Ρύπανση από νανοπλαστικά ανιχνεύθηκε σε πολικές περιοχές για πρώτη φορά, υποδεικνύοντας ότι τα μικροσκοπικά σωματίδια είναι πλέον διάχυτα σε όλο τον κόσμο.
Τα νανοσωματίδια είναι μικρότερα και πιο τοξικά από τα μικροπλαστικά, τα οποία έχουν ήδη βρεθεί σε όλο τον κόσμο, ωστόσο ο αντίκτυπος και των δύο στην υγεία των ανθρώπων παραμένει άγνωστος.
Η ανάλυση από τη Γροιλανδία έδειξε ότι η ρύπανση από τα νανοπλαστικά μολύνει την περιοχή τουλάχιστον επί 50 χρόνια. Οι ερευνητές έμειναν επίσης έκπληκτοι όταν ανακάλυψαν ότι το ένα τέταρτο των σωματιδίων ήταν από ελαστικά οχημάτων.
Τα νανοσωματίδια είναι πολύ ελαφριά και πιστεύεται ότι καταλήγουν στη Γροιλανδία μέσω των ανέμων από πόλεις της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας.
Τα νανοπλαστικά που βρέθηκαν ωστόσο, στον θαλάσσιο πάγο στο McMurdo Sound στην Ανταρκτική είναι πιθανό να έχουν μεταφερθεί από τα ωκεάνια ρεύματα.
Τα πλαστικά αποτελούν μέρος της ποικιλόμορφης χημικής ρύπανσης στον πλανήτη, η οποία έχει ξεπεράσει το ασφαλές όριο για την ανθρωπότητα, όπως ανέφεραν επιστήμονες την Τρίτη.
Ρύπανση από πλαστικά εξάλλου ,έχει ήδη βρεθεί από την κορυφή του Έβερεστ μέχρι τα βάθη των ωκεανών.
Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι τρώνε και αναπνέουν κατά λάθος μικροπλαστικά, τα οποία σύμφωνα με άλλη πρόσφατη μελέτη προκαλούν βλάβη στα ανθρώπινα κύτταρα.
Ο Dušan Materić, από το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης στην Ολλανδία, ο οποίος ηγήθηκε της νέας έρευνας, δήλωσε πως «Ανιχνεύσαμε νανοπλαστικά στις μακρινές γωνιές της Γης, τόσο στις νότιες όσο και στις βόρειες πολικές περιοχές. Τα νανοπλαστικά είναι τοξικολογικά πολύ δραστικά σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τα μικροπλαστικά, και γι' αυτό η ανακάλυψη αυτή είναι πολύ σημαντική».
«Η έκπληξη για μένα δεν ήταν ότι εντοπίσαμε νανοπλαστικά στη Γροιλανδία, αλλά ότι τα εντοπίσαμε μέχρι κάτω στον πυρήνα του πάγου, βάθους 14 μέτρων», είπε ο Materić.
«Επομένως, παρόλο που τα νανοπλαστικά θεωρούνται ως νέος ρύπος, στην πραγματικότητα υπάρχουν εδώ και δεκαετίες» είπε καθώς ο σχηματισμός των στρωμάτων του πυρήνα χρονολογείται από το 1965.
Μικροπλαστικά είχαν βρεθεί στον πάγο της Αρκτικής και στο παρελθόν, αλλά η ομάδα του Materić έπρεπε να αναπτύξει νέες μεθόδους ανίχνευσης για να αναλύσει ακόμη μικρότερα νανοσωματίδια.
Παλαιότερη μελέτη έδειχνε ότι η σκόνη από τα ελαστικά ήταν πιθανό να είναι μια σημαντική πηγή μικροπλαστικών στους ωκεανούς. Πλέον, η νέα μελέτη, παρέχει πραγματικές αποδείξεις για κάτι τέτοιο.
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Environmental Research, εντόπισε 13 νανογραμμάρια νανοπλαστικών ανά χιλιοστόλιτρο λιωμένου πάγου στη Γροιλανδία, και τέσσερις φορές περισσότερα στον πάγο της Ανταρκτικής.
