Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης

Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Το ελληνικό φαγητό είναι πλέον βασικό κομμάτι της κουλτούρας της Μελβούρνης. Άνθρωποι κάθε εθνικότητας, θα καθίσουν, στα τραπέζια μετά τη δουλειά ή τις Κυριακές με τις οικογένειες τους για να δοκιμάσουν την ελληνική κουζίνα με φίλους και συγγενείς.
0

Στο κέντρο της Μελβούρνης, οι οδοί Lonsdale, Swanston και Russel ήταν κάποτε γεμάτες ελληνικά μαγαζιά κάθε λογής. Ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία, δικηγορικά γραφεία δημιουργούσαν μια μικρή ελληνική πόλη στην καρδιά της μεγάλης πολιτείας, που απλωνόταν στις κεντρικές της αρτηρίες. Εδώ κυρίως στεγαζόταν η κοινωνική ζωή των Ελλήνων μεταναστών. Ταξιτζήδες και έμποροι, εργάτες και νοσοκόμοι, γύριζαν έξω μέχρι αργά, μόλις τελείωναν τις βάρδιες τους. Αναζητούσαν στέκια για να φάνε, να πιουν και να ανταμώσουν πριν πάνε σπίτι.

Οι περισσότεροι από αυτούς κατέφθασαν στην Αυστραλία μετά τον πόλεμο, με το μεγάλο κύμα μετανάστευσης, περίπου 270.000 Έλληνες και Κύπριοι, μεταξύ 1952 και 1974, δημιουργώντας μια κοινότητα που θα γινόταν παράδειγμα προς μίμηση για τις υπόλοιπες κοινότητες μεταναστών. Εδώ, μετά τα πρώτα τους βήματα, οι Έλληνες έγιναν από αγρότες ή ανειδίκευτοι εργάτες πόλεων, επιχειρηματίες. Εδώ «έπιασαν για πρώτη φορά τη μαγιά», όπως αναφέρουν.

Σήμερα, τη στιγμή που νέοι επιχειρηματίες –μετανάστες της κρίσης– ανοίγουν στο Oakleigh τα δικά τους μαγαζιά, οι ταβέρνες, που έκαναν την αρχή χρόνια πριν, παραμένουν ανοιχτές, με τους ανθρώπους τους να κουβαλούν τις δικές τους, ξεχωριστές ιστορίες.

Αν κάποτε οι ταβέρνες που άνοιξαν, τόσο στο κέντρο όσο και πιο έξω, σε γειτονιές όπως το Richmond και το Collingwood, ήταν σημεία συνάντησης της ελληνικής κυρίως κοινότητας που πρόσφεραν απλές, οικείες γεύσεις, σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το ελληνικό φαγητό είναι πλέον βασικό κομμάτι της κουλτούρας μιας ολόκληρης πόλης. Άνθρωποι κάθε εθνικότητας θα καθίσουν στα τραπέζια μετά τη δουλειά ή τις Κυριακές με την οικογένειά τους για να δοκιμάσουν την ελληνική κουζίνα με φίλους και συγγενείς. Κάποιοι, μάλιστα, περήφανα θα φέρουν τα παιδιά τους στα μέρη όπου κάποτε πήγαιναν με τους δικούς τους γονείς, χρόνια πριν. Σήμερα, τη στιγμή που νέοι επιχειρηματίες –μετανάστες της κρίσης– ανοίγουν στο Oakleigh τα δικά τους μαγαζιά, οι ταβέρνες, που έκαναν την αρχή πριν από πολύ καιρό, παραμένουν ανοιχτές, με τους ανθρώπους τους να κουβαλούν τις δικές τους, ξεχωριστές ιστορίες.


Stalactites

Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Ο Κωνσταντίνος Τσουτούρας άνοιξε για πρώτη φορά το 1978 τους Stalactites με στόχο να δημιουργήσει ένα σημείο συνάντησης που οι Έλληνες θα μπορούσαν να επισκεφθούν οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, ακόμη και μετά τα μεσάνυχτα.

