Όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η Όλγκα Γκλαντίσεβα ήταν ανάμεσα στους χιλιάδες Ρώσους που εγκατέλειψαν τη χώρα τους.
«Έφυγα για την Κωνσταντινούπολη, σε κατάσταση πανικού, λίγο αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος. Πίστευα ότι δεν θα είχα άλλη ευκαιρία να φύγω, ότι μπορεί να έκλειναν τα σύνορα. Δεν ήθελα να μείνω μόνη στη χώρα, βλέποντας όλους τους φίλους μου να φεύγουν. Πίστευα ότι η Ρωσία μετατρέπεται σε Βόρεια Κορέα», δήλωσε η πρώην δημοσιογράφος, που πλέον εργάζεται στην παραγωγή βίντεο.
Όμως, στην Τουρκία, μπλοκαρίστηκαν οι κάρτες της και δεν μπορούσε να στείλει χρήματα στη Μόσχα, για να υποστηρίξει τη μητέρα της που έμεινε εκεί. Επιβίωσε ζητώντας χάρες από φίλους που είχαν πρόσβαση σε χρήματα.
Τώρα, απρόθυμα, επέστρεψε στη χώρα της. «Γύρισα την προηγούμενη εβδομάδα. Μιλώντας ειλικρινά, τα χρήματα ήταν ο μόνος λόγος που έπρεπε να επιστρέψω. Έχω ένα διαμέρισμα στη Μόσχα για το οποίο συνέχισα να πληρώνω. Είχα την επιλογή να δουλέψω εξ αποστάσεως, αλλά δεν ήταν το πιο εύκολο και θα έβγαζα περισσότερα από τη Μόσχα. Για εμένα δεν ήταν βιώσιμη η ζωή στην Τουρκία», εξήγησε.
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία πλησιάζει τους τρεις μήνες- χωρίς να διαφαίνεται κάποιο τέλος- πολλοί Ρώσοι που πήραν βιαστικά την απόφαση να φύγουν από τη χώρα τους, ήρθαν αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής του μετανάστη. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο με κλειστά σύνορα και τραπεζικές κυρώσεις.
Αν και πολλοί έφυγαν για τα καλά, άλλοι έκαναν πίσω για να φροντίσουν γονείς που χρειάζονται βοήθεια, να διαχειριστούν επιχειρήσεις, για να μείνουν ενωμένες οικογένειες ή απλά για να τα βγάλουν πέρα.
«Ήταν ένα πραγματικό οικογενειακό δράμα», δήλωσε ο Ρόμαν, συνιδρυτής τεχνολογικής startup που επέστρεψε από την Αρμενία την προηγούμενη εβδομάδα. «Πίστευα ότι έπρεπε να πάμε όσο πιο μακριά γίνεται από τη Ρωσία. Η σύζυγός μου δεν ήθελε να πάμε πουθενά και έπρεπε να βρω κάποιον συμβιβασμό. Έπρεπε να διαλέξω: να φύγω από τη Ρωσία χωρίς τη σύζυγό μου ή να γυρίσω μαζί της. Οπότε αποφάσισα να έρθω εδώ με την σύζυγό μου και να δω τι θα γίνει», εξήγησε.
Το κύμα ρωσικής μετανάστευσης που προκάλεσε ο πόλεμος είναι ασυνήθιστο λένε ειδικοί, ενώ πυροδοτήθηκε μεταξύ άλλων από φήμες για επιστράτευση που υπήρξαν στις αρχές Μαρτίου. Ο Αρτέμ Ταγκάνοφ, ιδρυτής της HintEd, τεχνολογικής startup, έφυγε για την Αρμενία. Ο συνεταίρος του και επενδυτές τον είχαν καλέσει να εγκαταλείψει αμέσως τη χώρα, λόγω των φόβων για επιστράτευση λέει, ενώ έκανε σχέδια να ανοίξει νέα εταιρεία στην Αρμενία.
Όμως, έπειτα από πέντε εβδομάδες στο Γερεβάν, επέστρεψε στη Μόσχα προσωρινά, λόγω οικογενειακών και επαγγελματικών ανησυχιών. «Η ιδέα ήταν να ανοίξω μια εταιρεία στην Αρμενία, αλλά περιμένω κάποια χρήματα. Η σύζυγος και οι σκύλοι μου είναι ακόμη στη Μόσχα, δεν μπορεί να φύγει από τη δουλειά της αυτή τη στιγμή», είπε. «Προσπαθώ να την πείσω να μετακομίσουμε. Και έχω ακόμη κάποιες δουλειές εδώ, οπότε πρέπει να υποστηρίξουμε την επιχείρησή μου στη χώρα», συμπλήρωσε.
Η επιστροφή ήταν αμήχανη. Οι γονείς του, που ζουν σε άλλη πόλη και υποστηρίζουν τον πόλεμο, του είχαν πει ότι ήταν λάθος να φύγει από τη Ρωσία. Ο Ταγκάνοφ δυσκολεύεται να τους τηλεφωνεί και δεν περιμένει να τους δει προτού τελειώσει ο πόλεμος.
