—Γιατί δολοφονήθηκε χθες ακόμα μία γυναίκα, από την Κρήτη αυτή τη φορά;
Η εύκολη, προφανής, πατριαρχικής προέλευσης απάντηση θα ήταν γιατί –σύμφωνα με πληροφορίες- ζήτησε διαζύγιο. Η δύσκολη απάντηση, αυτό που όλοι μαντεύουμε, αλλά καμία επιστήμη δεν μπορεί να καδράρει επακριβώς είναι ότι ανά τον κόσμο βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εν εξελίξει φαινόμενο θανάσιμης κορύφωσης έμφυλης βίας, που πιθανά σχετίζεται με ένα σιωπηρό κύμα αντίδρασης, απόγνωσης και επιθυμίας αντίστασης γυναικών που μέχρι σήμερα υπέφεραν σιωπηλά τη βία στον γάμο ή στις συντροφικές σχέσεις τους.
—Είναι σωστό να λέμε ότι παρατηρείται έξαρση του φαινομένου στο ελληνικό έδαφος ή απλώς τώρα γίνονται αμέσως γνωστά τα αίτια εγκλημάτων που παλιά αποσιωπούνταν ή τσουβαλιάζονταν;
Η αλήθεια είναι ότι ρίχνοντας μία ματιά στα στατιστικά στοιχεία –όσα προσφέρονται δηλαδή, γιατί πριν από το 2019 δεν υπήρχαν σαφή σημεία αναφοράς και σύγκρισης- από το 2019 παρατηρείται μία σταθερή και απρόσκοπτη εξέλιξη του φαινομένου. Συγκεκριμένα, το 2019 σημειώθηκαν 17 γυναικοκτονίες, το 2021, 30 και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στο πρώτο 7μηνο του 2022 βρισκόμαστε ήδη στις 12.
Δυστυχώς, πέρα από τη Νομοθεσία που δεν αναγνωρίζει το έγκλημα της γυναικοκτονίας για εντελώς ανεξήγητους λόγους, οπότε και αρνείται ή υποβαθμίζει το φαινόμενο, τις προεκτάσεις και τη συνέπεια με την οποία εκδηλώνεται, δεν υπάρχει και κάποιος επίσημος φορέας καταγραφής και ανάλυσης των γυναικοκτονιών. Για παράδειγμα, ενώ αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει είτε από την ΕΛ.ΑΣ είτε από τη Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, ακριβώς όπως συμβαίνει από τις αντίστοιχες αρχές σε άλλες χώρες, στη χώρα μας, για την ώρα τουλάχιστον δεν διαφαίνεται κάποια τέτοιου είδους πρόθεση.
—Γιατί;
Σύμφωνα με τα όσα είχε αποκαλύψει πριν από λίγο καιρό στο Ampa, η κυρία Στέλλα Καψαμπέλη, κοινωνιολόγος και πολιτική επιστήμονας, από το ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία, το γιατί δεν τηρείται μία τέτοιου είδους καταγραφή, κυρίως έχει να κάνει με το ότι η γυναικοκτονία καθεαυτή δεν ορίζεται «εντός», ούτε αποτελεί μέρος του ποινικού κώδικα. Επίσης, δεν αναγνωρίζεται ούτε ως υποπερίπτωση του υπάρχοντος αδικήματος της γυναικοκτονίας –για παράδειγμα ως ανθρωποκτονία με βάση το φύλο ή έστω με έμφυλο κίνητρο-
—Οπότε;
Οπότε η ΕΛ.ΑΣ προχωρά στην καταγραφή μόνο των αδικημάτων που τελούνται στο πλαίσιο της ενδο-οικογενειακής βίας (Ν. 3500/2006), που, όπως εξηγεί και η κα Καψαμπέλη είναι και η μόνη νομική παρακαταθήκη, που καλύπτει ένα εύρος εγκλημάτων που αφορούν άμεσα στο φύλο.
—Μετά από τόσα περιστατικά μπορούμε να μιλάμε για το «προφίλ του Έλληνα γυναικοκοκτόνου»;
Όπως λέει και το γνωστό σύνθημα «είναι άντρες καθημερινοί». Δεν εντάσσονται σε κάποια ειδική κατηγορία, δεν έχει να κάνει με τη φυλή, την ηλικία, την καταγωγή, τον τόπο διαμονής και πάει λέγοντας. Αν μπορούσαμε κάπως να κατηγοριοποιήσουμε την κατάσταση, αυτή θα είχε να κάνει με τις «κόκκινες σημαίες» εντός της συζυγικής ή της συντροφικής σχέσης, την περίοδο της σχέσης (αν διανύουν φάση –μηδενικής, συνήθως- διαχείρισης του χωρισμού, της διάστασης ή των προβλημάτων εντός της σχέσης).
—Υπάρχουν εξαιρέσεις σε ό,τι αφορά το κίνητρο της γυναικοκτονίας;
Αν με το «εξαιρέσεις» περιγράφουμε την εργαλειοποίηση των –σε συντριπτικό ποσοστό ανύπαρκτων- ψυχικών νοσημάτων, όχι δεν υπάρχουν. Και για να αποσαφηνιστεί πλήρως: όχι ότι δεν υπάρχουν περιπτώσεις με ιστορικό προβλημάτων ψυχικής υγείας. Όμως, το μοτίβο που έχουμε παρακολουθήσει μέχρι σήμερα είναι η υπεράσπιση να επιχειρεί κάθε φορά να ισχυριστεί ψυχιατρικό υπόβαθρο, το οποίο και όπλισε το χέρι του γυναικοκτόνου.