Οι Stalactites στην οδό Lonsdale είναι ίσως το πιο μνημειώδες εστιατόριο ελληνικής κουζίνας στη Μελβούρνη, με διαδοχικά βραβεία και διακρίσεις. Κάθε μέρα στην πόρτα του μαγαζιού θα βρεις ουρές από κόσμο που περιμένει όρθιος για να δοκιμάσει τον γύρο, το σαγανάκι, τα γεμιστά, τα ντολμαδάκια και το τζατζίκι του. Από την Billie Eilish μέχρι την Dua Lipa και τους Guns 'n’ Roses, οι διασημότητες που έχουν έρθει για να φάνε μετά τις συναυλίες μαζί με το crew τους είναι πολλές.

Όταν βέβαια ο Κωνσταντίνος Τσουτούρας, ο παππούς της σημερινής ιδιοκτήτριας, το άνοιγε για πρώτη φορά το 1978 με τους συγγενείς του, ονομάζοντάς το από τις σπηλιές που υπήρχαν κοντά στο χωριό του, στη Σπάρτη, στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα σημείο συνάντησης που οι Έλληνες θα μπορούσαν να επισκεφθούν οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, ακόμη και μετά τα μεσάνυχτα.

«Ο παππούς μου έλεγε πως όλες οι μεγάλες πόλεις του κόσμου ζουν τη νύχτα, οπότε γιατί να μην το κάνουμε κι εδώ, στη Μελβούρνη;» αναφέρει σήμερα η Nicole Papasavas, εγγονή του κ. Κωνσταντίνου και ιδιοκτήτρια του μαγαζιού. Αφηγείται πώς, δύο χρόνια μετά τα εγκαίνιά του, ο παππούς της άρπαξε ένα σφυρί κι έσπασε την κλειδαριά, κάνοντάς το 24ωρο. «Δεν κλειδώνουμε το μέρος ποτέ ξανά», είπε. «Θα ζήσουμε σαν Έλληνες. Οι Έλληνες βγαίνουν αργά και τρώνε αργά και δουλεύουν αργά, οπότε χρειάζονται ένα μέρος για να έρχονται». Η επόμενη φορά που οι Stalactites θα έκλειναν τις πόρτες τους έστω για μια στιγμή θα ήταν τη δεκαετία του '90, με την κρίση αερίου που ξέσπασε στην πόλη, όταν δεν γινόταν να μαγειρέψει κανείς τίποτα.

Οι Stalactites έγιναν από τα αγαπημένα μέρη όσων έβγαιναν για να παρτάρουν και να ζήσουν τη νυχτερινή ζωή της Μελβούρνης. Όχι μόνο όμως. Τα μεσημέρια οι κάτοικοι της πόλης έρχονταν με τις οικογένειες και τους φίλους τους. Οι Αυστραλοί δοκίμαζαν σιγά-σιγά τα πιάτα κι ενθουσιάζονταν. Η Nicole θυμάται τη ζωή στη γειτονιά. Τις μέρες που δεν είχε σχολείο ερχόταν στο μαγαζί και μάζευε τα τραπέζια, παίρνοντας φιλοδώρημα από τους πελάτες.

«Όλη μου την παιδική ηλικία θυμάμαι ότι ήμουν στους δρόμους της Μελβούρνης, με τα αδέλφια μου, έπαιζα με τα άλλα παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν επιχειρήσεις στον δρόμο», λέει. Πλέον κάθε μέρα θα πάει στη σεφ –την ίδια που μαγείρευε όταν εκείνη ήταν κοριτσάκι– για να ρωτήσει τι έχει ετοιμάσει για τη μέρα και θα πάρει ένα ταψί για τα παιδιά της στο σπίτι. «Τα ντολμαδάκια μόλις τυλίχτηκαν σήμερα το πρωί, η ψαρόσουπα είναι όπως τη μαγείρευαν οι γιαγιάδες μας», λέει.

Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Το πιο δημοφιλές σουβλάκι ήταν για χρόνια το αρνίσιο, κάτι που αποτελεί αυστραλιανό φαινόμενο. Μία ακόμη προσαρμογή που έγινε για τους Αυστραλούς ήταν το μαρούλι, που κάνει το σουβλάκι να είναι πιο φρέσκο.
Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
«Αυτό που προσφέρουμε είναι ιστορία, αγάπη, περηφάνια. Για εμάς είναι ο πολιτισμός μας σε ένα πιάτο».
Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Οι άνθρωποι που επισκέπτονταν τους Stalactites όταν ήταν παιδιά με τους γονείς τους σήμερα επιστρέφουν με τα δικά τους παιδιά.

