«Μεγαλόψυχα και γενναιόδωρα λούζουν καμιά φορά οι Ουρανοί ένα και μόνο πρόσωπο με κάθε λογής χαρίσματα και δώρα πολύτιμα από τους πλούσιους και ανεξάντλητους θησαυρούς τους, χαρίσματα και δώρα που συνήθως μοιράζονται μέσα στα χρόνια σε πολλά, μα πάρα πολλά ξεχωριστά παιδιά τους.
Τούτο ήταν φανερό στην περίπτωση του Ραφαήλ Σάντσιο από το Ουρμπίνο, ενός καλλιτέχνη τόσο ταλαντούχου και τόσο γεμάτου χάρη, που η φύση τον προίκισε με την καλοσύνη και τη σεμνότητα που συναντάμε σε όλους εκείνους τους εξαίρετους ανθρώπους που η ευγένειά τους δυναμώνει από μια διάθεση ευχάριστη και φιλική, από μια προσήνεια και καταδεκτικότητα που εκφράζεται μάλιστα από μια αβρότατη συμπεριφορά προς όλους τους ανθρώπους κάθε στιγμή».
Ο Ραφαήλ πέθανε σε ηλικία μόλις τριάντα επτά ετών. Ο Βαζάρι μας το λέει αυτό δίνοντας μια νεφελώδη εξήγηση για την αιτία θανάτου του – υπερβολικός έρωτας
Αυτά γράφει ο Τζόρτζιο Βαζάρι, συγγραφέας του βίων των καλλιτεχνών της Αναγέννησης, περιγράφοντας στο βιβλίο του τη συγκλονιστική αλλαγή στο στυλ του Ραφαήλ, αφού μελέτησε τα αριστουργήματα των δασκάλων από τη Φλωρεντία.
Η ζωή του ήταν σύντομη, το έργο του παραγωγικό και η κληρονομιά του αθάνατη. Ζωγράφος, σχεδιαστής, αρχιτέκτονας, αρχαιολόγος και ποιητής, ο Ραφαήλ αποτύπωσε στην τέχνη του το ανθρώπινο και το θείο, την αγάπη και τη φιλία, τη μάθηση και τη δύναμη. Στη σύντομη καριέρα του, που εκτείνεται σε μόλις δύο δεκαετίες, ο Ραφαήλ διαμόρφωσε την πορεία του δυτικού πολιτισμού.
Ο Ραφαήλ πέθανε σε ηλικία μόλις τριάντα επτά ετών. Ο Βαζάρι μας το λέει αυτό δίνοντας μια νεφελώδη εξήγηση για την αιτία θανάτου του – υπερβολικός έρωτας. Μαζί με αυτόν τον ευγενή τεχνίτη θα μπορούσε να είχε χαθεί και η ίδια η τέχνη της ζωγραφικής. Γιατί όταν ο Ραφαήλ έκλεισε τα μάτια του, θαρρείς κι έμεινε τυφλή η ίδια η τέχνη, γράφει ο Βαζάρι, και συμπληρώνει ότι η τέχνη, ο χρωματισμός και η επινοητικότητα χάρη σε αυτόν έφτασαν σε τέτοια κορύφωση τελειότητας που δύσκολα θα μπορούσαμε να διανοηθούμε – κανείς άλλωστε δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα τον ξεπεράσει.
Από τους γίγαντες της Αναγέννησης, μαζί με τον Λεονάρντο και τον Μιχαήλ Άγγελο, ο Ραφαήλ παρήγαγε τεράστιο αριθμό έργων κατά τη διάρκεια της σχετικά σύντομης καριέρας του. Γνωστός σήμερα κυρίως ως ζωγράφος και σχεδιαστής, το έργο του ήταν ευρύτερο, περιλαμβάνοντας ταπισερί, χαρακτικά, γλυπτά, σκηνικά και εφαρμοσμένες τέχνες, ενώ δραστηριοποιήθηκε τόσο ως αρχιτέκτονας όσο και ως αρχαιολόγος. Έγραψε ακόμα και ποίηση.
Ήταν τόσο ταλαντούχος και περιζήτητος, που εργάστηκε σε μερικά από τα πιο φιλόδοξα έργα που του ανέθεσαν μερικοί από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στον πλανήτη, ο Πάπας Ιούλιος Β' και ο Πάπας Λέοντας Χ'.
