ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, τον Μάρτιο του 2023, γράφαμε στη LiFO ότι αυτό θα αποτελούσε πολιτικό ορόσημο και πως στο εξής θα μιλούσαμε για την περίοδο προ των Τεμπών και μετά τα Τέμπη. Τότε η κυβέρνηση αμφισβητήθηκε ως προς την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά της. Οι δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν κατέγραψαν σαφή πτώση και οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούσαν πως η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας στις εθνικές εκλογές θα ήταν σχεδόν αδύνατη. Επισημαίναμε, όμως, την πολιτική ρευστότητα που επικρατούσε, η οποία δεν επέτρεπε βεβαιότητες, καθώς και την ιδιαιτερότητα που υπήρχε, από τη δημοσκοπική υποχώρηση της κυβέρνησης να μην κερδίζει τίποτα η αξιωματική αντιπολίτευση.
Η εξήγηση γι’ αυτήν τη μη συνήθη κατάσταση ήταν ότι η ελληνική κοινωνία αντιλαμβανόταν πως «πέρα από την αντικειμενική και αδιαμφισβήτητη ευθύνη της κυβέρνησης, όλοι έχουν δώσει από μια μαχαιριά στον σιδηρόδρομο», καθώς η κακοδαιμονία του και όσα ήρθαν στο φως κατέδειξαν ότι βρισκόταν σε απόλυτη παρακμή εδώ και πολλά χρόνια. «Ένας βαθιά διεφθαρμένος οργανισμός με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, οι οποίες αδιαφορούσαν και διαπλέκονταν με τους εργολάβους που κέρδιζαν ακόμα και πάνω από το “πτώμα” του». Μια κατάσταση σήψης που αποτελείωσαν η πολιτική που επιβλήθηκε με τα μνημόνια και η πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ στους Ιταλούς (η οποία ήταν σχεδόν χαριστική). Ακόμα και όταν υπήρξε η δυνατότητα να γίνει κάποιος εκσυγχρονισμός του σιδηροδρόμου, όπως με την περίφημη σύμβαση 717 για την τηλεδιοίκηση, όπου σπαταλήθηκαν εκατομμύρια, αθέμιτα και διακομματικά πολιτικοοικονομικά συμφέροντα δεν τον επέτρεψαν.
Τελικά, η κυβέρνηση, επειδή φοβήθηκε το πολιτικό κόστος που μπορεί να είχε (μπορεί και όχι) αν έκανε το σωστό, πληρώνει τώρα ένα πολύ μεγαλύτερο, με το 80% της κοινής γνώμης να πιστεύει πως δεν έκανε όσα χρειάζονταν για να ρίξει φως στα αίτια του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών.
Γράφαμε, επίσης, πως για το θέμα της διαπλοκής με τους εργολάβους και για τα πραγματικά αίτια της καθυστέρησης του έργου σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης υπήρχε πλήρης συγκάλυψη από τα κόμματα εξουσίας και πως τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση απέφευγαν να μιλήσουν για τα πραγματικά αίτια και τη ρίζα του κακού. Επομένως, καμία αισιοδοξία δεν υπήρχε ότι θα διορθωνόταν τελικά αυτό που με κάθε τρόπο όλοι προσπαθούσαν να κρύψουν. Η κυβέρνηση επιχείρησε εξαρχής να περιορίσει την ευθύνη στα ανθρώπινα λάθη που έγιναν και η αντιπολίτευση να ρίξει την ευθύνη στην κυβέρνηση, χωρίς καμία διάθεση πραγματικής αποκάλυψης των ουσιαστικών αιτιών και την ανάδειξη όσων έπρεπε να αλλάξουν.
Τα Τέμπη αφαίρεσαν τότε από την κυβέρνηση την πρωτοβουλία των κινήσεων, και ήταν προφανές πως είχαν τη δύναμη να το κάνουν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε τελικά με αυτοδυναμία τις εκλογές του 2023 λίγους μήνες μετά, επειδή παραδέχτηκε κάποιες από τις αδυναμίες της κυβέρνησής του, υποσχόμενος ότι θα προχωρούσε σε γενναίες αλλαγές και θα τιμωρούνταν κάθε υπεύθυνος. Κυρίως, όμως, τα κατάφερε χάρη στην αξιωματική αντιπολίτευση και την αδυναμία της να πείσει ότι εκείνη μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα. Δύο χρόνια μετά, η περίοδος χάριτος έχει λήξει προ πολλού και οι υποσχέσεις έμειναν ανεκπλήρωτες, με την κυβέρνηση να τα μεταθέτει όλα στη Δικαιοσύνη, ενώ στο μεταξύ έχουν αναδειχτεί πολλές σκιές και βάσιμες αμφιβολίες για τους κυβερνητικούς χειρισμούς.
