ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ έναν έφηβο που σιχαίνεται το σχολείο; Τι στάση μπορεί να κρατήσει ένας γονιός απέναντι σ’ έναν -καλοπροαίρετο και περήφανο κατά τα άλλα- δεκαπεντάχρονο, ο οποίος εμφανίζεται όλο και πιο ψεύτης, όλο και πιο πονηρός, επειδή είναι ανίκανος ν’ αφοσιωθεί σε κάτι που δεν τον ενδιαφέρει;
Μ’ αυτό ακριβώς το ερώτημα αναμετρήθηκε πριν από μερικά χρόνια ένας από τους πιο γνωστούς κινηματογραφικούς κριτικούς του Καναδά, ο Ντέιβιντ Γκίλμουρ (απλή συνωνυμία με τον κιθαρίστα των Πινκ Φλόιντ) βλέποντας τους βαθμούς του γιού του να καταρρέουν και τον ίδιο να επιδίδεται συστηματικά στην κοπάνα, πότε για να λάβει μέρος σε διαγωνισμούς ραπ, πότε για να γεμίσει γκράφιτι τη γειτονιά, πότε για να φλερτάρει άτσαλα με την παρανομία.
Στις σελίδες της «Κινηματογραφικής λέσχης» δίνονται ένα σωρό πληροφορίες από τα παρασκήνια της κινηματογραφικής βιομηχανίας που μόνο οι άνθρωποι του σιναφιού γνωρίζουν τόσο καλά.
Προκειμένου να «χάσει» οριστικά τον γιο του, ο Γκίλμουρ, έστω και με βαριά καρδιά –«Κι αν κάνω λάθος; Κι αν παριστάνω τον μοντέρνο και τον αφήσω να καταστρέψει τη ζωή του;»- του επέτρεψε να εγκαταλείψει πρόωρα τα θρανία. Τον καθησύχασε μάλιστα ότι θα συνεχίσει να τον στεγάζει και να τον χαρτζιλικώνει, εκτός κι αν μπλέξει με ναρκωτικά, οπότε η συμφωνία τους θ’ ακυρωθεί αμέσως. Όλα αυτά δε υπό έναν όρο: «Θέλω να βλέπεις τρεις ταινίες τη βδομάδα μαζί μου», του λέει. «Θα τις επιλέγω εγώ. Είναι η μοναδική μόρφωση που θα έχεις».
Κάπως έτσι ανοίγουν οι πύλες της «Κινηματογραφικής λέσχης» (μετ. Γ. Καλαμαντής, Πατάκη, 2011): ενός καλογραμμένου βιβλίου που διαβάζεται σαν μυθιστόρημα μολονότι αναφέρεται σε πραγματικά περιστατικά, αποτυπώνοντας, εν μέσω άφθονων κινηματογραφικών αναφορών, την περιπέτεια με αίσιο τέλος που μοιράστηκαν ο πρεσβύτερος με τον νεώτερο Γκίλμουρ.
Και τι δεν θα παρακολουθήσουν οι δυο τους. Από τα «400 χτυπήματα» του Τριφό, την «Ντόλτσε βίτα» του Φελίνι ή τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ, μέχρι τη «Λάμψη» του Κιούμπρικ και τα «Σαγόνια του καρχαρία» του Σπίλμπεργκ, κι από τον «Πολίτη Κέιν» του Ουέλς ή τα «Οικόπεδα με θέα» του Μάμετ ως το «Εκτός ελέγχου» του Σόντενμπεργκ και το «Pulp fiction» του Ταραντίνο. Αριστουργήματα αλλά και έργα της σειράς, θρίλερ, συναισθηματικές κομεντί και γουέστερν, τους δίνουν την ευκαιρία ν’ ανταλλάξουν κρίσεις για ηθοποιούς και σκηνοθέτες, να σχολιάσουν διάσημες ατάκες και σκηνές και, κυρίως, να προβούν σε αμοιβαίες εξομολογήσεις που φέρνουν ακόμα πιο κοντά τον έναν στον άλλο.
Στις σελίδες της «Κινηματογραφικής λέσχης» γίνεται λόγος και για το «Ρόμποκοπ» και για το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», και για το «Πιάστε τον κοντό» και για το «Μανχάταν», όπως δίνονται κι ένα σωρό πληροφορίες από τα παρασκήνια της κινηματογραφικής βιομηχανίας που μόνο οι άνθρωποι του σιναφιού γνωρίζουν τόσο καλά. Το ζουμί, ωστόσο, του βιβλίου βρίσκεται εκτός μεγάλης οθόνης, εκτός πλατό. Βρίσκεται στην καθημερινότητα των πρωταγωνιστών του, με τον πατέρα να διαθέτει άφθονο χρόνο στο γιο του, να γίνεται κοινωνός των ερωτικών του απογοητεύσεων, να σιγοντάρει τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, να στέκεται στο πλευρό του κι όταν αυτός παραστρατεί, συμμετέχοντας ολόψυχα στη διαδικασία ενηλικίωσής του.
Το χρονικό που αφηγείται ο Γκίλμουρ αποκαλύπτει ουσιαστικά τι σημαίνει να είσαι γονιός, και τι απαιτείται για να δημιουργήσεις μια εποικοδομητική σχέση που θα μεταμορφώσει ένα ανασφαλές αγόρι σε άντρα με κουράγιο και αυτογνωσία. Η ελληνική έκδοση του «The film club» είναι δυσεύρετη πια, αλλά η ιδέα μιας τέτοιας εναλλακτικής εκπαίδευσης ίσως αποδειχτεί χρήσιμη και σε άλλους!