Ο Ραφαήλ γεννήθηκε στις 6 Απριλίου 1483, Μεγάλη Παρασκευή, στο Ουρμπίνο, στην περιοχή Μάρκε της Ιταλίας. Ο πατέρας του Τζιοβάνι Σάντι ήταν ένας μέτριος ζωγράφος της καλλιεργημένης Αυλής των Μοντεφέλτρο, έτσι ο Ραφαήλ από μικρή ηλικία περιβαλλόταν από την τέχνη, τη λογοτεχνία και την ποίηση. Έχασε τη μητέρα του Magia di Battista Ciarla σε ηλικία οκτώ ετών και τον πατέρα του όταν ήταν έντεκα.
Ο θείος του από την πλευρά του πατέρα του έγινε ο κηδεμόνας του και ο Ραφαήλ αξιοποίησε την εκπαίδευση που είχε λάβει ως ζωγράφος από τον πατέρα του, τον οποίο βοηθούσε από μικρός στα πολυάριθμα έργα που φιλοτεχνούσε στο Ουρμπίνο, αναλαμβάνοντας το οικογενειακό εργαστήριο, έφηβος ακόμα. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε γρήγορα και στα τέλη της εφηβείας του δεχόταν ήδη μεγάλες παραγγελίες στην περιοχή. Στα έργα που ξεχωρίζουν από αυτή την περίοδο περιλαμβάνεται το «Mond Crucifixion» (1502-03, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο), το οποίο ολοκλήρωσε σε ηλικία περίπου είκοσι ετών.
Ο Ραφαήλ μετακόμισε στη Φλωρεντία γύρω στο 1504 για να μάθει από τους εκεί καλλιτέχνες, κυρίως από τον Λεονάρντο και τον Μιχαήλ Άγγελο. Τα σχέδιά του γίνονταν ολοένα και πιο πολύπλοκα και τρισδιάστατα, όπως φαίνεται στο έργο με πένα και μελάνι «Η Αγία Οικογένεια με ένα ρόδι» (1507-08, Palais des Beaux-Arts de Lille), και υιοθέτησε το στρογγυλό ή tondo σχήμα που ήταν τόσο δημοφιλές στους πελάτες της Φλωρεντίας σε έργα όπως «Η Παναγία και το παιδί με το βρέφος του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και ένα αγιοβασιλιάτικο παιδί» («Η Madonna της Terranuova») του 1505 περίπου, που τώρα βρίσκεται στο Staatliche Museen zu Berlin, Gemäldegalerie. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Ραφαήλ δημιούργησε μερικούς από τους πιο αγαπητούς πίνακες της Παναγίας, π.χ. την «Παναγία με το παιδί» («The Bridgewater Madonna», 1507-8, National Galleries of Scotland, Bridgewater CollectionLoan) και τη «Madonna of the Pin» της Εθνικής Πινακοθήκης.
Την εποχή που δούλευε στη Φλωρεντία, ο Μπαμάντε από το Ουρμπίνο, που εργαζόταν για τον Πάπα Ιούλιο Β’ και ήταν μακρινός συγγενής του, του διαμήνυσε ότι είχε πείσει τον Πάπα να χτίσει κάποια καινούργια ενδιαιτήματα όπου ο Ραφαήλ θα μπορούσε να δείξει την τέχνη του και τη μαστοριά του.
Έτσι, βρέθηκε να δουλεύει για προστάτες με μεγάλες ιδέες και μεγάλους προϋπολογισμούς, για πάπες που ήθελαν να ξεπεράσουν τους προκατόχους τους και καλλιτέχνες που ήθελαν να ξεπεράσουν τους αντιπάλους τους. Σε ηλικία μόλις είκοσι πέντε ετών και χωρίς εμπειρία στην παραγωγή τοιχογραφιών μεγάλης κλίμακας, ο Ραφαήλ ήταν μια τολμηρή επιλογή. Αλλά ο αρχιτέκτονας και ζωγράφος Ντομάνο Μπραμάντε ήταν μια σημαντική προσωπικότητα στη Ρώμη που επηρέασε την απόφαση του Πάπα.
