ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΟΝΤΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «καλύτερη αστυνομική ιστορία που γράφτηκε στην Αμερική», όπως έχει χαρακτηριστεί; Το σίγουρο είναι πως, το «Γεράκι της Μάλτας», από το 1929 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Black Mask, έχει συναρπάσει γενιές και γενιές, πως χάρη σ’ αυτό ο δημιουργός του Ντάνιελ Χάμετ έγινε από τη μια μέρα στην άλλη ο λατρεμένος αστυνομικός συγγραφέας των διανοουμένων και πως δίχως αυτό δεν θα είχε υπάρξει το ομώνυμο θρυλικό φιλμ νουάρ του Τζον Χιούστον με την εκπληκτική ερμηνεία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Αξιοποιώντας τις εμπειρίες του από την οχταετή θητεία του στο πρακτορείο ιδιωτικών ντετέκτιβ Πίνκερτον και με την αφηγηματική του δεινότητα δεδομένη –είχε ήδη εκδώσει την «Κατάρα των Ντέιν»–, ο τριανταεξάχρονος τότε Χάμετ έδινε μια ιστορία που διακρίνεται για τον ωμό της ρεαλισμό, την ακρίβεια και την οικονομία της, καθώς και για τους δυνατούς, φυσικούς της διαλόγους. Μια ιστορία συναρπαστική, διαδραματιζόμενη στα σκοτεινά λημέρια του Σαν Φρανσίσκο, εκεί όπου το έγκλημα αποτελεί καθημερινότητα κι όπου κυριαρχεί ο νόμος του πιο ισχυρού, με πρωταγωνιστή έναν κυνικό όσο κι ευαίσθητο ντετέκτιβ.
Αξιοποιώντας τις εμπειρίες του από την οχταετή θητεία του στο πρακτορείο ιδιωτικών ντετέκτιβ Πίνκερτον και με την αφηγηματική του δεινότητα δεδομένη, ο τριανταεξάχρονος τότε Χάμετ έδινε μια ιστορία που διακρίνεται για τον ωμό της ρεαλισμό, την ακρίβεια και την οικονομία της, καθώς και για τους δυνατούς, φυσικούς της διαλόγους.
Σε αντίθεση με άλλους ομοτέχνους του, που χρησιμοποιούν συνεχώς τον ίδιο χαρακτήρα, ο Ντάσιελ Χάμετ (1894-1961) δημιουργούσε κι από έναν καινούριο για κάθε βιβλίο του. Ο καλύτερος όλων και ο πλέον πειστικός θεωρείται ο Σαμ Σπέιντ στο «Γεράκι της Μάλτας». Κάποιος που, όπως απεφάνθη ο Σόμερσετ Μομ, «μοιάζει τόσο πολύ με κακοποιό που δύσκολα μπορεί κανείς να τον προτιμήσει από τους εγκληματίες».
Η πλοκή του μυθιστορήματος πυροδοτείται από τη στιγμή που ο τελευταίος δέχεται την επίσκεψη μιας γοητευτικής κοκκινομάλλας, η οποία του αναθέτει την παρακολούθηση ενός επικίνδυνου άντρα. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, ο Σπέιντ θα βρεθεί κατηγορούμενος για δύο φόνους και, παρασυρμένος από τη «μοιραία γυναίκα», θα μπλεχτεί στη δίνη της αναζήτησης ενός αγαλματιδίου (αυτό είναι το «γεράκι της Μάλτας»), ενός κάλπικου όπως θ’ αποδειχτεί θησαυρού, γύρω από τον οποίο όμως συνωστίζονται πτώματα και πλέκονται ίντριγκες ως το τέλος.
«Γύρισε το “Γεράκι της Μάλτας” ακριβώς όπως το έγραψε ο Χάμετ, χρησιμοποίησε τους αυθεντικούς διαλόγους, μην αλλάξεις τίποτε και θα κάνεις μια εκπληκτική ταινία» ήταν η συμβουλή που πήρε ο Τζον Χιούστον από τον Χάουαρντ Χοκς, για την παρθενική σκηνοθετική του απόπειρα το 1941.
Και πράγματι, την ακολούθησε με ευλάβεια. Σεναριογράφος ως τότε, ήταν ο ίδιος που είχε επιδιώξει να γυρίσει το «Γεράκι…», αδιαφορώντας και για τον πενιχρό προϋπολογισμό που του διέθεταν οι παραγωγοί και για το ότι είχαν προηγηθεί δύο κινηματογραφικές μεταφορές του βιβλίου χωρίς την παραμικρή επιτυχία.
Ο Χιούστον δούλεψε το σενάριο κάνοντας τα δικά του σκίτσα για κάθε σκηνή, όπως εργαζόταν κι ο Χίτσκοκ, ενώ στο πλατό απαθανάτισε τους ήρωες σε πρωτότυπα πλάνα μέσα σ’ εσωτερικούς κυρίως χώρους, αποκαλύπτοντας τις προθέσεις και τους χαρακτήρες τους σε μια σκοτεινή, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, βουτηγμένη σε εξπρεσιονιστικούς φωτισμούς.
Για τον κεντρικό ρόλο προοριζόταν ο Τζορτζ Ραφτ, σπουδαίο όνομα της εποχής, που όμως αρνήθηκε να συνεργαστεί με αρχάριο σκηνοθέτη. Ο σαρανταδυάχρονος Μπόγκαρτ, ωστόσο, ήδη φίλος και συμπότης του Χιούστον, ενθουσιάστηκε με την ιδέα να υποδυθεί τον Σπέιντ, ανύποπτος ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία του θα τον καταξίωνε ως αστέρα πρώτου μεγέθους.
Το βαθύ μελαγχολικό του βλέμμα, η βραχνή ψιθυριστή του φωνή, οι όλο κομψότητα κινήσεις του, το αιώνιο τσιγάρο στο στόμα του και ο ιδιότυπος κώδικας τιμής που ακολουθούσε ως Σπέιντ, καθήλωσαν το κοινό, προμηνύοντας και την τεράστια επιτυχία της κατοπινής «Καζαμπλάνκα».
*Το «Γεράκι της Μάλτας» έχει εκδοθεί αρκετές φορές στα ελληνικά. Η πιο πρόσφατη είναι από τις εκδόσεις Ωκεανός σε μετάφραση Ελένης Κεκροπούλου.