Η «Διαστημική Ποίηση» στον σταθμό του μετρό στο Χαλάνδρι, ένα έργο του ζωγράφου Χρίστου Καρά που πέθανε στις 16 Απριλίου 2023 σε ηλικία 93 ετών, θα μας θυμίζει έναν εκπρόσωπο της γενιάς του ’60, μιας γενιάς που έδωσε σημαντικούς καλλιτέχνες και ανανέωσε τη ζωγραφική του καβαλέτου.
Ο Χρίστος Καράς γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1930 και σε ηλικία 18 ετών άρχισε να φοιτά στην Πάντειο. Στην πορεία εγκατέλειψε τις σπουδές του εκεί και παρακολούθησε μαθήματα στην ΑΣΚΤ από το 1951 έως το 1955. Δάσκαλοί του στη ζωγραφική ήταν ο Γιάννης Μόραλης και στη γλυπτική ο Γιάννης Παππάς.
Δυο χρόνια αργότερα, με υποτροφία του ΙΚΥ, έφυγε για το Παρίσι και συνέχισε τις σπουδές του στην École des Beaux-Arts. Έμεινε περίπου έξι χρόνια στη Γαλλία και, όπως κι άλλοι Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του, αναζήτησε το εκφραστικό του ιδίωμα μέσα στο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό περιβάλλον.
Ο Καράς έρχεται μετά τη γενιά του '30 και το αίτημα για ελληνικότητα· ανήκει στη γενιά που θα επιχειρήσει να ερμηνεύσει τον κόσμο έχοντας έρθει σε επαφή με παγκόσμιες επιρροές, τάσεις και κινήματα που θα επηρεάσουν τη γλώσσα και τη θεματολογία του. Ταξιδεύει στο Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Δεν συμπίπτω με τη στρατευμένη τέχνη, δεν ζωγραφίζω τα δεινά του πολέμου με ρεαλιστικό τρόπο, αν το είχα κάνει, θα έχανα το παιχνίδι από την αρχή. Ο καλλιτέχνης όμως είναι μια κεραία που δέχεται τα μηνύματα της εποχής του, όποια είναι αυτά, και τα ρίχνει στο χωνευτήρι της ψυχής του, απ’ όπου προκύπτει και το έργο του. Οπότε κανένας δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από την επικαιρότητα, ιδιαίτερα όταν είναι τόσο έντονη όσο αυτή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
«Όπως και οι άλλοι της γενιάς του, ο Χρίστος Καράς, στη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, επηρεάστηκε από τον λυρικό αφαιρετισμό. Πλάθει τότε τις φόρμες του μέσα από τη μάζα, με πυκνή ματιέρα και δυνατές πινελιές. Το μαύρο και το άσπρο κυριαρχούν και μέσα από αυτά ξεπετάγονται ατόφια, καθαρά χρώματα», γράφει ο Τώνης Σπητέρης.
Η διάκριση του ζωγράφου Γιάννη Σπυρόπουλου, ενός αφηρημένου καλλιτέχνη, με το βραβείο της UNESCO το 1960 στην Μπιενάλε της Βενετίας συνέβαλε καταλυτικά στη μεταστροφή του κλίματος σχετικά με την αφηρημένη τέχνη στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες καλλιτέχνες επιστρέφουν από το εξωτερικό και νέα ονόματα φιγουράρουν στις εκθέσεις που διοργανώνονται στις αρχές του ’60, ανάμεσά τους αυτά του Κοντού, του Τσόκλη, του Γουναρίδη και του Καρά, που παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1961 στην γκαλερί Ζυγός, ενώ ήδη από το 1952 είχε αρχίσει να παίρνει μέρος σε πανελλήνιες εκθέσεις. Σημαντική επίσης είναι η παρουσία του σε διεθνείς ομαδικές εκθέσεις, στη Γ' Μπιενάλε Νέων Παρίσι (1963), στη Ζ' Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1965), στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1967).
