Ανάμεσα στα πολύτιμα εκθέματα και αντικείμενα του μουσείου Βικτόριας και Αλβέρτου (V&A) στο Λονδίνο, από τα πιο ευαίσθητα που κατέχει το μουσείο είναι τα σχέδια του Ραφαήλ, που θεωρούνται ένας από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της Αναγέννησης. Για τα περίφημα σχέδια, ένα μόνιμο δάνειο της Βασίλισσας Βικτώριας προς το μουσείο από το 1865, έχει κατασκευαστεί ειδική αίθουσα, η Αίθουσα 48 του Ραφαήλ που είναι μεν κλειστή λόγω πανδημίας αλλά το κοινό μπορεί να κάνει μια online περιήγηση στα περίφημα έργα τέχνης, τα προσχέδια και τις λεπτομέρειες κάθε εικόνας σε υψηλή ευκρίνεια.
Η ιστορία της ανάθεσης του έργου στον Ραφαήλ ξεκινά όταν Πάπας της Ρώμης, ήταν ο Λέων Ι΄, ένας από τους σημαντικότερους πάτρονες των τεχνών που έφερε στην παπική αυλή τη μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρότητα της αναγεννησιακής κουλτούρας. Ο Λέων Ι’ αποφάσισε να δημιουργήσει ορισμένες ταπισερί για την Καπέλα Σιστίνα για να συμβάλει στο φιλόδοξο πρόγραμμα διακόσμησης στο Παλάτι του Βατικανού. Ο Ραφαήλ εκείνη την εποχή είχε ήδη ασχοληθεί με τη διακόσμηση δύο μεγάλων δωματίων στο Παλάτι του Βατικανού – το Stanza della Segnatura και το Stanza d’Eliodoro και βρισκόταν στην ακμή της καριέρας του, ενώ θεωρείτο ο πιο διάσημος καλλιτέχνης στη Ρώμη.
Ο Ραφαήλ, έκανε τα σχέδια για δέκα ταπισερί που αναπαριστούσαν τη ζωή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου το διάστημα από το 1515 μέχρι το 1516. Από τα δέκα πρωτότυπα σχέδια μόνο επτά έχουν σωθεί και η ιστορία της κατασκευής και της διάσωσής τους είναι μυθιστορηματική.
Ο πάπας του ανέθεσε να συμπληρώσει τη διακόσμηση στους τοίχους της Καπέλα Σιστίνα στο πιο χαμηλό επίπεδο κάτω από τις νωπογραφίες που αναπαριστούσαν τη ζωή του Μωυσή και του Χριστού και ήταν φιλοτεχνημένες από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της πρώιμης Αναγέννησης: τον Πιέτρο Περουτζίνο (τον δάσκαλο του Ραφαήλ), τον Ντομένικο Γκιρλαντάιο, τον Λούκα Σοντορέλι και τον Σάντρο Μποτιτσέλι, ενώ ήδη από το 1512, υπήρχαν και οι επαναστατικές τοιχογραφίες του Μιχαήλ Άγγελου στον ίδιο χώρο.
Ο Ραφαήλ, έκανε τα σχέδια για δέκα ταπισερί που αναπαριστούσαν τη ζωή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου το διάστημα από το 1515 μέχρι το 1516. Από τα δέκα πρωτότυπα σχέδια μόνο επτά έχουν σωθεί και η ιστορία της κατασκευής και της διάσωσής τους είναι μυθιστορηματική. Ο Ραφαήλ έχοντας εκείνη την εποχή ένα από τα μεγαλύτερα εργαστήρια στη Ρώμη, συνεργαζόταν και με πλήθος άλλων που είχαν ειδίκευση σε ειδικές κατασκευές, γλυπτά και αρχιτεκτονικά σχέδια, καθώς και σχέδια για υφάσματα, κεντήματα και μαρκετερί σε ξύλο και μάρμαρο.
Για την κατασκευή των σχεδίων συνεργάστηκε με κορυφαίους του εργαστηρίου του Βατικανού, το οποίο περιελάμβανε κορυφαίους καλλιτέχνες όπως ο Giulio Romano (1499 - 1546). Τα σχέδια ήταν αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας, όπως και τα περισσότερα έργα μεγάλης κλίμακας που παρήχθησαν κατά την Αναγέννηση.
Στο μεγάλο εργαστήριο του Ραφαήλ δούλεψαν πυρετωδώς εκείνος και οι βοηθοί του για να στείλουν τα σχέδια στις Βρυξέλλες, τα οποία έπρεπε να στείλουν αντεστραμμένα, (ως αρνητικά, για να μεταφερθούν ως θετικά στον αργαλειό), κάτι που οι ζωγράφοι της εποχής έπρεπε να το προβλέπουν στις συνθέσεις τους.
Τα σχέδια ταξίδεψαν στις Βρυξέλλες, στο διάσημο εργαστήριο του Pieter Coecke van Aelst, που εκείνη την εποχή ήταν το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής ταπετσαρίας στην Ευρώπη. Τα σχέδια κόπηκαν σε λωρίδες των 90 εκατοστών, όσο ήταν το φάρδος των αργαλειών και υφάνθηκαν με μετάξι, μαλλί και χρυσό.