Οι άνθρωποι που επισκέπτονταν τους Stalactites όταν ήταν παιδιά με τους γονείς τους σήμερα επιστρέφουν με τα δικά τους παιδιά και για τη Nicole οι αναμνήσεις αυτές που μοιράζονται οι επισκέπτες είναι κάτι παραπάνω από μια ανταμοιβή. Οι Stalactites, βέβαια, είναι πλέον πλήρως ενσωματωμένοι στην κουλτούρα της εστίασης στην πόλη. «Δεν είναι μόνο κομμάτι των Ελλήνων. Δεν έχει να κάνει μόνο με τον ελληνικό πολιτισμό. Είναι κομμάτι της Μελβούρνης», λέει.

Οι παραδοσιακές συνταγές μπορεί να μην αλλάζουν, όμως αρκετά πράγματα προσαρμόζονται. Το πιο δημοφιλές σουβλάκι ήταν για χρόνια το αρνίσιο, κάτι που αποτελεί αυστραλιανό φαινόμενο. Σήμερα το κοτόπουλο και οι vegetarian επιλογές έχουν πάρει τα ηνία. Μία ακόμη προσαρμογή που έγινε για τους Αυστραλούς ήταν το μαρούλι, που κάνει το σουβλάκι να είναι πιο φρέσκο. 

Η Nicole, που ανέλαβε το μαγαζί πριν από περίπου είκοσι χρόνια, όταν οι γονείς της ανακοίνωσαν πως σκέφτονταν να το πουλήσουν, θεωρεί πως η ελληνική κουζίνα καθορίζεται από τους πελάτες και παρά τα πολλά ελληνικά εστιατόρια στη Μελβούρνη, σίγουρα υπάρχει ένα κενό όσον αφορά την πολύ υψηλή γαστρονομία. «Τα φαγητά μας στους Stalactites έχουν να κάνουν με το να μοιραζόμαστε την κουλτούρα μας, να ερχόμαστε κοντά, να γινόμαστε ένα. Είναι πιο πολύ μια λαϊκή κουζίνα που αφορά τη γενναιοδωρία, τη φιλοξενία, το να μοιράζεσαι. Εμείς μοιραζόμαστε το φαγητό με τους πελάτες μας, εκείνοι με τους φίλους τους. It’s about family», λέει χαρακτηριστικά.

Όπως και στην κινέζικη κουζίνα, έτσι και στην ελληνική το φαγητό βρίσκεται στη μέση του τραπεζιού. Κοινωνείται από όλους. Γίνεται το μέσο για να μοιραστείς μια εμπειρία μαζί με τους ανθρώπους που αγαπάς. «Αυτό που προσφέρουμε είναι ιστορία, αγάπη, περηφάνια. Για εμάς είναι ο πολιτισμός μας σε ένα πιάτο», καταλήγει.


Tsindos

Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
O Νεόφυτος Τσίνδος στα 74 του βοηθά μερικές φορές στο μαγαζί που πλέον διαχειρίζεται ο γιος του. Η Tsindos είναι κάτι ανάμεσα σε μαγειρείο, ουζερί και ταβέρνα.

Λίγο πιο πέρα, στην οδό Lonsdale, συναντάμε τον κυπριακής καταγωγής Νεόφυτο Τσίνδο, που στα 74 του βοηθά μερικές φορές στο μαγαζί που πλέον διαχειρίζεται ο γιος του. Στους τοίχους υπάρχουν φωτογραφίες με τους γονείς και τους παππούδες του. «Ίσως να είμαστε οι μόνοι που έχουμε ξεμείνει στον δρόμο», λέει.

Ήρθε στην Αυστραλία στο τέλος του 1965, χωρίς να είναι δική του επιλογή. «Ήμουν 16 χρονών. Ο πατέρας μου μου είπε να φύγω γιατί έβλεπε στην Κύπρο φασαρίες με τους Τούρκους, πιο παλιά με τους Άγγλους», θυμάται. Έτσι μπήκε μόνος του στο πλοίο «Βασίλισσα Φρειδερίκη» για να βρει τους θείους του εδώ. Θυμάται τις βάρκες που τους οδηγούσαν στο πλοίο σαν χθες. «Προσπάθησα να μην κλάψω μπροστά στους γονείς μου, αλλά όταν γύρισε η βάρκα για να φύγω έκλαψα», λέει. «Από το σημείο αυτό αρχίζει η ζωή».

