Λάτρης των μιούζικαλ των Αστέρ και Ρότζερς και του σινεμά του Λιούμπιτς και του Κιούκορ, τρελαμένη με τα κόμικ, και ειδικά με τον Φλας Γκόρντον, που διάβαζε από τα 6 της μέχρι την εφηβεία (με κίνδυνο να αποβλακωθεί, όπως έλεγε η ίδια), η μικρή Λίνα ήταν ένα κορίτσι που δεν ήθελε τίποτε άλλο από τα διασκεδάζει και να κάνει παρέα με χαμογελαστούς ανθρώπους, πιο συγκεκριμένα «με ευτυχισμένους ανθρώπους που είχαν πολύ σοβαρά προβλήματα».
Η κινηματογραφική της αγωγή καθορίστηκε από το δίπολο της αγάπης της για τις μαριονέτες και το ενδιαφέρον της για το βαρύ θέατρο της δεκαετίας του '50.
Νονός της, ο Φεντερίκο Φελίνι. Τη συμβούλευσε να μάθει να διηγείται ιστορίες, αλλιώς η τεχνική από μόνη της δεν θα την οδηγήσει πουθενά. Μυήθηκε στη μαγεία του ως βοηθός σκηνοθέτη στο 8½ και γύρισε το ντεμπούτο της την ίδια χρονιά, το I Basillischi του 1963, στα πρότυπα των Βιτελλόνων.
Κι ενώ στα '60s προπονήθηκε στην κάμερα, φτιάχνοντας ακόμη και σπαγκέτι γουέστερν, οι 4 ταινίες της σε ισάριθμα χρόνια, από το 1972 ως το 1976, αφήνουν μια σπουδαία παρακαταθήκη, με πρωταγωνιστή πάντα τον δικό της Μαστρογιάνι, τον Τζιανκάρλο Τζιανίνι, έναν everyman που χρησιμοποίησε για να εκλύσει το μοναδικό τραμπάλισμα βερμπόζας πολιτικής σάτιρας και φεμινιστικού χιούμορ, που πολλοί παρεξήγησαν στην εποχή της και, ευτυχώς, πολλοί περισσότεροι απόλαυσαν, όπως έδειξε η εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία των ταινιών της, κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ, αφού υπήρξε η πρώτη γυναίκα που προτάθηκε, το 1977, για Όσκαρ σκηνοθεσίας.
Η Βερτμίλερ φέρνει σε μετωπική, παροξυσμική σύγκρουση τον έρωτα με την πολιτική και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο γάμος του ατομικού συναισθήματος με το συλλογικό καθήκον δεν θα είναι ποτέ ρόδινος.
Ο Μίμης ο Σιδεράς ήταν ένας φτωχός εργάτης που αναγκάζεται να εγκαταλείψει δουλειά και οικογένεια και τη Σικελία του για να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στο Τορίνο, ένας «εν τιμή πληγωμένος» άνδρας και εκ των περιστάσεων κομμουνιστής, που έρχεται αντιμέτωπος με ιδανικά και ιδεολογίες που ούτε είχε τολμήσει να φανταστεί και μπλέκει σε καταστάσεις που η Βερτμίλερ επινοεί σε ένα οδοιπορικό πλήρως ανανεωτικό της ευρύτερης έννοιας της commedia all’ italiana.
Η Κυρία και ο Ναύτης είναι το απόλυτο ταξικό της μανιφέστο, μια κωμωδία φύλων και τρόπων ανάμεσα σε μια πλούσια στρίγκλα κι έναν υπηρέτη σκίπερ (Μαριάντζελα Μελάτο και Τζιανίνι), πικρόχολο και πολύ αστείο σχόλιο για ένα υποταγμένο αρσενικό που νομίζει πως επαναφέρει τους ρόλους σε τάξη, έως ότου η γεμάτη ένταση και φωνές αναγκαστική τους συγκατοίκηση σε ένα έρημο νησί τερματισθεί άδοξα και τους προσγειώσει στον ρεαλισμό.
