Στα μέσα Οκτωβρίου το ΑΠΕ-ΜΠΕ είχε μεταδόσει τηλεγράφημα για μία τυχαιοποιημένη μελέτη της χρήσης κολονοσκόπησης για την πρόληψη του ορθοκολικού καρκίνου (του παχέος εντέρου).
Το δημοσίευμα υποστήριζε ότι η μελέτη είχε δείξει πως η κολονοσκόπηση δεν ήταν όσο αποτελεσματική είχε προηγουμένως θεωρηθεί, «ωστόσο, πρόκειται για διαστρέβλωση των επιστημονικών δεδομένων», όπως σημειώνουν τα Ellinika Hoaxes.
Τι ισχύει
Η κολονοσκόπηση, εγχώρια, συστήνεται να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον από την ηλικία των 50 ετών και κάθε δεκαετία, ωστόσο, καθώς συχνά εκλαμβάνεται ως άβολη επέμβαση, ένα σημαντικό ποσοστό των υποψηφίων την αποφεύγει. Κολονοσκόπηση συνιστά την πλέον καθιερωμένη μέθοδο εξέτασης του παχέος εντέρου για σχετικά προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου καρκίνου.
Οι μέχρι πρότινος μελέτες για την αποτελεσματικότητα της κολονοσκόπησης, βασίζονται στην παρατήρηση πληθυσμιακών ομάδων που μόνες τους επέλεξαν ή όχι να πραγματοποιήσουν την εν λόγω εξέταση. Όμως, γενικώς στην φαρμακευτική, τα πιο αξιόπιστα αποτελέσματα θεωρείται ότι λαμβάνονται με τον τυχαιοποιημένο διαχωρισμό ενός πληθυσμού και παρότρυνση της μιας υποομάδας προς εφαρμογή της εξεταζόμενης πρακτικής. Η επίμαχη μελέτη είναι η πρώτη τέτοιου τύπου που δημοσιεύεται στην βιβλιογραφία.
Ωστόσο, έχει αναγνωριστεί ότι κάθε ατομική τυχαιοποιημένη μελέτη δεν υπερέχει απαραιτήτως απέναντι σε συγκεκριμένες μελέτες παρατήρησης, καθώς η τυχαιοποιημένη μπορεί να παρουσιάζει ειδικές αδυναμίες.
Εντός της μελέτης, διευκρινίζεται ότι μόλις το 42% ακολούθησε την πρόσκληση της κολονοσκόπησης, και ότι έτσι, η “ειδική” αποτελεσματικότητα της πρακτικής απέναντι στην εμφάνιση καρκίνου ανήλθε σε 31%, ενώ απέναντι στην αποτροπή σχετικού θανάτου, ανήλθε σε 50%.
Ταυτόχρονα με την επίμαχη μελέτη, το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό The New England Journal of Medicine (NEJM), δημοσίευσε και ένα συνοδευτικό εκδοτικό άρθρο (editorial), που υπογράμμισε τους τρόπους με τους οποίους η μελέτη μπορούσε να παρερμηνευτεί, με αποτέλεσμα την υποτίμηση της πραγματικής αποτελεσματικότητας της κολονοσκόπησης.
Εκτός του γεγονότος ότι οι περισσότεροι προσκεκλημένοι δεν ακολούθησαν την πρόσκληση, το άρθρο σημείωσε ότι η διάρκεια εξέτασης της μελέτης δεν ήταν ακόμη επαρκής ώστε να καταγραφούν όλα τα οφέλη της, ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ιατρών που συμμετείχαν στην μελέτη δε φαίνεται να πληρούσε ικανοποιητικά στάνταρ εντοπισμού όγκων, και ότι ένα μέρος των ασθενών που δεν ακολούθησαν την πρόσκληση ανήκε συχνότερα στην ομάδα χαμηλού ρίσκου, παράγοντες που οδηγούν σε επίπλαστη μείωση αποτελεσματικότητας.