Ο κ.Τσίνδος δεν συνέχισε τις σπουδές του στην Αυστραλία και ξεκίνησε να δουλεύει αμέσως στο ιταλικό εστιατόριο του θείου του. Δύο χρόνια μετά, μια Τρίτη βράδυ, όπως θυμάται χαρακτηριστικά, η κληρωτίδα των Αυστραλών τον επιλέγει για να πολεμήσει στο Βιετνάμ. Ήταν 18 χρονών. «Η αυστραλιανή κυβέρνηση έριχνε κλήρο. Έτυχε σε μένα. Γνωρίζαμε από πριν πως μας έδινε το δυνατότητα να μας πληρώσει τα λεφτά και να μας στείλει πίσω στη χώρα απ' όπου ήρθαμε. Αυτό γινόταν αν ήσουν μετανάστης. Δεν ήθελα να γυρίσω πίσω, αλλά δεν ήθελα να πάω και στον πόλεμο. Να έχω έρθει από την Κύπρο 16 χρονών και να πάω να πολεμήσω στο Βιετνάμ; Τι δουλειά έχω; Να πάω να πολεμήσω για την Ελλάδα ή την Κύπρο, να πω εντάξει», λέει.

Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Από τη μελιτζανοσαλάτα μέχρι το τζατζίκι και το σαγανάκι, τα μικρά πιάτα είναι αυτά που ξεχωρίζουν στις επιλογές του κόσμου.
Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Η Tsindos άνοιξε τις πόρτες της το 1983.
Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Στους τοίχους υπάρχουν φωτογραφίες με τους γονείς και τους παππούδες του.

Επέλεξε να ταξιδέψει δύο χρόνια στην Ευρώπη, δουλεύοντας ως σερβιτόρος στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Όταν θα επέστρεφε, το 1969, θα άνοιγε το πρώτο δικό του μαγαζί, στο οποίο θα γνώριζε και τη γυναίκα του. Το 1974 είχε μόλις επιστρέψει από την Κύπρο, δύο μήνες πριν από την εισβολή των Τούρκων. «Όταν είσαι μακριά από κάτι δεν το νιώθεις τόσο έντονα», λέει για τις στιγμές εκείνες. «Πιο έντονα ένιωσα όταν, δεκαπέντε χρόνια πριν, μας επέτρεψαν να πάμε από την ελληνική στην τούρκικη πλευρά. Όταν μπαίνεις και βλέπεις τις τούρκικες σημαίες σε πιάνει ένα ρίγος, κάτι σαν πανικός», λέει. Μου εξηγεί ότι οι μετανάστες πρώτης γενιάς στην Αυστραλία έχουν ζήσει ρατσισμό. «Και μόνο που μιλούσες ελληνικά ή καμιά φορά έπαιρνες την ελληνική εφημερίδα, σε στραβοκοιτούσαν, θα σου έλεγαν και καμιά κουβέντα. Υπήρχε πολύς ρατσισμός και μόνο που είχες το χρώμα αυτό».

Η Tsindos άνοιξε τις πόρτες της το 1983. «Τότε, εδώ στο Russel, στο Lonsdale και στο Swanston street το μόνο που άκουγες ήταν ελληνικά. Θα υπήρχαν 7-8 εστιατόρια. Η Μελβούρνη ήταν η τρίτη πόλη στον κόσμο με τον περισσότερο ελληνικό πληθυσμό», λέει και εξηγεί πως η πελατεία έχει πια αντιστραφεί εντελώς σε σχέση με τα χρόνια εκείνα, φτάνοντας σήμερα να αποτελείται κατά 90% από πελάτες άλλων εθνικοτήτων και 10% από Έλληνες. «Παλιά κάναμε διαφορετικά φαγητά, γεμιστά, χοιρινό λαδολέμονο, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Τώρα, επειδή έχει αλλάξει η πελατεία μας, είμαστε πολύ μετρημένοι στο μαγειρευτό. Κάθε μέρα κάνουμε μουσακά, κοκκινιστό, γεμιστά και κάπου κάπου κάνουμε και κάτι άλλο», λέει.

