Η επιστολή που εστάλη από την κυβέρνηση Τραμπ προς το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και η οποία πυροδότησε την αντιπαράθεση «εστάλη από λάθος», ισχυρίζονται τώρα Αμερικανοί αξιωματούχοι.
Το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ έλαβε την Παρασκευή, 11 Απριλίου, μια επιστολή από την κυβέρνηση Τραμπ, η οποία περιλάμβανε αιτήματα για προσλήψεις, εισαγωγές και πρόγραμμα σπουδών. Τα αιτήματα κρίθηκαν τόσο επαχθή από τους πανεπιστημιακούς αξιωματούχους, ώστε αποφάσισαν να κινηθούν άμεσα εναντίον του Λευκού Οίκου. Το πανεπιστήμιο ανακοίνωσε δημόσια την πρόθεσή του να απορρίψει τις απαιτήσεις, προκαλώντας μία σφοδρή αντιπαράθεση με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Ωστόσο, λίγο μετά την ανακοίνωση, ένας αξιωματούχος της ειδικής ομάδας του Λευκού Οίκου για την αντιμετώπιση του αντισημιτισμού επικοινώνησε με το Χάρβαρντ, λέγοντας ότι η επιστολή δεν έπρεπε να είχε σταλεί, λέγοντας πως είχε χαρακτηριστεί ως «μη εξουσιοδοτημένη». Η επιστολή είχε σταλεί από τον Σον Κέβνεϊ, αναπληρωτή γενικό σύμβουλο του υπουργείου Υγείας και μέλος της ειδικής ομάδας της αμερικανικής κυβέρνησης για τον αντισημιτισμό, με επίσημο κυβερνητικό λογότυπο και υπογραφές τριών ομοσπονδιακών αξιωματούχων.
Κρίση με το Χάρβαρντ: Διπλωματικό μπρα ντε φερ και σύγχυση στον Λευκό Οίκο
Παρότι το περιεχόμενο της επιστολής κρίθηκε αυθεντικό, υπήρξε σύγχυση εντός της κυβέρνησης για το πώς και γιατί εστάλη. Ορισμένοι αξιωματούχοι είπαν ότι στάλθηκε πρόωρα, ενώ άλλοι πίστευαν πως προοριζόταν για εσωτερική χρήση εντός της task force.
Αλλά το timing στο οποίο έφτασε η επιστολή ήταν κρίσιμο: Οι αξιωματούχοι του Χάρβαρντ πίστευαν ότι είχαν ακόμη τη δυνατότητα να αποφύγουν μια σύγκρουση με τον Τραμπ. Τις προηγούμενες δύο εβδομάδες, το πανεπιστήμιο και η ειδική ομάδα είχαν εμπλακεί σε έναν διάλογο. Ωστόσο, οι απαιτήσεις που περιλάμβανε η επιστολή ήταν τόσο ακραίες, που το Χάρβαρντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια συμφωνία δεν ήταν πια εφικτή.
Ως απάντηση, ο Λευκός Οίκος κλιμάκωσε την πίεση: Πάγωσε 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια σε ομοσπονδιακή χρηματοδότηση και απείλησε με ανάκληση της φορολογικής απαλλαγής του πανεπιστημίου. Εκπρόσωποι του Λευκού Οίκου δήλωσαν ότι το Χάρβαρντ θα έπρεπε να είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά πριν προβεί σε δημόσια ανακοίνωση, ενώ άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο επανέναρξης των συζητήσεων, εφόσον το πανεπιστήμιο απολογηθεί για την υποτιθέμενη ανοχή στον αντισημιτισμό.
«Ήταν κακή πρακτική από την πλευρά των δικηγόρων του Χάρβαρντ το γεγονός ότι δεν σήκωσαν το τηλέφωνο και δεν επικοινώνησαν με τα μέλη της ειδικής ομάδας για τον αντισημιτισμό, με τα οποία συνομιλούσαν για εβδομάδες», δήλωσε η Μέι Μέιλμαν, ανώτερο στέλεχος του Λευκού Οίκου. «Αντίθετα, το Χάρβαρντ προχώρησε σε μια εκστρατεία θυματοποίησης».
