—Γιατί παρατηρούνται τέτοιες ελλείψεις σε φάρμακα στα φαρμακεία όλης της χώρας;
«Οι ελλείψεις που παρατηρούνται είναι δύο ειδών και εξηγώ τι σημαίνει αυτό. Υπάρχει μια έλλειψη σε φάρμακα τα οποία, με εγκεκριμένη από τον ΕΟΦ ενδοκοινοτική διακίνηση, εξάγονται, και όταν παρατηρείται κάποια έλλειψη, γίνεται προσωρινή απαγόρευση αυτών των εξαγωγών. Εν συνεχεία, όταν αποκατασταθεί η έλλειψη, γίνεται άρση της απαγόρευσης και ούτω καθεξής σε ετήσια βάση. Αυτό συνέβαινε πάντα και συνεχίζει και συμβαίνει και δημιουργεί τις γνωστές ελλείψεις σε πολλές κατηγορίες φαρμάκων ,που βεβαίως μας ταλαιπωρεί, αλλά είναι κάτι διαφορετικό με τις ελλείψεις που το τελευταίο διάστημα παρατηρούνται» εξηγεί στη LIFO η φαρμακοποιός, Ιωάννα – Γαρυφαλλιά Βεσλεμέ, Αντιπρόσωπος στον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο (ΠΦΣ) και μέλος του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου Π. Φ. Σ. και συνεχίζει ακόμα πιο αναλυτικά: «Το μεγάλο πρόβλημα όμως αυτή τη στιγμή αποτελεί το άλλο είδος των ελλείψεων σε φάρμακα καθημερινά και απολύτως αναγκαία όπως αντιβιώσεις, εισπνεόμενα, παιδικά σιρόπια, παρακεταμόλη, ορούς και άλλα. Αυτό το φαινόμενο είναι πρωτόγνωρο στα ελληνικά και ευρωπαϊκά χρονικά και συμβαίνει:
¤ λόγω της έκρυθμης αύξησης των ιώσεων, κυρίως παιδικών, απόρροια ίσως του εγκλεισμού και της προστασίας που είχαμε μέχρι τώρα λόγω covid,
¤ λόγω της ζήτησης αυτών των φαρμάκων από τους πολίτες, που φοβούμενοι των ιώσεων και της κατάστασης που ζούμε, θέλουν να έχουν και απόθεμα, ακόμα και αν δεν υπάρχει άμεση ανάγκη, και βεβαίως
¤ λόγω βεβαίως της έλλειψης των πρώτων υλών, που καθιστά αδύνατη την παρασκευή τους σε πρώτη φάση.
Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί, πως η κάθε φαρμακευτική εταιρεία δεν ήταν έτοιμη να καλύψει αυτό το πλήθος των αναγκών, ακόμα και αν είναι υποχρεωμένη να έχει απόθεμα για τρεις μήνες, βάσει πρωτοκόλλων».
—Πώς φτάσαμε στο σημείο να μην μπορεί ο καταναλωτής να βρει για παράδειγμα παιδικό Ντεπόν ή Aerolin;
«Φτάσαμε σε αυτό το σημείο, όπως προείπα, από την αύξηση των ιώσεων, άρα και τη ζήτηση των φαρμάκων, και της αδυναμίας κάλυψης των αναγκών από τις εταιρείες, οι οποίες, όποια παραγωγή καταφέρνουν και κάνουν, τη δίνουν άμεσα στην αγορά, γι’ αυτό για παράδειγμα, τη μία εβδομάδα μπορεί να υπάρχει παρακεταμόλη και σε τρεις μέρες να μη βρίσκουμε καθόλου, και ξανά το ίδιο, όσο καλύπτει τις ανάγκες δηλαδή η παραγωγή.
Ουσιαστικά, θα θέλαμε μεγαλύτερη παραγωγή σε αυτή την περίοδο, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να λυθεί μέσα σε λίγες ημέρες, άπτεται βέβαια και στη δυνατότητα λειτουργίας των φαρμακευτικών εταιρειών».