Από τη μελιτζανοσαλάτα μέχρι το τζατζίκι και το σαγανάκι, τα μικρά πιάτα είναι αυτά που ξεχωρίζουν στις επιλογές του κόσμου. Η Tsindos είναι κάτι ανάμεσα σε μαγειρείο, ουζερί και ταβέρνα. Οι μεζέδες εδώ έχουν την τιμητική τους. Τα καλοκαίρια, στον εξωτερικό χώρο μπορείς να ακούσεις ρεμπέτικα και τα τραπέζια είναι γεμάτα με εκείνους που έρχονται για να απολαύσουν φαγητό και ζωντανή μουσική, όταν βέβαια ο απρόβλεπτος καιρός της Μελβούρνης το επιτρέπει.

Ο κ. Τσίνδος μπορεί να θυμηθεί τις διασημότητες που έχουν επισκεφθεί το μαγαζί του, πολιτικούς, τραγουδιστές, τενίστες. «Όταν είσαι στην εστίαση γνωρίζεις πολύ κόσμο, σε καλούν σε πάρτι, στο σπίτι τους, και όταν κλείνεις το μαγαζί για πάντα, τότε είναι που σε ξεχνούν σχεδόν όλοι. Αισθάνεσαι μόνος κι έρημος. Αυτή είναι η μοίρα του ταβερνιάρη», λέει γελώντας.


Jim’s Greek Tavern

ΕΠΕΞ Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Ο κύριος Λεωνίδας είναι ο ιδιοκτήτης της Jim’s Greek Tavern στο Collingwood, μία από τις πιο hip γειτονιές της Μελβούρνης, γεμάτη με μαγαζιά second hand αντικειμένων και υβριδικών μπαρ-δισκάδικων.

Ο κύριος Λεωνίδας, ιδιοκτήτης της Jim’s Greek Tavern στο Collingwood, μία από τις πιο hip γειτονιές της Μελβούρνης, γεμάτη με μαγαζιά second hand αντικειμένων και υβριδικών μπαρ-δισκάδικων, έχει το πιο μεταδοτικό γέλιο που άκουσα ποτέ και το μαγαζί του είναι από τα πιο φιλόξενα. «Η κουλτούρα εδώ στην Αυστραλία έχει να κάνει με τρία πράγματα: τον αθλητισμό, τον τζόγο και τα εστιατόρια», μου εξηγεί.

Γεννημένος σε ένα χωριό της Καλαμάτας το 1956, έφυγε στα 14 του για να έρθει στη Μελβούρνη, όπου επρόκειτο τελικά να χτίσει τη ζωή του στην εστίαση. Θυμάται τη μητέρα του στο χωριό να τον στέλνει για να φωνάξει τον πατέρα του ή τον θείο του από την αγορά και να τους βρίσκει στις χασαποταβέρνες. «Έβλεπα γύρω να κρέμονται τα τηγάνια και τα πιρούνια», λέει. Όταν στο μέλλον θα άνοιγε το δικό του μαγαζί στην άλλη άκρη του κόσμου, θα το διακοσμούσε αντίστοιχα. Το 1982 έπιασε δουλειά στο «Jim’s pizza place» και με έναν συνάδελφό του, που δούλευαν εκεί γκαρσόνια, αποφάσισαν να το αγοράσουν, κρατώντας το ουδέτερο όνομα Jim. «Ό,τι τηγανίζεται, σερβίρεται με το τηγάνι για να έχει την αίσθηση του χωριού», λέει.

«Δεν ήμασταν μάγειρες, παίρναμε την καλύτερη ποιότητα. Ψήναμε στα κάρβουνα, ορισμένα στο τηγάνι, ορισμένα στο πλατό. Αυτή ήταν η συνταγή μας», λέει. Ελιές, τυρί, ρίγανη, τσάι του βουνού, ξίδι και κρασόξιδο, αυτά είναι τα πράγματα που φέρνουν στο μαγαζί από την Ελλάδα. Τα υπόλοιπα τα διαλέγουν προσεκτικά από την περιοχή.

«Η αυστραλέζικη νοοτροπία δεν είναι όπως η ελληνική. Ο Αυστραλός θέλει να φάει δύο-τρία-τέσσερα διαφορετικά πιάτα. Ξεκινάμε με τα ορεκτικά, ταραμοσαλάτες, μελιτζανοσαλάτες, χταπόδι στα κάρβουνα, κολοκυθάκι τηγανητό και πιπεριά Φλωρίνης με φέτα τυρί και μετά, στα θαλασσινά, πάμε σε καλαμάρι, χτένια, γαρίδες, ψάρια στα κάρβουνα. Για το τέλος οι Αυστραλοί θέλουν κρέας. Όπου και να πάει ο Αυστραλός θέλει να φάει κάτι θαλασσινό και μετά μια μπριζόλα ή παϊδάκια. Ο Έλληνας, αν ξεκινήσει με θαλασσινά, θέλει να τελειώσει με αυτά», συμπληρώνει.