Την μέρα που δημοσιεύτηκε η μελέτη και τις αμέσως επόμενες, τουλάχιστον 4 αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς (ACS, CCA, ASGE, NCCRT), κατέκριναν τον τρόπο με τον οποίο πολλά ΜΜΕ περιέγραψαν τα ευρήματά της. Οι φορείς υπογράμμισαν ότι μια συνολική ανασκόπηση των επιστημονικών δεδομένων, καταδείκνυε ότι η κολονοσκόπηση παρέμενε η πλέον ενδεδειγμένη πρακτική για τον εντοπισμό του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα στοιχεία, καθώς και το εύρος της στατιστικής αβεβαιότητας των εκτιμήσεων, η επίμαχη μελέτη δεν καταδεικνύει καμιά σαφώς μειωμένη αποτελεσματικότητα της κολονοσκόπησης σε σχέση με τις προηγούμενες μελέτες.
Τέλος, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι η βασική παρανόηση επί των αποτελεσμάτων της μελέτης, οφείλεται στην εστίασή της. Η μελέτη δεν έθεσε ως επίκεντρο την οπτική ενός ασθενή που επιλέγει την εξέταση κολονοσκόπησης, αλλά την οπτική των φορέων υγείας που χρειάζεται να επιλέξουν την συνολικά αποτελεσματικότερη πρόσκληση προς τους ασθενείς. Προφανώς, αν μια ελαφρώς λιγότερο αποτελεσματική πρακτική τείνει να εφαρμόζεται από σημαντικά περισσότερους προσκεκλημένους, θα είναι αποτελεσματικότερη σε συνολικό επίπεδο δημόσιας υγείας.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και άλλες, λιγότερο επεμβατικές εναλλακτικές εξετάσεις του εντέρου εκτός από την κολονοσκόπηση, που αφορούν την αξονική τομογραφία, την εξέταση των κοπράνων ή τον έλεγχο των σωματικών υγρών. Ωστόσο, αυτές οι εξετάσεις χρειάζεται να πραγματοποιούνται συχνότερα, και δεν θεωρούνται κατάλληλες για ασθενείς αυξημένου ρίσκου, ενώ στην τελευταία περίπτωση, δεν έχουν μελετηθεί ακόμη ικανοποιητικά.
Συμπέρασμα
Δεν ισχύει ότι νέα μελέτη έδειξε ότι η κολονοσκόπηση για την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου, δεν είναι όσο αποτελεσματική είχε προηγουμένως θεωρηθεί.
Όταν λαμβάνεται υπόψη ότι μόνο το 42% όσων προσκλήθηκαν για κολονοσκόπηση όντως ακολούθησαν την πρόσκληση, τότε η εκτιμώμενη αποτελεσματικότητα της πρακτικής ανέρχεται σε 31% κατά της εμφάνισης τοπικού καρκίνου και 50% κατά του αντίστοιχου θανάτου. Επιπλέον, οι συντάκτες της μελέτης, οι συγγραφείς συνοδευτικού επεξηγηματικού άρθρου, 4 αρμόδιοι φορείς υγείας και πολυάριθμοι ειδικοί ανά τον κόσμο, συναίνεσαν ότι μεθοδολογικοί περιορισμοί της μελέτης, πιθανότατα οδήγησαν σε περαιτέρω υποτίμηση του πραγματικού οφέλους.
Έτσι, η επίμαχη μελέτη δεν καταδεικνύει καμιά σαφώς μειωμένη αποτελεσματικότητα της κολονοσκόπησης σε σχέση με τις προηγούμενες μελέτες. Τέλος, οι φορείς υγείας υπογράμμισαν ότι μια συνολική ανασκόπηση των επιστημονικών δεδομένων, καταδείκνυε ότι η κολονοσκόπηση παρέμενε η πλέον ενδεδειγμένη πρακτική για τον εντοπισμό του καρκίνου του παχέος εντέρου.