Τι θα ήταν ανάρμοστο να γραφτεί σήμερα στα κοσμαγάπητα βιβλία του Ρόαλντ Νταλ, όπως η «Ματίλντα», ο «Μεγάλος Φιλικός Γίγαντας» και το «Εργοστάσιο Σοκολάτας»; Και τι θα αφαιρέσουν οι εκδότες του, η Roald Dahl Story Company, ένα «χρυσωρυχείο» που δείχνει να θέλει να προσαρμοστεί στα κελεύσματα και τα αιτήματα των καιρών και προχωρά σε αναθεωρήσεις για να μη δει τα βιβλία να μπαίνουν στο πίσω ράφι;
Η ειδοποίηση που βρίσκεται στο κάτω μέρος της σελίδας που αφορά τα πνευματικά δικαιώματα των τελευταίων εκδόσεων των βιβλίων του Νταλ αναφέρει: «Τα υπέροχα λόγια του Ρόαλντ Νταλ μπορούν να σας μεταφέρουν σε διαφορετικούς κόσμους και να σας μυήσουν στους πιο υπέροχους χαρακτήρες. Αυτό το βιβλίο γράφτηκε πριν από πολλά χρόνια, και έτσι επανεξετάζουμε τακτικά τη γλώσσα για να διασφαλίσουμε ότι μπορούν να συνεχίσουν να το απολαμβάνουν όλοι σήμερα».
Η απόφαση έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για το αν και κατά πόσο οι επόμενες γενιές μπορούν να «διορθώσουν» μια ιστορία γραμμένη και με απόψεις που πολλά χρόνια πριν δεν είχαν μπει στο τραπέζι προς συζήτηση ή δεν απασχολούσαν τους αναγνώστες και την κοινωνία. Και πόσο αυτή η πράξη των κληρονόμων των έργων αλλοιώνει την αφήγηση την ίδια όσο και την ιστορία και τον χαρακτήρα του ίδιου του συγγραφέα;
«Η κατευθυντήρια αρχή μας ήταν να διατηρήσουμε τις ιστορίες, τους χαρακτήρες και την ασέβεια και το αιχμηρό πνεύμα του αρχικού κειμένου. Οποιεσδήποτε αλλαγές έγιναν είναι μικρές και έχουν μελετηθεί προσεκτικά» ανέφερε ένας εκπρόσωπος της Roald Dahl Story Company.
Μέχρι και η Καμίλα, η Queen Consort, πήρε θέση, μιλώντας σε μια δεξίωση για τον εορτασμό της δεύτερης επετείου της διαδικτυακής λέσχης βιβλίων της προτρέποντας τους συγγραφείς να αντισταθούν στους περιορισμούς της ελευθερίας της έκφρασης και σε «όσους θέλουν να περιορίσουν την ελευθερία της έκφρασης ή να επιβάλουν όρια στη φαντασία σας», εκδηλώνοντας τον προβληματισμό της για τις αλλαγές στα βιβλία του Νταλ.
Η επιμέλεια αφορά την αφαίρεση ή την αλλαγή αναφορών σε φύλο, φυλή και εμφάνιση και ξεκίνησαν από το 2020, όταν ο οίκος προσέλαβε «sensitivity readers», ένα επάγγελμα που φαίνεται ότι θα έχει μέλλον. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η επανεξέταση του έργου του Ρόαλντ Νταλ έγινε πριν πουληθούν στο Netflix τα δικαιώματα της «Ματίλντα».
Ο εκπρόσωπος της εταιρείας που ανέλαβε την επιμέλεια των αλλαγών, της Inclusive Minds, την περιγράφει ως «μια συλλογικότητα για ανθρώπους που είναι παθιασμένοι με την ένταξη και την προσβασιμότητα στην παιδική λογοτεχνία».
Έτσι, στα αναθεωρημένα έργα δεν υπάρχει η λέξη «χοντρός», που έχει αντικατασταθεί με το «τεράστιος», εξαφανίστηκε η λέξη «άσχημος» και επανεξετάστηκαν και άλλαξαν οι λέξεις «περούκα», «πλαδαρός/ή» και «στεγνός/σαν κόκκαλο», όπως επίσης και αναφορές σε «θηλυκούς» χαρακτήρες. Όροι ουδέτεροι ως προς το φύλο έχουν προστεθεί. Σε σημεία όπου οι Oompa Loompas του «Chocolate Factory» ήταν «μικροί άντρες», τώρα είναι «μικροί άνθρωποι».