Η κρίσιμη επιστολή προς το Χάρβαρντ και οι επακόλουθες αντιδράσεις
Το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ απέρριψε τον ισχυρισμό του Λευκού Οίκου ότι όφειλε να επικοινωνήσει με τους δικηγόρους της κυβέρνησης μετά την παραλαβή της επίμαχης επιστολής.
«Η επιστολή υπογράφηκε από τρεις ομοσπονδιακούς αξιωματούχους, τοποθετήθηκε σε επίσημο επιστολόχαρτο, στάλθηκε από το προσωπικό email ενός ανώτερου αξιωματούχου και παραδόθηκε στις 11 Απριλίου, όπως είχε συμφωνηθεί», ανέφερε το Χάρβαρντ σε δήλωση την Παρασκευή. «Οι παραλήπτες τέτοιου είδους αλληλογραφίας από την κυβέρνηση των ΗΠΑ —ακόμη και όταν περιέχει σαρωτικές και υπερβολικές απαιτήσεις— δεν αμφισβητούν την αυθεντικότητα ή τη σοβαρότητά της».
Η δήλωση προσθέτει: «Παραμένει ασαφές για εμάς τι ακριβώς θεωρεί η κυβέρνηση λάθος ή τι πραγματικά ήθελε να εκφράσει. Ωστόσο, ακόμη κι αν η αποστολή της επιστολής έγινε εκ παραδρομής, οι ενέργειες της κυβέρνησης αυτή την εβδομάδα έχουν πραγματικές συνέπειες — τόσο για τους φοιτητές και τους εργαζόμενους όσο και για τη θέση της αμερικανικής ανώτατης εκπαίδευσης διεθνώς».
Έκπληξη και απογοήτευση στο Χάρβαρντ
Η επιστολή συγκλόνισε το Χάρβαρντ, όχι μόνο εξαιτίας των ακραίων αιτημάτων, αλλά και επειδή εστάλη σε μια περίοδο όπου η ηγεσία του πανεπιστημίου, μαζί με τους εξωτερικούς νομικούς της συμβούλους, θεωρούσαν πως υπήρχε ακόμα περιθώριο αποφυγής μιας ανοιχτής σύγκρουσης με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Για περίπου δύο εβδομάδες, οι δικηγόροι του Χάρβαρντ, Γουίλιαμ Μπερκ και Ρόμπερτ Χουρ, άκουγαν τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να εκφράζουν, με αρκετά γενικούς όρους, τις ανησυχίες της διοίκησης για τον τρόπο με τον οποίο το πανεπιστήμιο χειρίστηκε ζητήματα αντισημιτισμού και άλλες ευαίσθητες θεματικές.
Από την πλευρά της κυβέρνησης στις συζητήσεις συμμετείχαν τρεις νομικοί: ο Τζος Γκρούενμπαουμ, υψηλόβαθμο στέλεχος της Γενικής Διοίκησης Υπηρεσιών, ο Τόμας Γουίλερ, αναπληρωτής γενικός νομικός σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας, και ο Σον Κέβνεϊ.
Η επιστολή, η οποία επρόκειτο να αποσαφηνίσει τις θέσεις της κυβέρνησης, τελικά περιλάμβανε αιτήματα που το Χάρβαρντ θεώρησε αδιαπραγμάτευτα και εξωπραγματικά. Παρά την αρχική διάψευση από αξιωματούχους όπως ο κ. Γκρούενμπαουμ, ότι η επιστολή δεν είχε εγκριθεί, η κυβέρνηση Τραμπ δεν την απέσυρε ούτε ανασκεύασε επίσημα.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω όταν παρόμοια κλήση δόθηκε και σε νομικό σύμβουλο του Πανεπιστημίου Κολούμπια, υποδηλώνοντας ότι το λάθος μπορεί να επεκτάθηκε και σε άλλα ιδρύματα. Οι υπεύθυνοι του Χάρβαρντ, ορισμένοι εκ των οποίων έχουν υπηρετήσει σε προηγούμενες κυβερνήσεις, εξέφρασαν σοκ για την προχειρότητα με την οποία εστάλη μια τόσο σημαντική επιστολή.
Παρά την αποστασιοποίηση κάποιων στελεχών της κυβέρνησης από την επιστολή, οι κυρώσεις προς το Χάρβαρντ παρέμειναν σε ισχύ, αποδεικνύοντας ότι η σύγκρουση είχε ήδη περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή.
Με πληροφορίες από New York Times