Η τόλμη είναι το χαρακτηριστικό των εκπροσώπων αυτής της γενιάς που αγκαλιάζουν την αφαίρεση, όπως οι Κοκκινίδης, Θεοφυλακτόπουλος, Πρέκας, Μυταράς κ.ά., και ανανεώνουν το καλλιτεχνικό κλίμα. Το 1963, στο πλαίσιο των προσπαθειών για την ανανέωση του καλλιτεχνικού κλίματος στην Ελλάδα, μετείχε στην ίδρυση της ομάδας Τομή και αργότερα, το 1976, του Συνδέσμου Καλλιτεχνών.
Ο Καράς εκείνη την περίοδο κάνει έργα πολιτικά στα οποία κυριαρχούν η ανθρώπινη φιγούρα και νεοπαραστατικά στοιχεία με αναφορές στα δεινά του πολέμου και την πολιτική κατάσταση.
«Δεν συμπίπτω με τη στρατευμένη τέχνη, δεν ζωγραφίζω τα δεινά του πολέμου με ρεαλιστικό τρόπο, αν το είχα κάνει, θα έχανα το παιχνίδι από την αρχή. Ο καλλιτέχνης όμως είναι μια κεραία που δέχεται τα μηνύματα της εποχής του, όποια είναι αυτά, τα ρίχνει στο χωνευτήρι της ψυχής του, απ’ όπου προκύπτει και το έργο του. Οπότε κανένας δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από την επικαιρότητα, ιδιαίτερα όταν είναι τόσο έντονη όσο αυτή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου», είπε σε μια συνέντευξή του στην «Καθημερινή» το 2009.
Το 1964 εγκαταλείπει την αφαίρεση για να στραφεί σε παραστατικές απεικονίσεις του ανθρώπου με φιγούρες ακρωτηριασμένες, παραμορφωμένες και τραγικές, ενώ προσανατολίζεται σε έναν ποιητικό ρεαλισμό, πρόδρομο του μετέπειτα σουρεαλιστικού του βλέμματος. Τα αντικείμενα αποδομούνται με ακρίβεια σε έναν χώρο ακαθόριστο, αιωρούνται στο άπειρο, λουσμένα στο σκληρό φως.
Σπασμένα αγάλματα, ανοιχτά ή κλειστά παράθυρα με νεκρές φύσεις πάνω σε μοναχικά τραπέζια, περιστέρια, θαμπά τζάμια, σκηνές από ελληνικούς μύθους αντικαθίστανται με φόρμες που εκφράζουν πολύ πιο εύγλωττα τη μεταφυσική του διάθεση. Παρά τις θεματικές και μορφοπλαστικές εναλλαγές που παρουσιάζει η ζωγραφική του, η τέχνη του θα παραμείνει ανθρωποκεντρική, εκφράζοντας πάντα έναν προβληματισμό για την ανθρώπινη κατάσταση.
Το 1973 φεύγει για τη Νέα Υόρκη με υποτροφία του Ιδρύματος Ford. Εκεί εργάζεται δύο χρόνια και πραγματοποιεί ταξίδια στην Ουάσινγκτον, στη Βοστώνη, στη Φλόριντα και στον Καναδά. Υπό την επίδραση της ποπ αρτ και του αμερικανικού υπερρεαλισμού δημιουργεί ένα προσωπικό ύφος όπου ανθρώπινες μορφές, άνθη, καρποί και αντικείμενα απεικονίζονται μ’ έναν τρόπο επηρεασμένο από τις γραφικές τέχνες.
Από τα πρώτα κολάζ προχώρησε σε παραστατικά έργα εξπρεσιονιστικού και σουρεαλιστικού χαρακτήρα, για να δώσει αργότερα συνθέσεις όπου στοιχεία της αντικειμενικής πραγματικότητας αποδίδονται με ποιητική διάθεση, αξιοποιώντας παράλληλα κατακτήσεις προηγούμενων φάσεων της δουλειάς του, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στον ρόλο του σχεδίου.