Στο μαγαζί του κυρίου Λεωνίδα δεν χρειάζεται να ψάξεις κάποιο μενού για να διαβάσεις τι θα παραγγείλεις κι αυτό γιατί δεν υπάρχει, τουλάχιστον όχι σε αυτήν τη μορφή. «Η φιλοσοφία μου είναι η εξής: ξέρεις ότι πεινάς και δεν ξέρεις τι θέλεις να φας. Εάν πάρεις τον κατάλογο, θα αρχίσεις να διαβάζεις, θα ρωτήσεις το γκαρσόνι να σου εξηγήσει. Μετά θα διαλέξεις κάτι ανάλογα με την τιμή και όχι κάτι που θέλεις πραγματικά να φας», λέει. «Εμείς καταργούμε τους καταλόγους και τους κάνουμε ξενάγηση στην ελληνική κουζίνα. Δεν παίρνει ο καθένας μερίδα μπροστά του, παίρνουν διαφορετικά μεζεδάκια και τα μοιράζονται». Ο κύριος Λεωνίδας λέει ότι χρησιμοποιεί «λέξεις κλειδιά ορέξεων» και μόλις προτείνει στους πελάτες τα πιάτα, εκείνοι του λένε πάντα αμέσως «φέρ' τα!».

ΕΠΕΞ Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Ξεκινάμε με τα ορεκτικά, ταραμοσαλάτες, μελιτζανοσαλάτες, χταπόδι στα κάρβουνα, κολοκυθάκι τηγανητό και πιπεριά Φλωρίνης με φέτα τυρί.
ΕΠΕΞ Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Μου εξηγεί ότι τα πάντα φτιάχνονται μέσα στο μαγαζί, ακόμη και το ψωμί.

«Καμιά φορά, όταν μου λένε πως εστιατόριο χωρίς μενού δεν είναι εστιατόριο, τους λέω για να τους καλαμπουρίσω “έχω μενού, αλλά δεν είναι γραμμένο”». Όταν τον ρωτάω γιατί θα επιλέξει κάποιος την ελληνική κουζίνα ανάμεσα σε όλες τις άλλες, λέει πως αυτό γίνεται γιατί είναι καθαρή. «Δεν έχουμε σάλτσες, να σκεπάζει η μία γεύση την άλλη. Εάν ψήσεις το ψάρι στα κάρβουνα και βάλεις απλά λαδολέμονο, αλλά δεν είναι φρέσκο, θα σου το γυρίσουν πίσω. Τα πιάτα είναι απλά και καθαρά. Αισθάνεσαι αυτό που θέλεις να φας».

Μου εξηγεί ότι τα πάντα φτιάχνονται μέσα στο μαγαζί, ακόμη και το ψωμί. Δεν παίρνουμε τίποτα έτοιμο απ’ έξω, απαγορεύεται αυστηρά. Πρέπει να έχω τη δική μου ταυτότητα. Στην Ελλάδα όλα τα παίρνουν έτοιμα. Σουβλάκια, ταραμοσαλάτες, τζατζίκι».

Η κόντρα ανάμεσα στις ελληνικές ταβέρνες είναι για εκείνον ένα υπαρκτό πρόβλημα. «Κάνουμε πολλά λάθη, εγώ ποτέ δεν ανταγωνίστηκα ελληνική ταβέρνα, ανταγωνίζομαι εθνικότητες. Για μένα είναι λάθος το να έχουν οι ελληνικές ταβέρνες κόντρα μεταξύ τους. Θα έπρεπε να είναι όλοι ενωμένοι. Είναι κρίμα να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ μας. Όλοι οι επιστήμονες λένε ότι η πιο υγιεινή τροφή είναι μεσογειακή. Γιατί να μην το εκμεταλλευτούμε αυτό και να βγάζουμε τα μάτια μας;» λέει.