Ο Ραφαήλ διακόσμησε τα διαμερίσματα που ήταν γνωστά ως Le Stanze με τοιχογραφίες που ενσάρκωναν τις φιλοδοξίες του Πάπα ως ηγεμόνα της Αναγέννησης. Η «Σχολή των Αθηνών», το πιο διάσημο έργο του Ραφαήλ και ένας από τους βασικότερους πίνακες της δυτικής τέχνης, αναπαριστά τη διαχρονική συγκέντρωση των μεγαλύτερων Ελλήνων φιλοσόφων και φυσικών επιστημόνων της αρχαιότητας.
Εκεί που ο Ραφαήλ περιλαμβάνει τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Αρχιμήδη και τον Πυθαγόρα, μια σημερινή εκδοχή θα μπορούσε να περιλαμβάνει νομπελίστες, γίγαντες της τεχνολογίας και πρωτοπόρους της επιστημονικής έρευνας. Άλλα μέρη της σύνθεσης απεικονίζουν ιστορικές και ορισμένες σύγχρονες προσωπικότητες από τους χώρους της Εκκλησίας, της ποίησης και του δικαίου. Τα έργα δεν ήταν μόνο μεγάλα και όμορφα, αλλά εξυπηρετούσαν και έναν σκοπό: να εντυπωσιάσουν και να δείξουν πόσο καλλιεργημένος και ισχυρός ήταν ο Πάπας.
Στη Ρώμη ο Ραφαήλ ζωγράφισε μερικά από τα πιο διάσημα πορτρέτα του. Τα πρόσωπα του Πάπα Ιουλίου Β' (1511, The National Gallery, Λονδίνο) και του Πάπα Λέοντα Χ' (του διαδόχου του Ιουλίου) αποκαλύπτουν πάρα πολλά γι' αυτούς τους εξαιρετικά ισχυρούς άνδρες και έχουν καταλήξει να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο τους βλέπουμε ακόμη. Το πορτρέτο του φίλου του Μπαλτασάρε Καστιλιόνε, συγγραφέα, διπλωμάτη και στοχαστή, είναι ένα απίστευτα ευαίσθητο έργο που θαύμασαν ο Τιτσιάνο και ο Ρέμπραντ.
Το ταλέντο του Ραφαήλ δεν σταμάτησε στα σχέδια, στις τοιχογραφίες και στη ζωγραφική. Το 1514, μετά τον θάνατο του Μπραμάντε, έγινε ο κύριος αρχιτέκτονας της νέας βασιλικής του Αγίου Πέτρου, δηλαδή των απαρχών του κτιρίου που γνωρίζουμε σήμερα.
Σχεδίασε επίσης βίλες και σκηνικά, έγραψε σονέτα και μπόρεσε να εντρυφήσει στην τέχνη και τα μνημεία της αρχαίας Ρώμης – του επετράπη η χρήση των αρχαιοτήτων (κυρίως ως οικοδομικών υλικών για τη βασιλική) και αργότερα απέκτησε την ευθύνη για όλα τα ανασκαμμένα μάρμαρα με αρχαίες επιγραφές.
Ο Λέων Χ' του ανέθεσε να εκπονήσει μια έρευνα με σχέδια των αρχαίων κτιρίων της Ρώμης. Έγραψε στον Λέοντα Χ' σχετικά με την έρευνα το 1519, με τη βοήθεια του Καστιλιόνε. Η επιστολή δίνει μια αποκαλυπτική εικόνα των ιδεών του Ραφαήλ για την αρχιτεκτονική.
Στη Ρώμη ζωγράφισε επίσης το εντυπωσιακό πορτρέτο «La Fornarina» μεταξύ του 1518 και 1519 (Gallerie Nazionali di Arte Antica, Ρώμη). Δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για κάποια γυναίκα με την οποία ο Ραφαήλ είχε σχέση, αλλά δεν είναι απίθανο. Στο χέρι της φορά μια ταινία που γράφει «Raphaelurbinas».
Ο Ραφαήλ δεν έφυγε ποτέ από τη Ρώμη. Πέθανε εκεί από πυρετό τη Μεγάλη Παρασκευή, 6 Απριλίου 1520. Το χρονικό του θανάτου του το κατέγραψε ο Βαζάρι: ο Ραφαήλ κρατούσε κρυφές τις ερωτικές του σχέσεις και εντρυφούσε στις απολαύσεις δίχως αίσθηση του μέτρου και δίχως διόλου αυτοσυγκράτηση.