—Παρατηρούμε μια αλλαγή στον τρόπο ομολογίας / παράδοσης του δράστη;
Ναι. Από την υπόθεση του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου και μετά, και κυρίως μετά το περίφημο «δόγμα Μπαλάσκα», η πλειονότητα των γυναικοκτόνων παραδίδεται αυτοβούλως στις αρχές. Επίσης, το ακόμα πιο τραγικό στην εξέλιξη αυτού του μοτίβου είναι ότι αφήνουν κάποιο μέλος της οικογένειας να...ενημερωθεί πρώτο για την αποτρόπαια πράξη. Ας πούμε, το τελευταίο διάστημα βλέπουμε να εντοπίζει το άψυχο σώμα της γυναίκας / μητέρας ο γιος ή η κόρη του θύματος και του θύτη.
—Έχει αλλάξει κάτι στον τρόπο με τον οποίο τα media αντιμετωπίζουν τις γυναικοκτονίες;
Ούτε καν. Τα έμφυλα εγκλήματα πάντοτε έχουν ενδιαφέρον από την πλευρά της κλειδαρότρυπας που κοιτά ευθεία στη ζωή της γυναίκας που δολοφονήθηκε. Πόσο χρονών ήταν, το είδος της σχέσης της με το δράστη, τι μητέρα ήταν, τι προηγούμενες σχέσεις είχε, γιατί ζήτησε διαζύγιο, τι σχέσεις είχε με τους γείτονες και πάει λέγοντας. Για τον δράστη, η κάλυψη της πράξης του είναι προεξοφλημένα δικαιολογημένη τις περισσότερες φορές: «γιατί υποψιαζόταν ότι τον απατούσε», «γιατί του είχε ζητήσει διαζύγιο», και πάει λέγοντας.
Κοινώς, αναπαράγεται σχεδόν από παντού κακοποιητικός λόγος και στερεότυπα που αντί να ανοίξουν επί της ουσίας την κουβέντα, την πάνε πίσω, με τον πιο βολικό τρόπο για τον θύτη. Την επιτομή του παραλογισμού τα ελληνικά media την έζησαν με τη χολιγουντοποίηση της περσόνας του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου. Τα περί «γοητείας» του τροφοδότησαν για καιρό και τα Μέσα Ενημέρωσης και υπογείως και την υπερασπιστική γραμμή που ακολουθήθηκε στην περίπτωσή του.
—Κάποιες εικασίες, ωστόσο, που να εξηγούν και κάπως επίσημα την έξαρση του φαινομένου θα υπάρχουν. Ή όχι;
Συστηματικές μελέτες που να εξηγούν τεκμηριωμένα τα απανωτά πλέον περιστατικά έμφυλης βίας, δυστυχώς δεν υπάρχουν ακόμη. Όμως, οι εικασίες οδηγούν, στο ότι η ενημέρωση –ειδικά μετά το ελληνικό #MeToo-, η χειραφέτηση και η συζήτηση για το φαινόμενο, αλλά και το γεγονός ότι πλέον λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ενδεχομένως έχουν δημιουργήσει ένα κύμα αντίδρασης και διάθεσης να καταπνιγούν οι προσπάθειες να ακούγονται τα θύματα, και να λαμβάνουν τη σωστή και πολλές φορές σωτήρια ενημέρωση για τη διάσωσή τους.
—Δεν είναι αστείο, όμως, να λέμε ότι εξοργίζονται οι πατριαρχικές δομές στην Ελλάδα και αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο;
Δεν γελάει κανείς με αυτό το αστείο. Χρειάζεται περισσότερο από ποτέ πρόσβαση των γυναικών που κακοποιούνται σε ασφαλείς τρόπους απόδρασης από τα κακοποιητικά περιβάλλοντα στα οποία ζουν και «γέφυρες» (κρατικές και ιδιωτικές) για τη μετάβασή τους σε ασφαλείς δομές.
—Μας διαφεύγει κάτι εδώ και αναφορικά με τη χρήση του όρου «γυναικοκτονία» στην Ελλάδα;
Ναι. Έχουμε συνηθίσει με τον όρο γυναικοκτονία να αναφερόμαστε σε εγκλήματα αποκλειστικά ενδοσυντροφικά ή από εν διαστάσει συντρόφους και συζύγους, ενώ με τον όρο εννοούμε τη δολοφονία μίας γυναίκας ανεξαρτήτως οικογενειακής κατάστασης και ηλικίας, βιοτικού επιπέδου και εθνικότητας, είδους σχέσης με τον δράστη. Για παράδειγμα, σχεδόν ξεχνάμε τις μητροκτονίες, τις δολοφονίες ηλικιωμένων γυναικών (geronticide), όχι μόνο από τον σύζυγο, αλλά από διάφορα μέλη της οικογένειάς τους ή του ευρύτερου κοινωνικού τους περίγυρου, αλλά και τις δολοφονίες προσφυγισσών και μεταναστριών.