Η Βερτμίλερ δεν κατάλαβε ποτέ πώς η Μαντόνα «με επώνυμο Τσικόνε, ιταλική κουλτούρα, μέτρια φωνή αλλά κατά τ’ άλλα μεγάλο ταλέντο, δεν είχε ιδέα κι έκανε τέτοιο κακέκτυπο», σχολιάζοντας το remake του 2002, με τη μερική υπογραφή του τότε συζύγου της Γκάι Ρίτσι. Φυσικά, δεν έπιασε ποτέ το χιούμορ...
Ο Πασκουαλίνο και οι 7 Καλλονές, ίσως το αριστούργημά της, είναι η ιστορία ενός αποστάτη, ισόβιου «δραπέτη» και αυτοσχέδιου Καζανόβα, που γλιτώνει από τις 7 αδελφές του και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ανάμεσα σε καρικατούρα και συγκινητικό poster boy επιβίωσης και ανθεκτικότητας, ο Τζιανίνι δίνει τα ρέστα του σε ερμηνεία ζωής, διότι κουβαλά επάξια την περιπέτεια που έχει η Βερτμίλερ στα χαρτιά της και τη διαλυμένη εικόνα του φαλλοκράτη καιροσκόπου/φτωχοδιάβολου που έχει στο μυαλό της. Είναι ο απόλυτα στραπατσαρισμένος μορφονιός, επιδέξιος και σβέλτος καταλύτης της πλοκής, καθώς και μοχλός της Βερτμίλερ για να αναδείξει τον φεμινισμό διά του παρηκμασμένου, γελοίου, ανήμπορου κληρονόμου της κραταιάς πατριαρχίας.
Ο φελινισμός, η ανένταχτη φύση και η πληθωρικότητά των απόψεών της εκδηλώθηκαν διάπλατα στην Ιστορία Έρωτα και Αναρχίας, την ιλαροτραγική, ιερή αποστολή ενός άμπαλου, επίδοξου αναρχικού στη φωλιά των φασιστών, του Τονίνο που θέλει να σκοτώσει τον Ντούτσε και παριστάνει τον εξάδελφο μιας επίσης αναρχικής πόρνης, σε έναν συμβολικό, συχνά σπαρταριστό οίκο ανοχής. Η Βερτμίλερ φέρνει σε μετωπική, παροξυσμική σύγκρουση τον έρωτα με την πολιτική και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο γάμος του ατομικού συναισθήματος με το συλλογικό καθήκον δεν θα είναι ποτέ ρόδινος.
Το ότι ποτέ δεν ξεχνούσε τους χαρακτήρες και το story στις ευδιάκριτα στυλιζαρισμένες της κινηματογραφικές καταθέσεις αριστερών αποκλίσεων ίσως να την έκανε τόσο αγαπητή στους Αμερικανούς, με τους οποίους ωστόσο ποτέ δεν τα βρήκε επαγγελματικά, αφού η αμέσως επόμενη ταινία της, το Μια Νύχτα Γεμάτη Βροχή, με την Κάντις Μπέργκεν και φυσικά με τον Τζιανίνι, απέτυχε παταγωδώς και η Warner διέκοψε απότομα το πολυετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει μαζί της.
Της πήρε 35 χρόνια για να ομολογήσει πως έκανε τα πάντα για να βρει τρόπο να ζήσει μια ζωή πέρα από το σινεμά και όταν συνειδητοποίησε πως δεν μπορεί χωρίς αυτό, υπέκυψε στην έξη της. Η Οργισμένη Ωδή (Canzone Arrabbiata), που έγραψε, σε μουσική Νίνο Ρότα, θα μπορούσε να είναι η διαθήκη της.
Άδω γι' αυτούς χωρίς τυχερό
Άδω για μέ
Άδω στο φεγγάρι από θυμό
κόντρα σε σέ
Κόντρα στον πλούσιο που δεν τ’ εκτιμά
που την αλήθεια δεν κοιτά’
Βαδίζω και άδω γιατ’ η οργή θε να με φα’.