Οι τελευταίες τελειωμένες ταπισερί από τα εργαστήρια των Βρυξελλών στάλθηκαν στη Ρώμη πριν τον θάνατο του Ραφαήλ το 1520 και συνολικά επτά από τις δέκα που είχαν παραγγελθεί ήταν έτοιμες να κρεμαστούν στο παρεκκλήσι της Σιστίνα για τις εορταστικές εκδηλώσεις των Χριστουγέννων το 1519.
Τρεις από αυτές έφτασαν στο Βατικανό λίγο πριν τον θάνατο του Λέοντα Ι’ το 1521. Στην απογραφή που έγινε μετά τον θάνατό του απαριθμήθηκαν δέκα ταπισερί που ονομάζονται “Scuola Vecchia”.
Θεωρητικά το εργαστήριο των Βρυξελλών έπρεπε να επιστρέψει τα περίφημα σχέδια στο Βατικανό, όμως στα εργαστήρια του van Aelst, αντιγράφηκαν τα σχέδια και διάφορες εκδοχές τους είδαν το φως μέσα στους επόμενους αιώνες σε αντιγραφές που είχαν παραγγείλει στο εργαστήριο πολλοί μονάρχες της Ευρώπης. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως μετά την παράδοση των ταπισερί στο Παλάτι του Βατικανού, χάνονται τα ίχνη των σχεδίων για σχεδόν έναν αιώνα.
Μερικά από αυτά τα κομμάτια που παρήχθησαν στις Βρυξέλλες φυλάσσονται στη Μάντοβα και στη Μαδρίτη, ενώ έχουν εξαφανιστεί εκείνα του Φραγκίσκου Α’ στη Γαλλία και του Ερρίκου 8ου στην Αγγλία.
Τα σχέδια ξαφνικά επανεμφανίζονται στην Γένοβα στις αρχές του 17ου αιώνα. Στη συνέχεια αγοράστηκαν από τον Πρίγκιπα Κάρολο, και έφτασαν στην Αγγλία το 1623 για να χρησιμεύσουν ως σχέδια ταπισερί για το πρόσφατα ιδρυμένο εργοστάσιο ταπετσαρίας Mortlake, σε ένα χωριό δυτικά του Λονδίνου, το 1619. Διάφορες αντιγραφές σε ταπετσαρίες κρέμονται σε πύργους της Αγγλίας και στη Γαλλία, σε μεγάλες συλλογές.
Μετά την Αποκατάσταση της Αγγλικής μοναρχίας το 1660, τα σχέδια επέστρεψαν στην κατοχή του Βασιλιά Καρόλου Β ', αλλά η ιστορία της δημόσιας εμφάνισής τους ξεκίνησε μόνο όταν ο Ουίλιαμ ο Γ΄ έγινε βασιλιάς το 1689.
Ήταν η πρώτη φορά που οι λωρίδες των σχεδίων συναρμολογήθηκαν για να παρουσιαστούν σε ειδική αίθουσα στο Hampton Court προκειμένου να εκτεθούν δημόσια. Τα σχέδια μετακινήθηκαν αργότερα μεταξύ του Buckingham House (1763), του Windsor (1787 - 88) και πίσω στο Hampton Court (1804). Μεταξύ του 1817 και 1819, εκτέθηκαν στο Βρετανικό Ίδρυμα και γενικώς μετακινήθηκαν χωρίς μεγάλη φροντίδα επί σειρά ετών και αιώνων. Πολλοί δε δίστασαν να τα σημειώσουν ή να τα σημαδέψουν και τα σημάδια της επέμβασης είναι ορατά μέχρι σήμερα.
Όταν ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη το 1824, θεωρήθηκε ότι θα ήταν το φυσικό τους σπίτι, αλλά αυτή η επιλογή ξεχάστηκε σύντομα μετά από διάφορες εναλλακτικές προτάσεις. Η Μεγάλη Έκθεση του 1851 στο Λονδίνο οδήγησε στην ίδρυση του Μουσείου του Νότιου Κένσινγκτον (αργότερα V&A), και τα σχέδια τελικά κατατέθηκαν με δάνειο στο Μουσείο το 1865 από τη Βασίλισσα Βικτώρια ως αφιέρωμα στον Πρίγκιπα Άλμπερτ, με το όνομα «Συλλογή Ραφαήλ».
Φιλοξενούνται σε ένα σκηνικό χώρο σε κλίμακα και συνθήκες παρόμοιες με αυτές των ταπισερί στο παρεκκλήσι της Σιστίνα.
Υποβλήθηκαν σε «θεραπείες» και συντηρήσεις, με πιο πρόσφατη αυτή του 2020 που σηματοδοτούσε την 500ή επέτειο του θανάτου του Ραφαήλ, και εργασίες σε μια ανανεωμένη γκαλερί που επιτρέπει μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση και μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι επισκέπτες του μουσείου βιώνουν την εμπειρία της θέασης των σχεδίων. Η πανδημία «δημιούργησε» μια άνευ προηγουμένου πρόσβαση σε θεατές από όλο τον κόσμο που γνωρίζουν από κοντά,και δωρεάν τους θησαυρούς της Αναγέννησης.