«Άμα ρωτήσεις έναν Αυστραλό εδώ, θα σου πει το εξής: “Εάν ο γείτονάς σας αποκτήσει έναν γάιδαρο, οι Έλληνες θα κάνετε τον σταυρό σας να ψοφήσει γιατί εσείς δεν έχετε. Εμείς κάνουμε τον σταυρό μας που απέκτησε, γιατί, αν χρειαστεί, θα τον δανειστούμε”».

ΕΠΕΞ Ιστορίες φαγητού και μετανάστευσης στα ελληνικά εστιατόρια της Μελβούρνης Facebook Twitter
Ο κύριος Λεωνίδας λέει ότι χρησιμοποιεί «λέξεις κλειδιά ορέξεων» και μόλις προτείνει στους πελάτες τα πιάτα, εκείνοι του λένε πάντα αμέσως «φέρ' τα!».
Θέματα
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Eιρήνη Μουρτζούκου: Μάνα-«Ηρώδης» ή ατελείωτο τηλεριάλιτι;

Lifo Videos / Eιρήνη Μουρτζούκου: Μάνα-«Ηρώδης» ή ατελείωτο τηλεριάλιτι;

O Γιάννης Πανταζόπουλος σχολιάζει με τον Μάκη Πολλάτο και τη Βάνα Κράβαρη την υπόθεση με τα πέντε νεκρά μωρά αλλά και τον λόγο που η Ειρήνη Μουρτζούκου έχει γίνει για τα media «η νέα Πισπιρίγκου».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Στα άδυτα του ανθρώπινου εγκεφάλου

Άκου την επιστήμη / Στα άδυτα του ανθρώπινου εγκεφάλου

Ποια είναι η αθέατη πλευρά των σκέψεων και τι επιρροή έχει ο νους στη ζωή μας; Ποια η σχέση του ανθρώπινου νου με το υπόλοιπο σύμπαν; Είναι η ηδονή απόρροια διεργασιών του ανθρώπινου εγκεφάλου; Ο ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολή τους Πανεπιστημίου Πατρών, Ηλίας Κούβελας εξηγεί στον Γιάννη Πανταζόπουλο. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Τι καινούργιο υπάρχει για τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1;

Radio Lifo / Τι να κάνετε αν το παιδί σας νοσήσει από σακχαρώδη διαβήτη

Τι καινούργιο υπάρχει για τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, που εμφανίζεται κυρίως στην παιδική και εφηβική ηλικία; H Τζούλη Αγοράκη συζητά με την Ελένη Φάκου, που ζει εδώ και τριάντα χρόνια με τη νόσο, και τον ψυχοθεραπευτή Μιχάλη Καλλιφρονά.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
To θρίλερ της εξαφάνισης των τριών κυνηγών στην Λαμία και τα σενάρια περί τρομοκρατίας

Αληθινά εγκλήματα / To θρίλερ της εξαφάνισης των τριών κυνηγών στη Λαμία και τα σενάρια περί τρομοκρατίας

O Νίκος Τσέφλιος ερευνά και αφηγείται την υπόθεση της εξαφάνισης τριών κυνηγών από τα χωριά της Λοκρίδας και τα ανώνυμα τηλεφωνήματα με άρωμα τρομοκρατίας που συνέθεσαν το θρίλερ που παίχτηκε τον Αύγουστο του 2002 στις απόκρημνες πλαγιές της Οίτης στη Φθιώτιδα.
THE LIFO TEAM
Ευάγγελος Γκουντούφας: «Δεν είναι οι ανεμογεννήτριες η αιτία για τις πυρκαγιές»

Άκου την επιστήμη / «Δεν είναι οι ανεμογεννήτριες η αιτία για τις πυρκαγιές»

Γιατί αφού μάθαμε να ζούμε με τους σεισμούς, δεν έχουμε μάθει να ζούμε με τις φωτιές και τα ακραία φαινόμενα; Τελικά, καταστρέφουν ή όχι τα δάση οι αναδασώσεις; Ο γενικός διευθυντής Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος της Γενικής Γραμματείας Δασών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Ευάγγελος Γκουντούφας εξηγεί στον Γιάννη Πανταζόπουλο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Ζίζεκ στα 75: «Είναι ηλίθιο και ταπεινωτικό να είσαι γέρος»

Οπτική Γωνία / Ο Ζίζεκ στα 75: «Μην κοιτάς βαθιά μέσα σου, θα ανακαλύψεις μόνο σκατά»