«Όταν γύριζα φοβόμουν ότι θα υπάρχουν πολλά αυτοκίνητα με το Z ή το V (τα σύμβολα υποστήριξης του πολέμου), αλλά έχω δει μόνο ένα. Παρόλα αυτά, η ατμόσφαιρα είναι βαριά εδώ. Όλα τα ΜΜΕ λένε ότι πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν τον πόλεμο, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Στον στενό κύκλο μου κανένας δεν τον υποστηρίζει. Όλοι εδώ φοβούνται ακόμη και να μιλήσουν για αυτή την “ειδική επιχείρηση”. Κανένας δεν χαμογελά και όλοι είναι λυπημένοι», περιέγραψε.
Στέλεχος σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας της Ρωσίας παρατήρησε την επιστροφή νεαρών εργαζομένων, με χαμηλούς μισθούς, που είχαν πάει σε πόλεις όπως το Γερεβάν, η Κωνσταντινούπολη και η Τιφλίδα.
«Άνθρωποι έφυγαν σε πανικό και έπειτα από λίγο συνειδητοποίησαν “ΟΚ, πώς θα συνεχίσουμε να ζούμε;”», δήλωσε το στέλεχος. «Ακόμη μισούν την κατάσταση, ακόμη διαφωνούν και δεν θέλουν να επιστρέψουν. Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να μην γυρίσουν», συμπλήρωσε.
Ο Ντμίτρι, σύμβουλος τέχνης, είπε πως ήταν σε σοκ όταν ξεκίνησε ο πόλεμος και εγκατέλειψε τη Ρωσία εξαιτίας των φημών για επιστράτευση. «Πήγα στο Ουζμπεκιστάν, ένα από τα ευκολότερα μέρη που μπορούσα να επισκεφθώ χωρίς βίζα. Επέστρεψα στη Μόσχα στα τέλη Μαρτίου, όταν έγινε σαφές ότι ήταν απλά μια φήμη η επιστράτευση. Συνειδητοποίησα ότι η Ευρώπη δεν ήταν επιλογή για εμένα. Δεν είμαι σίγουρος ότι η Ευρώπη περιμένει τους Ρώσους, ακόμη και εκείνους που είναι ενάντια στον πόλεμο. Τι θα έκανα εκεί; Μετά βίας μιλάω αγγλικά», δήλωσε.
Η Ίρα Λομπανόφσκαγια, επικεφαλής οργανισμού που βοηθά τους Ρώσους να εγκατασταθούν στο εξωτερικό, λέει ότι πολλοί έφυγαν κατά τη διάρκεια του κύματος πανικού, αλλά κάποιοι επιστρέφουν τώρα, όχι όμως για τα καλά.
«Αλλά ξέρω ότι κάποιοι από αυτούς που επέστρεψαν σχεδιάζουν να ξαναφύγουν. Απλά έπρεπε να γυρίσουν στη Ρωσία για να πάρουν τα πράγματά τους, να οργανώσουν χαρτιά και να κάνουν σαφή πλάνα για να αποχωρήσουν κανονικά», εξήγησε.
Πολλοί είναι οι παράγοντες που μπορεί να δυσκολέψουν τους Ρώσους στο εξωτερικό, επεσήμανε η Κατρίν Σόμερφελντ, ερευνήτρια του Centre for European Economic Research, που επικεντρώνεται στη μετανάστευση.
«Οι τιμές εκτοξεύονται στις χώρες όπου πηγαίνουν αυτοί οι άνθρωποι. Μπορείς να πάρεις μόνο 10.000 δολάρια φεύγοντας από τη Ρωσία. Δεν έχεις πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό σου, το ρούβλι έχει υποτιμηθεί. Οπότε είναι πιο δύσκολο να πάρεις τα χρήματά τους και έχουν μικρότερη αξία. Τα πράγματα είναι πολύ ακριβά. Αυτό ίσως τροφοδοτήσει μια αντίστροφη μετανάστευση, γιατί αν δεν έχεις χρήματα και δεν δουλεύεις στο εξωτερικό, τι θα κάνεις;», δήλωσε.
Κάποιοι από αυτούς που επιστρέφουν εκπλήσσονται από την αδιαφορία για τον πόλεμο. «Η βασική εντύπωσή μου είναι πως οι άνθρωποι κατά κάποιο τρόπο τον αποδέχονται. Ο πόλεμος είναι κακός, ο Πούτιν είναι σατανικός, αλλά η ζωή συνεχίζεται», δήλωσε το τεχνολογικό στέλεχος. «Κάποια πράγματα έχουν εξαφανιστεί από τα καταστήματα, αλλά δεν είναι όσο άσχημα πιστεύαμε. Οι τιμές ανέβηκαν, αλλά δεν είναι τόσο άσχημα. Αυτό πραγματικά με θλίβει», συμπλήρωσε.
«Πίστευα ότι θα έβλεπα φριχτές σκηνές στους δρόμους, ότι οι άνθρωποι θα ήταν οργισμένοι, αλλά η ζωή απλά συνεχίζεται», είπε και η Όλγκα Γκλαντίσεβα. «Όλα τα μπαρ και τα εστιατόρια είναι γεμάτα κάθε βράδυ. Είναι σαν ο κόσμος να αγνοεί τον πόλεμο. Αλλά και αυτό είναι τρομακτικό», συμπλήρωσε.
Με πληροφορίες από Guardian