Αυτό οφείλεται πιθανώς στο ότι η διαδικασία σχηματισμού θαλάσσιου πάγου προσελκύει τα σωματίδια.
Στη Γροιλανδία, τα μισά νανοπλαστικά ήταν πολυαιθυλένιο (PE), που χρησιμοποιείται σε πλαστικές σακούλες και συσκευασίες μιας χρήσης.
Το ένα τέταρτο ήταν σωματίδια ελαστικών και το ένα πέμπτο ήταν τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο (PET), το οποίο χρησιμοποιείται σε μπουκάλια για ποτά και στα ρούχα.
Αντίστοιχα, στην Ανταρκτική, τα μισά νανοπλαστικά ήταν επίσης πολυαιθυλένιο, αλλά το επόμενο πιο κοινό ήταν το πολυπροπυλένιο, που χρησιμοποιείται για δοχεία τροφίμων και σωλήνες.
Ωστόσο, εκεί δεν βρέθηκαν σωματίδια ελαστικών. Οι ερευνητές πήραν δείγματα μόνο από τα κέντρα των πυρήνων του πάγου για να αποφύγουν τη μόλυνση και δοκίμασαν το σύστημά τους με δείγματα ελέγχου καθαρού νερού.
Προηγούμενες μελέτες έχουν βρει πλαστικά νανοσωματίδια σε ποτάμια στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε θαλασσινό νερό από τον Βόρειο Ατλαντικό, σε λίμνες στη Σιβηρία και σε χιόνι στις αυστριακές Άλπεις. «Αλλά υποθέτουμε ότι τα hotspots είναι εκεί όπου ζουν άνθρωποι», είπε ο Materić.
«Τα νανοπλαστικά έχουν διάφορες δυσμενείς επιπτώσεις στους οργανισμούς. Η ανθρώπινη έκθεση σε νανοπλαστικά μπορεί να οδηγήσει σε κυτταροτοξικότητα και φλεγμονή» επισημαίνουν οι ερευνητές.
«Το πιο σημαντικό πράγμα ως ερευνητής είναι να μετρήσεις με ακρίβεια τη ρύπανση και μετά να αξιολογήσεις την κατάσταση», είπε ο Materić.
«Είμαστε σε πολύ πρώιμο στάδιο για να βγάλουμε συμπεράσματα. Φαίνεται όμως ότι παντού, όπου έχουμε κάνει αναλύσεις, είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα. Πόσο μεγάλο; Δεν ξέρουμε ακόμα» σημείωσε.
Παράλληλα, έχει ξεκινήσει να διεξάγεται έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις της ρύπανσης από πλαστικά στην υγεία των ανθρώπων, υπό την Δρ Fay Couceiro, η οποία ηγείται μιας νέας ομάδας στο Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ, στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ένα από τα πρώτα του project είναι να διερευνήσει με την ομάδα της την παρουσία μικροπλαστικών στους πνεύμονες ασθενών με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και άσθμα.
Η έρευνα θα διερευνήσει μεταξύ άλλων, εάν η μοκέτα στα δωμάτια ασθενών, τα οποία μπορεί να έχουν μεγάλο αριθμό ινών στον αέρα, πυροδοτεί τις παθήσεις τους.
«Εκτός από την περιβαλλοντική ζημιά που προκαλούν τα πλαστικά, υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία για το τι κάνει η εισπνοή και η κατάποση μικροπλαστικών στο σώμα μας», δήλωσε η Couceiro.
Πρόσφατη έρευνά της έδειξε ότι οι άνθρωποι μπορεί να αναπνέουν 2.000-7.000 μικροπλαστικά την ημέρα μέσα στα σπίτια τους. Ο καθηγητής Anoop Jivan Chauhan, από το νοσοκομείο του Πόρτσμουθ, χαρακτήρισε τα δεδομένα αυτά σοκαριστικά.
«Πιθανώς ο καθένας μας εισπνέει ή καταπίνει έως και 1,8 εκατ. μικροπλαστικά κάθε χρόνο και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι δεν προκαλούν μη αναστρέψιμη ζημιά, όταν εισέλθουν στο σώμα» τόνισε.
Με πληροφορίες του Guardian