε και εργαστήριο. Ο πατέρας της αποφάσισε να την εντάξει από 13 ετών στο εργαστήριό του, στο οποίο απασχολούσε άντρες βοηθούς και εκείνη ξεκίνησε να μαθαίνει διάφορες τεχνικές, όπως αυτή του σχεδίου, της γκραβούρας και της ζωγραφικής. Εκτός από την πρακτική άσκηση, έλαβε και θεωρητική εκπαίδευση και μελέτησε φιλολογία, χάρη στην οικογενειακή βιβλιοθήκη.
Σε ηλικία 17 ετών η Σιράνι ξεκίνησε τη δημιουργία ενός καταλόγου όπου απαριθμούσε και περιέγραφε όλα της τα έργα, έτσι σήμερα γνωρίζουμε ότι σε μια περίοδο δέκα ετών παρήγαγε 190 πίνακες. Ο πατέρας της, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, αποσύρθηκε αναθέτοντας τη διεύθυνση του ατελιέ στην κόρη του. Η πρώτη επίσημη παραγγελία τής ανατέθηκε το 1658 από την Εκκλησία των Καρθουσιανών στην Μπολόνια, για έναν πίνακα που θα απεικόνιζε τη Βάπτιση του Κυρίου.
Η καριέρα της απογειώθηκε με μεγάλες παραγγελίες ιδιωτών και εκκλησιών της Μπολόνια και σύντομα έγινε περιζήτητη, με τη φήμη της να ξεφεύγει από τα όρια της πόλης της Μπολόνια για να φτάσει μέχρι τη Φλωρεντία και τη Ρώμη. Το ατελιέ της είχε μετατραπεί σε τουριστική ατραξιόν, με ταξιδιώτες να φτάνουν για να την επισκεφθούν από όλη την Ιταλία.
Το 1660, η Σιράνι άνοιξε μια σχολή ζωγραφικής αποκλειστικά για γυναίκες. Την ίδια χρονιά, έγινε δεκτή από την Ακαδημία του Αγίου Λουκά της Ρώμης, αναγνώριση ιδιαίτερα σημαντική για μια γυναίκα, κάτι που της επέτρεψε να κερδίζει περισσότερα χρήματα και να αφιερώσει χρόνο στο πάθος της, τη μουσική. Εκπαίδευσε πολυάριθμες καλλιτέχνιδες, από τις οποίες μερικές έγιναν γνωστές, όπως η Βερόνικα Φοντάνα και η Τζινέβρα Καντοφόλι.
Ξεχασμένη για αιώνες, η Ροζάλμπα Καριέρα με τις αυθόρμητες πινελιές, και τις γοητευτικές και κομψές προσεγγίσεις στα θέματά της, ανακαλύφθηκε ξανά τον 20ό αιώνα, όταν το ΜΕΤ αγόρασε ένα έργο της. Η Καριέρα ήταν διάσημη στην καλλιτεχνική κοινότητα της εποχής της για το νέο στιλ με το οποίο ζωγράφιζε, το στυλ ροκοκό. Τα έργα της είχαν τη λαμπερή υφή της δαντέλας και του σατέν. Για ένα σχεδόν αιώνα το στυλ που δημιούργησε κυριαρχούσε ανάμεσα σε ευγενείς που ήθελαν τα πορτρέτα τους και έργα που να αποδίδουν με μια ονειρική διάσταση τα τοπία και τη φύση.
Η Ροζάλμπα Καριέρα γεννήθηκε στη Βενετία το 1683 και άρχισε την καλλιτεχνική της καριέρα σχεδιάζοντας πατρόν για δαντέλες, στο εργαστήριο που είχε η μητέρα της, η οποία έφτιαχνε τα περίφημα βενετσιάνικα χειροτεχνήματα. Συνέχισε με μινιατούρες πάνω σε κουτιά καπνού και εξελίχθηκε σε ονομαστή προσωπογράφο της τεχνικής του παστέλ. Η επιτυχία του έργου της ήταν μοναδική. Βασιλείς και ευγενείς που επισκέπτονταν τη Βενετία της ζητούσαν να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο τους.
Η καλλιτεχνική διαδρομή της Καριέρα συνέπεσε με την εποχή της νέας ακμής της πατρίδας της. Η Βενετία ήταν σε αργή παρακμή μέχρι την έλευση του Grand Tour, όταν οι ταξιδιώτες άρχισαν να συμπεριλαμβάνουν τη Βενετία στις περιηγήσεις τους και κάθε εύπορος flâneur ενδιαφερόταν για αναμνηστικά της πόλης, για πίνακες και γλυπτά που έστελνε στο σπίτι του στη βόρεια Ευρώπη. Τα παστέλ ήταν ιδανική επιλογή, σε χαρτί που μπορούσε να μεταφερθεί με ελάχιστο κόστος.
