Το Η Ζωή Μπροστά σου γράφτηκε το 1975 από τον Ρομέν Γκαρί (με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Εμίλ Αζάρ, που αποκαλύφθηκε μετά την αυτοκτονία του το 1981) και περιγράφει τον συγκινητικό ψυχικό δεσμό ανάμεσα στη Μαντάμ Ροζά, μια γηραιά Εβραία, survivor του Ολοκαυτώματος, πρώην πόρνη, με τον ανήλικο Άραβα Μομό.
Η εξαιρετικά επιτυχημένη κινηματογραφική διασκευή με τίτλο Μαντάμ Ροζά, που απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1978, ξεχωρίζει γιατί ο Ισραηλινός σκηνοθέτης Μοζέ Μισραΐ (ο οποίος έζησε και εργάστηκε επί μακρόν στη Γαλλία, πριν επιστρέψει στη γενέτειρα χώρα του) σκύβει με ευαισθησία πάνω στην αραβοϊσραηλινή συγγένεια κουλτούρας και ιστορίας, μέσα από τους δυο τόσο αντίθετους χαρακτήρες, αντανακλώντας έτσι τις δυο μεγάλες αγάπες του Μισραΐ, προσφέροντας επίσης έναν αξέχαστο ρόλο στη Σιμόν Σινιορέ.
Την ίδια ιστορία επέλεξε για την επιστροφή της μετά από δεκαετή απουσία από τα πλατό η θρυλική Σοφία Λόρεν, και ίσως δεν θα το επιχειρούσε αν δεν τη φρόντιζε σκηνοθετικά ο γιός της, Εντοάρντο Πόντι – πρωτοσυνεργάστηκαν στο Between Strangers του 2002. Ο τίτλος επέστρεψε στο λογοτεχνικό του πρωτότυπο, η δράση μετατοπίζεται από τη γαλλική Μπελβίλ στη χαρακτηριστικά ιταλική, πολύ πιο φτωχική Νάπολη, οι πρωταγωνιστές διατηρούν τα ονόματά τους, το συναίσθημα βασιλεύει και περισσεύει, ωστόσο από το Η Ζωή Μπροστά σου, που προβάλλεται ήδη στο Netflix, απουσιάζει το πνευματικό κέντρο του έργου, ο πραγματικός σκοπός του, που δεν είναι άλλος από την σύνδεση του Μομό με τις ρίζες του, μέσω της δυνατής ιστορικής παρουσίας της γυναίκας που συνδέει το πεζοδρόμιο με τη φρίκη, με κοινό παρονομαστή την επιβίωση, πάση θυσία.
Βέρα ναπολιτάνα, η Σοφία Λόρεν έχει επιβιώσει και θριαμβεύσει γιατί κουβαλά στα γονίδιά της ίση ποσότητα δράματος και κωμωδίας, τα χαρακτηριστικά του τόπου καταγωγής και ανατροφής της, ικανά και αρκετά για να εκτιμήσεις και να κατανοήσεις την ίδια τη ζωή, πόσο μάλλον την τέχνη που τη μιμείται.
Ο Μομό, που εδώ είναι Σενεγαλέζος μουσουλμάνος, χωρίς καμία πολιτισμική συνείδηση, κλέβει και κάνει το βαποράκι στους δρόμους, βρίζει και αρχικά αρνείται την ένταξη σε οποιασδήποτε μορφής εστία, και η Μαντάμ Ροζά τον περιμαζεύει απρόθυμα, μετά από παρότρυνση ενός γιατρού, καλού φίλου της. Σταδιακά, η άνοια ξεθυμαίνει το μεταδοτικό μπρίο και τον καπάτσο δυναμισμό της, κρατά σε ομηρία την θαλερότητά της και της αφήνει ανέπαφες μερικές σκόρπιες αναμνήσεις, κυρίως του κήπου με τις κατακίτρινες μιμόζες, την ωραιότερη εικόνα της παιδικής της ηλικίας, που έχει κρατήσει αποτυπωμένη σε μια παλιά φωτογραφία, σαν φυλαχτό μιας ολόκληρης ζωής.
Χαμένη στις σκέψεις τρόμου από το Άουσβιτς, που ξυπνούν απροειδοποίητα, η Ρόζα της Σοφία Λόρεν είναι μια γυναίκα με θέρμη και πόζα, ιδανικός ρόλος για μια ηθοποιό που δεν έχει χάσει τη μοναδική επαφή που ανέκαθεν είχε με την κάμερα, ειδικά στα δακρύβρεχτα κοντινά, όταν ενθαρρύνει τον μικρό ή ζητά τη βοήθειά του για να μην ξεψυχήσει μόνη της σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Η σκηνή όπου ο Μομό τη φυγαδεύει σε αμαξίδιο στο λιμανάκι της Νάπολης που μόλις ξυπνάει, βρίσκει τη Λόρεν στην έδρα της, σε τρυφερότατο, χωρίς λόγια ιντερλούδιο, ενός έργου αθεράπευτα σεντιμεντάλ. Η Ρόζα δεν είναι σίγουρη τι ακριβώς αντικρίζει. Βλέπει το κόκκινο της θάλασσας και το μπλαβί του ουρανού σαν μια συγκεχυμένη μνήμη. Στα μάτια της Λόρεν καθρεφτίζεται η παιδική της ηλικία, το φιλόδοξο ξεκίνημά και η ταπεινή ρίζα που δεν ξέχασε ποτέ.