«Είναι ηλίθιο και ταπεινωτικό να είσαι γέρος» δηλώνει σε συνέντευξή του στον Telegraph ο διάσημος Σλοβένος φιλόσοφος, ο οποίος πιστεύει επίσης ότι είμαστε πλέον πολύ κοντά σε ένα είδος «ήπιου φασισμού», όπως γράφει στο νέο βιβλίο του.
THE LIFO TEAM
Είναι ο καρκίνος του μαστού μια αόρατη αναπηρία;

Ζούμε, ρε! / Είναι ο καρκίνος του μαστού μια αόρατη αναπηρία;

Πόσο εύκολα μπορεί τελικά να μιλήσει για το βίωμά της στους γύρω της μια γυναίκα που έχει περάσει καρκίνο του μαστού και τι ρόλο μπορεί να παίξει η συμμετοχή της σε μια θεατρική ομάδα στην εύρεση νέου νοήματος ζωής; Η σκηνοθέτιδα και ηθοποιός Αθηνά Παππά συζητά με τη Χρυσέλλα Λαγαρία και τον Θοδωρή Τσάτσο για τον καρκίνο του μαστού, το θέατρο και τη νέα της παράσταση «Η κουκούλα».
THE LIFO TEAM
To μυστήριο της δολοφονίας της πλούσιας Πλακιώτισσας Μοσχούλας Βάθη

Αληθινά εγκλήματα / To μυστήριο της δολοφονίας της Μοσχούλας, της πλούσιας Πλακιώτισσας

O Νίκος Τσέφλιος ερευνά και αφηγείται κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκε νεκρή έξω από την πόρτα του διαμερίσματός της στην Πλάκα η 73χρονη γυναίκα, μια υπόθεση που προκάλεσε αίσθηση τον Μάρτιο του 1989.
Φωτεινή Τσαλίκογλου: «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ναρκώνουν το βλέμμα και τη σκέψη μας»

Άκου την επιστήμη / «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ναρκώνουν το βλέμμα και τη σκέψη μας»

Ζούμε σε μια εποχή που κυνηγάμε την τελειότητα; Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα στην απιστία; Και τι ρόλο παίζει στη ζωή μας ένα τραυματικό γεγονός; Η ομότιμη καθηγήτρια ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας, Φωτεινή Τσαλίκογλου, εξηγεί στον Γιάννη Πανταζόπουλο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Υπόθεση Σκολαρίκου: Μια δολοφονία, ένας αθώος στη φυλακή και το δικαστικό θρίλερ που ακολούθησε

Αληθινά εγκλήματα / Υπόθεση Σκολαρίκου: Μια δολοφονία, ένας αθώος στη φυλακή και ένα δικαστικό θρίλερ

Ο Νίκος Τσέφλιος ερευνά και αφηγείται την εν ψυχρώ δολοφονία του 52χρονου Γιάννη Σκολαρίκου, διευθυντή του ΟΤΕ Παλαιού Φαλήρου, που, ένα χειμωνιάτικο πρωί σαν όλα τ’ άλλα, ξεκίνησε για τη δουλειά του και δεν έφτασε ποτέ.
THE LIFO TEAM
«Μαμά, κάποιοι ανέβασαν γυμνή φωτογραφία μου στα σόσιαλ»

Podcast / «Μαμά, κάποιοι ανέβασαν γυμνή φωτό μου στα σόσιαλ»

Τι κάνεις όταν κυκλοφορεί γυμνή φωτογραφία του παιδιού σου στο διαδίκτυο; Ποια είναι τα βήματα για να σταματήσεις κάτι που τρέχει πιο γρήγορα κι από φωτιά σε πευκόδασος; Η Τζούλη Αγοράκη μιλά με τον αστυνόμο Χαράλαμπο Καρρά και τον ψυχολόγο Γιώργο Νάκο της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
Τρώμε έντομα και δεν το γνωρίζουμε;

Radio Lifo / Τρώμε έντομα και δεν το γνωρίζουμε;

Η Ντίνα Καράτζιου συζητά με τον Αντώνη Τσαγκαράκη, επίκουρο καθηγητή Γεωργικής και Παραγωγικής Εντομολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τα έντομα που έχουν εγκριθεί από την Κομισιόν ως τρόφιμα, καθώς και για τους λόγους πίσω από αυτή την απόφαση.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