Ταξίδεψε στη Βιέννη και στο Παρίσι, στα ιταλικά κράτη και έκανε εκατοντάδες προσωπογραφίες. Ήταν η πιο διάσημη προσωπογράφος της εποχής της. Ο αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ΄αγόρασε 150 πίνακές της και η αυτοκράτειρα ήταν μαθήτριά της. Τα έργα της αποτέλεσαν τη βάση της μεγάλης συλλογής Alte Meister στη Δρέσδη.
Μπορεί αργότερα τα έργα της να μην είχαν καλλιτεχνική αξία, με την παρακμή του στιλ ροκοκό, αλλά εκείνη ήταν από τις λίγες γυναίκες που όχι μόνο ζωγράφιζαν αλλά έγιναν και διάσημες εξαιτίας της τέχνης τους. Μέχρι το 1705 είχε εκλεγεί στη διάσημη Accademia di San Luca στη Ρώμη. Παρά τον θρίαμβό της στην Ευρώπη, επέστρεψε στη Βενετία στο σπίτι της στο Μεγάλο Κανάλι, το 1721.
Αν και τυφλή, συνέχισε να ζωγραφίζει και να συντηρεί όλη την οικογένειά της μέχρι τον θάνατό της σε ηλικία 84 ετών.
Η Φέντε Γκαλίτσια έγινε διάσημη στη διάρκεια της Αναγέννησης για τις νεκρές φύσεις, τα πορτρέτα και τις θρησκευτικές εικόνες της. Είναι ιδιαίτερα γνωστή ως ζωγράφος με νεκρές φύσεις φρούτων, μια από τις πρώτες που καταπιάστηκαν με αυτό το είδος στην ευρωπαϊκή τέχνη. Λιγότερο γνωστή από άλλες γυναίκες της εποχής της και χωρίς την υποστήριξη κοινωνικών και πολιτικών κύκλων, γεννήθηκε στο Μιλάνο πιθανότατα πριν από το 1578. Ο πατέρας της Νούντσιο Γκαλίτσια ήταν ζωγράφος μικρογραφιών.
Η Φέντε έμαθε να ζωγραφίζει από αυτόν και στην ηλικία των δώδεκα ετών είχε καταφέρει αρκετά ως καλλιτέχνιδα. Μεταγενέστερα, στα εφηβικά της χρόνια, είχε αποκτήσει διεθνή φήμη και ήταν ήδη καθιερωμένος ζωγράφος πορτρέτου με πολλές παραγγελίες.
Ο πατέρας της την εκπαίδευσε παίρνοντας παράδειγμα από τη Σοφονίσμπα Ανγκουίσσολα, που ζούσε στην Κρεμόνα, περίπου 50 μίλια μακριά από το Μιλάνο. Έδινε μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια, στα ρούχα και τα κοσμήματα, ενώ συχνά της ανατέθηκε να ζωγραφίσει θρησκευτικά και κοσμικά θέματα.
Η Γκαλίτσια ακολουθεί ένα στυλ που σχετίζεται με τον μανιερισμό της Λομβαρδίας στα τέλη του 16ου αιώνα, με επίκεντρο τη Μάντοβα, αλλά γνωστό διεθνώς, ειδικά στη Γαλλία. Οι νεκρές φύσεις της είναι από τα πρώτα παραδείγματα ζωγραφικής σε ένα νέο είδος στο οποίο οι γυναίκες, εν μέρει επειδή αποκλείστηκαν από άλλα είδη ζωγραφικής, υπερείχαν. Τα καλάθια και τα μπολ γεμάτα με έναν τύπο φρούτων, όπως ροδάκινα ή αχλάδια, με λίγα φρούτα, μερικές φορές κομμένα σε φέτες, διάσπαρτα στη βάση της σύνθεσης, άφησαν εποχή και έμοιαζαν να είναι επηρεασμένα από τα έργα του Καραβάτζιο. Είχαν μια αυστηρή μορφή, λεπτομέρειες και ζωντανά χρώματα.
Το ύφος της ζωγραφικής της προέρχεται από τις νατουραλιστικές παραδόσεις της Αναγέννησης στην Ιταλία με μια έντονα ρεαλιστική προσέγγιση. Οι καλλιτεχνικές της ικανότητες είναι εμφανείς στα πορτρέτα της και σε βωμούς σε εκκλησίες του Μιλάνου. Οι νεκρές φύσεις αποτελούν την πλειοψηφία των σωζόμενων έργων της. Πιστεύεται ότι πέθανε από πανούκλα το 1630. Οι πίνακές της δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε μέχρι τον 20ό αιώνα, όταν δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στο έργο της σε μελέτες που έγιναν το 1963 και το 1989.