Βέρα ναπολιτάνα, η Σοφία Λόρεν έχει επιβιώσει και θριαμβεύσει γιατί κουβαλά στα γονίδιά της ίση ποσότητα δράματος και κωμωδίας, τα χαρακτηριστικά του τόπου καταγωγής και ανατροφής της, ικανά και αρκετά για να εκτιμήσεις και να κατανοήσεις την ίδια τη ζωή, πόσο μάλλον την τέχνη που τη μιμείται.
Την ομορφιά της την αποδίδει στο τυχερό DNA, αφού κληρονόμησε το πρόσωπο και τη φιγούρα της μητέρας της. Έμαθε από νωρίς να κινείται σωστά, να τιθασεύει το άχαρο look της καμηλοπάρδαλης με την οποία της άρεσε να συγκρίνεται, και να φορά τις τουαλέτες της έτσι ώστε να εξυπηρετούν τον σκοπό τους κα να μην εμποδίζουν την τέλεια θέα του σώματος.
Η Σοφία Σικολόνε γεννήθηκε φτωχή και σοφή, όπως λέει η ίδια. Ξεκίνησε από τα καλλιστεία στα 15 της χρόνια και ξαναβαφτίστηκε με το πιο καλλιτεχνικό Σοφία Λατζάρο για να σαλπάρει με ελπίδα και αισιοδοξία στη μόδα της εποχής, τις υπερπαραγωγές της Tσινετσιτά, που τότε αποκαλούσαν το Χόλιγουντ στον Τίβερη.
Η γνωριμία της με τον παραγωγό Kάρλο Πόντι ήταν μοιραία και άλλαξε για πάντα τη ζωή της. Έγινε ο μέντορας και ενορχηστρωτής της ένδοξης καριέρας της και την πλοήγησε στη μετάβασή της στο Χόλιγουντ (ως Λόρεν πλέον), που τότε έψαχνε μανιωδώς μια αυθεντική εξωτική μούσα, αντί των κλασικών Αμερικανίδων καλλονών της μεταπολεμικής περιόδου.
Το Πόθοι Κάτω από τις Λεύκες με τον Άντονι Πέρκινς και το Heller in Tight Pants, μια μέτρια κωμωδία με τον Κάρι Γκραντ, της έδωσαν το πάσο για τη συνέχεια, αλλά το πραγματικό διαβατήριό της το κέρδισε με την αξία της, στην ερμηνεία της στις Δυο Γυναίκες του Βιτόριο ντε Σίκα. Την τελευταία στιγμή επέλεξε να υποδυθεί τη μάνα αντί για την κόρη, και στα 27 της χρόνια, έγινε η πρώτη που απέσπασε Όσκαρ πρώτου ρόλου για μη αγγλόφωνο ρόλο.
Με βραβεία από τη Βρετανική Ακαδημία και το Φεστιβάλ Καννών, η όμορφη Ιταλιάνα που ορκιζόταν στα μακαρόνια και τον Κάρλο της, απέκτησε, εκτός από άψογη γνώση της αγγλικής γλώσσας με ένα νόστιμο, αχνό ιρλανδικό αξάν, ομφάλια σχέση με τα Όσκαρ. Πήρε βραβείο συνολικής προσφοράς το 1991, παρέδωσε σε διαφορετικές τελετές τιμητικό Όσκαρ στη Λίνα Βερτμίλερ και τον Φεντερίκο Φελίνι, αν και δεν πρόλαβε να συνεργαστεί μαζί του, και ήταν εκείνη που εγχείρισε το βραβείο στον Ρομπέρτο Μπενίνι, φωνάζοντας από χαρά το μικρό του όνομα, την τρελή βραδιά που ο κωμικός σάρωσε με το Η Ζωή είναι Ωραία.
Κυρίως, η Λόρεν έσπασε τα τείχη της ξένης στο εσωστρεφές Χόλιγουντ και έγινε επίτιμη προσκεκλημένη σε μια πόλη που της εμπιστεύτηκε πρωταγωνιστικό κομμάτι σε πανάκριβες επενδύσεις, όπως την Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και το Ελ Σιντ. Πανέξυπνη, σοφή στα δικά της λόγια, δεν παρέλειψε να υπενθυμίζει στον εαυτό της πως για να παραμείνει σταρ, δεν έπρεπε να ξεχάσει να παίζει, γι' αυτό και επέστρεφε στη χώρα της για ζουμερούς ρόλους, όπως το Γάμος αλά Ιταλικά, που της χάρισε δεύτερη υποψηφιότητα στα Όσκαρ και λάνσαρε το trend της ιταλικής κωμωδίας
Εξαιρετική παρτενέρ, πάσαρε ρόλο καριέρας στον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στο Μια Ξεχωριστή Μέρα του Έτορε Σκόλα, και έπαιξε δίπλα στους καλύτερους και γνωστότερους, τον Γκρέγκορι Πεκ στο Arabesque, τον Πολ Νιούμαν στο Lady L, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στο Voyage, τον Πίτερ Ο Τουλ στο Man of la Mancha, αλλά και τον Μάρλον Μπράντο στην Κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ, με τον οποίο όμως δεν πέρασε καλά και θεώρησε αδιάφορο και εγωιστή.