Η «ευαισθησία» των εκδοτών σύμφωνα με τη γνώμη πολλών επέφερε εκτεταμένες αλλαγές στο έργο του Νταλ. Μέχρι και η Camilla, η Queen Consort, πήρε θέση, μιλώντας σε μια δεξίωση στο Clarence House για τον εορτασμό της δεύτερης επετείου της διαδικτυακής λέσχης βιβλίων της προτρέποντας τους συγγραφείς να αντισταθούν στους περιορισμούς της ελευθερίας της έκφρασης και σε «όσους θέλουν να περιορίσουν την ελευθερία της έκφρασης ή να επιβάλουν όρια στη φαντασία σας», εκδηλώνοντας έτσι τον προβληματισμό της για τις αλλαγές στα βιβλία του Νταλ.
Η Suzanne Nossel, διευθύνουσα σύμβουλος της ομάδας υπεράσπισης της ελεύθερης έκφρασης PEN America, χαρακτήρισε τις αλλαγές ανησυχητικές. «Η επιλεκτική επιμέλεια για να συμμορφωθούν τα έργα της λογοτεχνίας με συγκεκριμένες ευαισθησίες θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει ένα επικίνδυνο νέο όπλο», έγραψε, επισημαίνοντας ότι η επιμέλεια αυτή γίνεται σε μια εποχή στην οποία δίνονται σκληρές μάχες ενάντια στις απαγορεύσεις βιβλίων και τους περιορισμούς σχετικά με το τι μπορεί να διδαχθεί και να διαβαστεί.
Ο διάσημος συγγραφέας Σαλμάν Ρουσντί παρενέβη επίσης, χαρακτηρίζοντας τις αλλαγές λογοκρισία. Ο συγγραφέας των «Σατανικών Στίχων», επί δεκαετίες στόχος των φονταμενταλιστών μουσουλμάνων που θεωρούν το βιβλίο του βλάσφημο και ο οποίος μαχαιρώθηκε σε επίθεση που δέχτηκε τον Αύγουστο στη Νέα Υόρκη, έγραψε στο Twitter: «Ο Ρόαλντ Νταλ δεν ήταν άγγελος, αλλά αυτό είναι παράλογη λογοκρισία. Η Puffin Books και το ίδρυμα Dahl πρέπει να ντρέπονται».
Σε αντίθεση με τον Βρετανό εκδότη του συγγραφέα, ο γαλλικός εκδοτικός οίκος Gallimard είπε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει αλλαγές στις μεταφρασμένες εκδόσεις των παιδικών βιβλίων του Βρετανού μυθιστοριογράφου, με τον Hedwige Pasquet, διευθυντή της Gallimard Jeunesse, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Le Figaro» να λέει: «Να αλλάξει ένα κείμενο σήμερα χωρίς τη συγκατάθεση (του συγγραφέα); Όχι».
«Η δημιουργία συμφραζομένων και η ενημέρωση ορισμένων δημοσιευμένων έργων θα μπορούσε να απαιτήσει την αναθεώρηση όλων των κειμένων, και σε αυτήν την περίπτωση τότε γιατί να μην αλλάξουμε τα παραμύθια;» είπε ο Hedwige Pasquet και πρόσθεσε ότι ο Νταλ, ο οποίος πέθανε το 1990, δεν θα είχε δεχτεί τέτοιες αλλαγές καθώς «μας κάνει να χάνουμε τη γεύση του γραπτού του» και ότι το ύφος του ήταν ειρωνικό και πνευματώδες.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σουνάκ τάχθηκε κατά των αλλαγών, λέγοντας ότι «είναι σημαντικό τα λογοτεχνικά και τα έργα μυθοπλασίας να διατηρούνται όπως είναι γραμμένα», ενώ η Laura Hackett, αναπληρώτρια λογοτεχνική συντάκτρια της εφημερίδας «Sunday Times» του Λονδίνου, είχε μια πιο προσωπική αντίδραση στην είδηση, θεωρώντας κάθε επέμβαση «κακό χειρουργείο» και γράφοντας: «Όσο για μένα, θα φυλάξω προσεκτικά τα παλιά μου, πρωτότυπα αντίγραφα των ιστοριών του Νταλ, έτσι ώστε μια μέρα τα παιδιά μου να τα απολαύσουν στην πλήρη, άσχημη, πολύχρωμη δόξα τους».
Ο Νταλ πέθανε το 1990 σε ηλικία 74 ετών αφού έγραψε παιδικά βιβλία και ιστορίες που έχουν μεταφραστεί σε 68 γλώσσες. Μερικά από τα βιβλία του έγιναν και κλασικές ταινίες. Αν και το έργο του είναι σεβαστό, ο Νταλ είναι επίσης μια αμφιλεγόμενη φιγούρα για τα αντισημιτικά σχόλια που έκανε σε όλη του τη ζωή, για τα οποία η Roald Dahl Story Company απηύθυνε συγγνώμη το 2020.
Με πληροφορίες από Guardian, Reuters, AFP, Telegraph, Sunday Times, Le Figaro