Όταν τότε η ίδια η κυβέρνηση χαρακτήριζε με οργή τα περί μπαζώματος ως θεωρίες συνωμοσίας και διαβεβαίωνε με απόλυτο τρόπο ότι δεν υπήρχαν εύφλεκτες ύλες, ενώ τώρα λέει ότι το μπάζωμα έγινε, αλλά ήταν για καλό σκοπό και τελικά μπορεί και να υπήρχαν παράνομες εύφλεκτες ύλες, έχει ήδη υπονομεύσει από μόνη της την αξιοπιστία της. Όταν το πεδίο του δυστυχήματος αποδεδειγμένα αλλοιώθηκε, χωρίς την έγκριση των ανακριτικών αρχών, που τώρα αναζητούν τους υπεύθυνους και η κυβέρνηση γνωρίζει αλλά δεν απαντά, ούτε τιμωρεί, απομακρύνοντας εκείνους που πήραν την πρωτοβουλία, είναι αναμενόμενο να τροφοδοτούνται σενάρια συγκάλυψης. Όταν η κυβέρνηση περιμένει από τη Δικαιοσύνη να της υποδείξει ποιος μεσολάβησε για να διοριστεί παράνομα ο μοιραίος σταθμάρχης και ποιοι ήταν αυτοί που το επέτρεψαν να συμβεί, είναι εύλογο να αμφισβητείται η αποτελεσματικότητά της. Τελικά, η κυβέρνηση, επειδή φοβήθηκε το πολιτικό κόστος που μπορεί να είχε (μπορεί και όχι) αν έκανε το σωστό, πληρώνει τώρα ένα πολύ μεγαλύτερο, με το 80% της κοινής γνώμης να πιστεύει πως δεν έκανε όσα χρειάζονταν για να ρίξει φως στα αίτια του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών.
Παραμένει αξιοπρόσεκτο, όμως, το ότι ενώ το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις αυθόρμητες και ακομμάτιστες μαζικές διαδηλώσεις, προσπαθούν να αξιοποιήσουν τη λαϊκή οργή για τα Τέμπη, δεν τα καταφέρνουν. Αυτό καταγράφεται ξεκάθαρα στις δημοσκοπήσεις και συμβαίνει κυρίως επειδή δεν έχουν πείσει την ελληνική κοινή γνώμη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει κατρακυλήσει σε μονοψήφιο ποσοστό, βλέπει τα Τέμπη ως ευκαιρία και θεωρεί πως η λαϊκή οργή μπορεί να τροφοδοτήσει για άλλη μια φορά την άνοδό του, αν κάνει κάποιες κινήσεις και εμφανιστεί ως ο εκφραστής αυτής της οργής. Η ελληνική κοινωνία, όμως, θυμάται την καταστροφική διαχείριση της πυρκαγιάς στο Μάτι (για την οποία η δίκη στον δεύτερο βαθμό συνεχίζεται σε πλήρη αδιαφορία των πολιτικών), αλλά και την προσπάθεια συγκάλυψης που αποκαλύφθηκε από έναν γενναίο πραγματογνώμονα, στον οποίο αξιωματούχοι της Πυροσβεστικής ζητούσαν να θάψει τα στοιχεία με εντολή υπουργού. Ακόμα και για τη σύμβαση 717, η οποία θα μπορούσε να αποτρέψει δυστυχήματα σαν αυτό των Τεμπών, αν είχε υλοποιηθεί, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει τεράστιες ευθύνες, καθώς έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί στη θητεία της. Επίσης, ακόμα και τώρα περιορίζεται στο να καταγγέλλει την κυβέρνηση, χωρίς να αναδεικνύει τα συγκεκριμένα αίτια, τη διαπλοκή, τη διαφθορά και τα συμφέροντα που διατηρούσαν τον σιδηρόδρομο σε αυτήν τη σχεδόν τριτοκοσμική κατάσταση.
Το ΠΑΣΟΚ, που τώρα ζητά προανακριτική για τον Χρ. Τριαντόπουλο και την αλλοίωση του πεδίου του δυστυχήματος, το κάνει αφού προηγήθηκαν οι μαζικές διαδηλώσεις, ενώ όλα τα στοιχεία που επικαλείται υπήρχαν μήνες πριν, αλλά δεν τα αξιολογούσε τότε.
Η κρίση αξιοπιστίας, η οποία έχει αυξηθεί πολύ μετά τα Τέμπη, αφορά όλο το πολιτικό σύστημα και κυρίως τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης που έχουν κυβερνήσει αδυνατούν να πείσουν για τις αγαθές προθέσεις τους και η λαϊκή δυσαρέσκεια διοχετεύεται σε κόμματα που θεωρούνται «αντισυστημικά» και βρίσκονται κυρίως στο δεξιό και ακροδεξιό φάσμα ή παραμένει χωρίς πολιτική έκφραση. Η κοινωνία αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που της κρύβουν και οι επικοινωνιακές τακτικές δεν μπορούν πλέον να σκεπάσουν τις ευθύνες κανενός για τα Τέμπη. Ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει το πολιτικό σύστημα τη χαμένη αξιοπιστία του είναι να αλλάξει πραγματικά, αλλά αυτό μοιάζει πολύ δύσκολο.