Πρώην πρώτος χορευτής του Μπαλέτου της Νέας Υόρκης, ο γεννημένος στη Γαλλία Μπενζαμέν Μιλπιέ, καθιερωμένος και περιζήτητος χορογράφος εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, μπορεί να μην κατάφερε όσα ονειρεύτηκε να αλλάξει όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού, αλλά τώρα αποφάσισε να ζήσει στο Παρίσι όπου επέστρεψε οικογενειακώς με τη σύζυγό του Νάταλι Πόρτμαν και τα παιδιά τους.
Ο 45χρονος Μιλπιέ σκηνοθέτησε και την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την «Κάρμεν», με πρωταγωνιστές τους Paul Mescal, Melissa Barrera και Rossy de Palma, ένα μείγμα δράματος, χορού και μουσικής, που βασίζεται χαλαρά στην αφήγηση της όπερας του Ζορζ Μπιζέ του 1875, τοποθετώντας μεγάλο μέρος της δράσης στα σύνορα Μεξικού - ΗΠΑ, με τον Mescal να υποδύεται έναν τραυματισμένο βετεράνο πολέμου που σώζει την Κάρμεν της Barrera, μια Μεξικανή μετανάστρια.
Ερασιτέχνης φωτογράφος και σινεφίλ, συνεργάστηκε στενά με τον Nicholas Britell που έχει γράψει τη μουσική στα «Moonlight» και «Succession» και «κόλλησαν» όπως λέει στους ΝΥΤ με την ιδέα της «Κάρμεν».
Ο υβριδικός, ιδιοσυγκρασιακός χαρακτήρας της ταινίας αποτέλεσε πόλο έλξης για τον πρωταγωνιστή και μια πρόκληση. Όπως λέει, τον γοήτευε πραγματικά η ιδέα που ήταν τόσο αντισυμβατική.
Ο Μιλπιέ δεν χορογράφησε ακριβώς, αλλά γνωρίζοντας πώς λειτουργούν τα σώματα των ανθρώπων επικοινώνησε τα πάντα με τη γλώσσα του σώματος και το βλέμμα.
Μετά την προβολή της ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο πέρυσι, οι κριτικοί διχάστηκαν. Άλλοι έγραψαν ότι είναι αναμφισβήτητα συναρπαστικό το θέαμα και υπογράμμισαν την πολύ χαλαρή αφήγηση μιας ασταθούς σύνθεσης, ωστόσο κανείς δεν έκρινε ότι η ταινία είναι αδιάφορη.
«Είναι μια ιστορία του 19ου αιώνα, όπου η γυναίκα τιμωρείται για τις αμαρτίες της με το να δολοφονηθεί και δεν μπορεί να αγαπήσει ή να αγαπηθεί. Με ενδιέφερε η ουσία της – η ελευθερία της, η φλόγα της» λέει ο Μιλπιέ. «Ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία αυτής της γυναίκας. Είχε σίγουρα κάτι να κάνει με τη σχέση μου με τη μητέρα μου, με μια σύνδεση με την οικογενειακή ιστορία και τα συναισθήματα».
Ο Μιλπιέ αποφάσισε να μην τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ως μιούζικαλ. «Με ενδιέφερε το πώς να αφηγηθώ μια σύγχρονη ιστορία και να χρησιμοποιήσω τη μουσική και τον χορό με τρόπο που να μη διακόπτει την αφήγηση, να μην είναι διακοσμητικός αλλά αναπόσπαστος. Τελικά, η ταινία αφηγείται μεγάλο μέρος της ιστορίας μέσω της κίνησης» λέει.
«Παρακολούθησα και ανέλυσα εκατοντάδες ταινίες, διάβασα ιστορίες ταινιών και βρήκα καταπληκτικές πηγές στο διαδίκτυο. Ερωτεύτηκα τόσους πολλούς σκηνοθέτες που ένιωθα ότι ήταν χορογράφοι, οι οποίοι κινούσαν τους ανθρώπους και την κάμερα με τόση φαντασία και πολυπλοκότητα. Elia Kazan, Kurosawa, Bresson, Antonioni, Sally Potter, Kubrick: παρακολούθησα, παρακολούθησα, παρακολούθησα και έμαθα» λέει.
Όσο για την επίδραση της κριτικής, λέει: «Έχω πολύ μεγάλη εμπειρία από κριτικές για να το σκέφτομαι πολύ αυτό. Όταν ο George Balanchine παρουσίασε το "Liebeslieder Walzer", ένα αριστούργημα του μπαλέτου του 20ού αιώνα, κάποιος του είπε: "Κοίτα πόσοι άνθρωποι φεύγουν". Εκείνος είπε: "Κοίτα πόσοι άνθρωποι μένουν"».
«Αν δεν μπορώ να κάνω ταινίες ελεύθερα, θα κάνω έπιπλα. Πάντα υπάρχουν τρόποι να είσαι δημιουργικός» λέει.
Με πληροφορίες από ΝΥΤ