Κι ενώ είπε παραδόξως «ναι» στην έκδοση μαγειρικών συνταγών, βγαίνοντας στο talk show του Ντέιβιντ Λέτερμαν για να φτιάξει τιραμισού, καθώς και στο τραγούδι, βγάζοντας δίσκους και κάνοντας μάλιστα ντουέτο με τον Πίτερ Σέλερς, αρνήθηκε όλα τα θεατρικά που της προτάθηκαν, χωρίς καν να μπει στον κόπο να τα διαβάσει, επειδή ντρεπόταν να εκτεθεί στη σκηνή μπροστά σε κοινό, και απέρριψε την τελευταία στιγμή δυο σημαντικούς ρόλους σε ισάριθμα πασίγνωστα σίριαλ: τη Δυναστεία, για τον πικάντικο χαρακτήρα της Αλέξις Κόλμπι που έκανε διάσημο η Τζόαν Κόλινς, και στο Falcon Crest, σε ρόλο που κατέληξε στην άσπονδη συμπατριώτισσά της, Τζίνα Λολομπρίτζιντα. Κανείς δεν μπορεί να την κακίσει όταν ως δικαιολογία πρόβαλε τον χρόνο που ήθελε να αφιερώσει στην ανατροφή των δυο γιών της.
Οι σχέσεις της με τη χολιγουντιανή κοινότητα παρέμειναν άψογες. Ο στενός δεσμός της με το Κάρι Γκραντ παραλίγο να καταλήξει σε γάμο αλλά η Λόρεν σε συνεντεύξεις της είπε πως βρέθηκε μπροστά σε ένα σοβαρό δίλημμα και κατέληξε στη γενναία απόφαση να μείνει με τον Κάρλο Πόντι, κάτι που δεν μετάνιωσε ποτέ, παραμένοντας ισόβια φίλη με τον ωραιότερο άνδρα στο αμερικανικό σινεμά.
Ίσως γιατί, παρά την εκρηκτική της παρουσία στο σινεμά, η Λόρεν είναι κατά βάθος μια συντηρητική γυναίκα, που δεν ενέκρινε ποτέ το σεξ χωρίς τον έρωτα, μια ζωή μακριά από την οικογένεια, τη χριστιανική πίστη και τους ανθρώπους που δεν περιστρέφονταν γύρω από έναν σταθερό, ηθικό άξονα. Είναι βέβαια η ίδια γυναίκα που στα 72 της δήλωνε πως θα έκανε στριπτιζ, αν η Νάπολι κέρδιζε το πρωτάθλημα!
Η δημοτικότητα της δοκιμάστηκε και οι αρχές της αμφισβητήθηκαν όταν το 1982 κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή και εξέτισε 18 ημέρες σε ιταλική φυλακή. Το ξεπέρασε, ωστόσο, και το ποινικό της μητρώο καθάρισε και τυπικά 20 χρόνια αργότερα. Ίσως με τον πολυδιαφημισμένο εγκλεισμό που επέλεξε, απέδειξε πως για να ζήσεις στο μάξιμουμ, οφείλεις να κάνεις λάθη και να πληρώσεις τα χρέη σου. (Η ίδια δεν θέλησε να συζητά διεξοδικά το θέμα και να αναφέρει τον άνθρωπο που πιστεύει πως την έμπλεξε στην υπόθεση.)
«Μάτια που δεν έχουν κλάψει δεν είναι ωραία» συνηθίζει να λέει η Λόρεν, και από ένα σημείο κι έπειτα, χρησιμοποιεί το πιο όμορφο όπλο της σε σποραδικές εμφανίσεις και ρόλους που ταιριάζουν στον ζωντανό θρύλο μιας συγκεκριμένης ηλικίας. Όπως στο Nine, δίπλα στον Ντάνιελ Ντέι Λιούις και τη Μαριόν Κοτιγιάρ, ή με τον γιο της Εντοάρντο, στην τρίτη τους ταινία μαζί – το 2012, γύρισαν σε μικρού μήκους το κλασικό μονόπρακτο του Ζαν Κοκτό, Η Ανθρώπινη Φωνή. Η ίδια υποστηρίζει πως μόνο εκείνος τη γνωρίζει τόσο καλά ώστε να της ζητά να δώσει στον ρόλο της Μαντάμ Ροζά τις κρυφές αρετές της.
Η Ζωή Μπροστά - Τρέιλερ
σχόλια