Η ζωγραφική του, μετά τη δεκαετία του 1970, παραπέμπει σε ένα είδος μαγικού ρεαλισμού με στοιχεία σουρεαλιστικά ή φανταστικά που συνδυάζονται με εικόνες της πραγματικότητας και αναφορές στην τεχνολογία. Ανάλογα ποιητικά στοιχεία χαρακτηρίζουν και τη γλυπτική ή τις κατασκευές του.
Στις πιο ώριμες αναζητήσεις του η λυρική αντιμετώπιση της πραγματικότητας υπακούει σε μια ακριβή σχεδιαστική δομή, συνδυάζοντας την ποπ αρτ με την προσωπική του γραφή του και μια ιδιαίτερη έμφαση στη γυναικεία παρουσία.
«Ο Καράς επίμονα δοκιμάζεται. Η εποχή αλλάζει γρήγορα και, παρότι μένει ίδιο το όραμά του, ο τρόπος έκφρασής του γίνεται διαφορετικός. Η αφαίρεση, ο εξπρεσιονισμός, ο σουρεαλισμός, η νέα παραστατικότητα και η ποπ αρτ αποτέλεσαν πεδίο των ατέρμονων προβληματισμών και αναζητήσεών του. Εκείνο που βασανιστικά τον απασχόλησε είναι το απόλυτο φως, ίσως και το αιώνιο. Με σωφροσύνη και οξύνοια κατέκτησε μια ζωγραφική καθαρότητα και συνάμα μια μυστηριώδη υπόσταση. Σ’ ένα έργο όπου η ελευθερία ως ιδέα αποτελεί καθολικό γνώρισμα του εικαστικού κόσμου του, η ορατότητα του πραγματικού στο έργο του γίνεται απέραντη. Ζωγραφίζει ιδιότυπες παραστατικές μορφές και απρόσμενους χώρους – τοπία μέσα σε μια υπερβατική ατμόσφαιρα που ξεφεύγουν από τα όρια του χρόνου», γράφει ανάμεσα σε άλλα ο Τάκης Μαυρωτάς στον κατάλογο της έκθεσης του 2012 με τίτλο «Χρίστος Καράς: Σύνοψη 1059-2012».
Όπως πολλοί ζωγράφοι της γενιάς του, οι νέοι που έφυγαν μεταπολεμικά στο εξωτερικό δεν περιφρόνησαν ποτέ την εμπορική επιτυχία, τα έργα τους έφτασαν μέσω αναπαραγωγών σε ένα μεγάλο κοινό και έκαναν το ιδίωμα καθενός δημοφιλές και κοινό κτήμα. Οι επόμενες γενιές θα δουν με άλλα μάτια αυτήν τη ζωγραφική και την ιδέα της μεταφυσικής σχεδόν προβολής της καθημερινότητας. Η αντικειμενική πραγματικότητα μεταπλάθεται σε μνήμη με άλλους όρους.
Ωστόσο, μελετώντας το έργο του Χρίστου Καρά σήμερα, μπορούμε να δούμε ανάγλυφα τις επιρροές της ευρωπαϊκής δυναμικής στη ζωγραφική σε μια μεταπολεμική Ελλάδα στην οποία οι εικόνες άλλαζαν δραματικά.
Εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 41η Μπιενάλε της Βενετίας το 1984, ενώ πραγματοποίησε περισσότερες από 70 ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και σε πόλεις του εξωτερικού, έχοντας λάβει μέρος και σε πολλές ομαδικές διοργανώσεις σε μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, της Αμερικής και αλλού.
Aναδρομικές εκθέσεις του έγιναν το 1986 (Πινακοθήκη Πιερίδη), το 2009-10 (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Ιδρύματος Λ. Μακρή, Τρίκαλα) και το 2012 (Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη).
Το 2001 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συνολική προσφορά του.
Πηγές: Εθνική Πινακοθήκη | ISET | Τώνης Σπητέρης: 3 αιώνες Νεοελληνικής Ζωγραφικής