—Υπήρξαν έγκαιρες προειδοποιήσεις γι’ αυτό που ζούμε τελικά σήμερα;
«Δεν υπήρξε καμία προειδοποίηση, καθώς η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου και πολλαπλασιάστηκαν οι ανάγκες, χωρίς να υπάρξει πρόγνωση αυτού του φαινομένου. Ενδεικτικά, αν ευρωπαϊκά υπήρχε ανάγκη για ένα φάρμακο ποσότητας 20 εκατομμυρίων, ανέβηκε στα 60 εκατομμύρια αυτή την περίοδο. Οι εταιρείες έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης, αφού δεν κάλυψαν με τα αποθέματα που νομίζαμε πως όντως είχαν από τα πρωτόκολλα τους».
—Τι επιλογές έχει ο καταναλωτής από τη στιγμή που μετά από σαφάρι σε 2-3 φαρμακεία δεν έχει βρει το φάρμακο που χρειάζεται;
«Οι επιλογές που έχει ο ασθενής / πολίτης είναι να ρωτά τον φαρμακοποιό του αν υπάρχει κάποιο γενόσημο ή ανάλογο φάρμακο αρχικά, και να τηρεί αντίστοιχα το δοσολογικό σχήμα του γιατρού, φυσικά όντας σε επικοινωνία μαζί του αν χρειάζεται. Στην περίπτωση που το φάρμακο δεν αντικαθίσταται με άλλο, ο πολίτης με τον φαρμακοποιό επικοινωνούν με το γιατρό, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να βρουν την πιο κοντινή λύση.
Σε αυτές τις περιπτώσεις συγκεκριμένα, οι φαρμακοποιοί μεταξύ μας είμαστε πολύ αλληλέγγυοι και είμαστε συνεχώς σε επικοινωνία, ώστε να δούμε ποιος μπορεί να διαθέτει το προς αναζήτηση φάρμακο, και να κατευθύνουμε τον πολίτη στο συνάδελφο . Οι γιατροί, ασφαλώς, που ζουν μαζί μας αυτή τη δυσκολία, κατανοούν και βοηθούν με κάθε δυνατή λύση».
—Έχουμε εικόνα για το πότε θα εξομαλυνθεί αυτή η κατάσταση;
«Δυστυχώς, για να είμαστε ειλικρινείς, όχι, δεν μπορούμε ακόμα να έχουμε εικόνα, και όσο και αν ελπίζουμε, η άμεση αποκατάσταση είναι ουτοπική. Περιμένουμε φυσικά την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος από τις φαρμακευτικές που με τη σειρά τους πρέπει να βρουν τις πρώτες ύλες και να προχωρήσουν στην παραγωγή. Οι φαρμακαποθήκες, πιστεύουμε, πως έχουν συναίσθηση του προβλήματος, και οι όποιες εξαγωγές κάνουν δεν έχουν σχέση με αυτήν την κατηγορία φαρμάκων.
Το πρόβλημα που βιώνει ο φαρμακοποιός, είναι πως δεν μπορεί να δουλέψει και να εξυπηρετήσει επαρκώς. Σε πολλές περιπτώσεις, βρισκόμαστε μαζί με τον πολίτη σε απόγνωση, φοβόμαστε την επόμενη συνταγή που θα μας έρθει και δεν θα μπορέσουμε να εκτελέσουμε, και επειδή υπάρχει αυτή η ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης-ενσυναίσθησης με τον ασθενή, βιώνουμε πολλαπλά τον πόνο του καθενός. Οικονομικά και βιοποριστικά βεβαίως, έχουμε ζημία, γιατί αυτές οι ελλείψεις αποτελούν τα βασικά είδη που διακινεί το φαρμακείο».
*Η κα Βεσλεμέ είναι μέλος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Πειραιά (ΦΣΠ)