Μια φορά ξεπέρασε κάθε όριο, επέστρεψε στο σπίτι του με δυνατό πυρετό και οι γιατροί διέγνωσαν ότι ήταν από θερμοπληξία.
Ο Ραφαήλ δεν μίλησε για τις ασωτίες και τις ακολασίες του και οι γιατροί, δίχως σύνεση, αντί να του δώσουν τα τονωτικά που είχε ανάγκη, άρχισαν να φλεβοτομούν, ώσπου χλώμιασε ολότελα και άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Έκανε τη διαθήκη του σαν καλός χριστιανός, απομάκρυνε την ερωμένη του, εξασφαλίζοντάς της τα μέσα για να ζήσει με αξιοπρέπεια. Μετά μοίρασε τα υπάρχοντά του στους μαθητές του, όρισε ένα μέρος του πλούτου του να δοθεί για την αποκατάσταση των παλαιών σηκών στη Σάντα Μαρία Ροτόντα και επέλεξε το Πάνθεον ως τόπο ανάπαυσης και ταφής του.
Εξομολογήθηκε, μεταμελήθηκε και πέθανε τη Μεγάλη Παρασκευή, την ίδια μέρα που είχε γεννηθεί. Αν συγκρίνουμε τη διάρκεια της καριέρας του με εκείνη άλλων μεγάλων της Αναγέννησης, αυτό που μας ιντριγκάρει είναι η εξέλιξη του ύφους του, που φαίνεται να συμβαίνει με διπλή ταχύτητα. Μιλάμε για «πρώιμα έργα» και «όψιμα πορτρέτα», ενώ κανένα δεν ήταν πραγματικά τόσο «όψιμο» – ο Μιχαήλ Άγγελος εξακολουθούσε να εργάζεται μέχρι τα ογδόντα του χρόνια.
Ο Ραφαήλ δυστυχώς δεν έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ακόμα και την εποχή της κακής υγιεινής και της πανούκλας, ο θάνατός του στα τριάντα επτά του ήταν πρόωρος. Αναπαύθηκε στο εργαστήριό του πριν μεταφερθεί με μια τεράστια πομπή για τη λειτουργία και την ταφή στο Πάνθεον. Ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη θλίψη. Ωστόσο άφησε πίσω του κάποια έργα που πεντακόσια και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του είναι από τα πιο διάσημα έργα τέχνης στον κόσμο.
Μια επιστολή που γράφτηκε την επομένη του θανάτου του από τον Παντόλφο Πίκο, πρεσβευτή της Αυλής της Μάντοβα στη Ρώμη προς τη Δούκισσα της Μάντοβα, Ιζαμπέλα Ντ'Έστε, μεταφέρει λίγο από τον σεβασμό που είχε κερδίσει ο Ραφαήλ και τη γενική θλίψη που προκάλεσε ο θάνατός του.
«Εδώ κανείς δεν μιλάει για τίποτε άλλο παρά για τον θάνατο αυτού του καλού ανθρώπου, ο οποίος στο τέλος των τριάντα τριών ετών του ολοκλήρωσε την πρώτη του ζωή, αλλά η δεύτερη ζωή του, αυτή της φήμης του, που δεν υπόκειται στον χρόνο ή στον θάνατο, θα είναι αιώνια, τόσο για τα έργα του όσο και για τις προσπάθειες των μορφωμένων ανδρών που γράφουν προς τιμήν του, και γι' αυτό δεν τους λείπει η έμπνευση». Ο Πίκο γράφει εκ παραδρομής ότι πέθανε στα τριάντα τρία του, όχι στα τριάντα επτά.
«Ο Ραφαήλ έζησε πιότερο σαν πρίγκιπας παρά σαν ζωγράφος. Η τέχνη της ζωγραφικής ήταν ανυπολόγιστα τυχερή που μπόρεσε να εξασφαλίσει την αφοσίωση ενός τεχνίτη που με τις αρετές και τη διάνοιά του την ανύψωσε στα ουράνια. Είναι επίσης τυχερή που έχει σήμερα ακολούθους που βαδίζουν στα χνάρια του Ραφαήλ. Γιατί τους έδειξε πώς να ζήσουν και πώς να συνδυάσουν την αρετή με την τέχνη», γράφει ο Βαζάρι.