ΠΩΣ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ περιστοιχισμένος από έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό βιβλίων; Είναι ένα ερώτημα που ελάχιστους συμπατριώτες μας πρέπει ν’ απασχολεί. Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο το διαχειρίζεται ο Γάλλος επιμελητής εκδόσεων και δημοσιογράφος Ζακ Μπονέ το καθιστά ενδιαφέρον για πολύ περισσότερους.
Στη μικρή του πραγματεία «Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα» (μετ. Β. Χατζάκη, Άγρα 2010), ο Μπονέ μεταφέρει με παιγνιώδη διάθεση τις πρακτικές δυσκολίες αυτής της συμβίωσης, ψυχογραφεί συλλέκτες και βιβλιομανείς, ανασύρει ιστορίες ξεφυλλίζοντας τ’ αγαπημένα του λευκώματα, αποτίει φόρο τιμής σε μυθιστορηματικούς ήρωες και συγγραφείς και, κυρίως, μεταδίδει την ηδονή αλλά και τις διεξόδους που του χάρισε το πάθος της ανάγνωσης, ανοίγοντας την όρεξη και στους …εγκρατείς.
Στα μάτια ενός φανατικού αναγνώστη, όπως ο Μπονέ, τα βιβλία αντιπροσωπεύουν «τα ίχνη του παρελθόντος του ή τις ελπίδες του μέλλοντός του» και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο αρνείται να τ' αποχωριστεί.
«Ο Παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη» έλεγε ο Μπόρχες.
«Βιβλιοθήκη είναι αυτό που πλησιάζει περισσότερο τον επίγειο παράδεισο», δηλώνει ως αγνωστικιστής ο Μπονέ, ανακαλώντας την αγαλλίασή του όταν βρήκε στο διάβασμα το ιδανικό αντίδοτο στην πλήξη των παιδικών του χρόνων, σε μια επαρχιακή πόλη της δεκαετίας του '60. «Αρκούσε ν' ανοίξεις ένα βιβλίο για να τριγυρίσεις στο Παρίσι του 17ου αιώνα, κινδυνεύοντας να δεχτείς στο κεφάλι το περιεχόμενο ενός δοχείου νυχτός, ή να υπερασπιστείς τα τείχη του Βυζαντίου που όπου να 'ναι πέφτει στα χέρια των Οθωμανών...»
Σιγά σιγά, βέβαια, συνειδητοποίησε κι αυτός ότι τα βιβλία δεν είναι απλώς ένα μέσο απόδρασης από την πραγματικότητα αλλά και μια ανεξάντλητη δεξαμενή εργαλείων για την αποκρυπτογράφησή της. «Εκεί βρίσκονται και οι ρίζες του Μάη του '68»: τα σπουδαγμένα παιδιά των μικροαστών «είχαν γίνει πιο έξυπνα απ' τους γονείς τους, κι είχαν αρχίσει να εγείρουν πρωτάκουστα αλλά διόλου παράλογα ερωτήματα».
Κι όταν, στα 15 του, έπεσε πάνω στον «Αφρό των ημερών» του Μπορίς Βιάν, ανακάλυψε ότι και τα μυθιστορήματα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ιστορία που σε κάνει να ονειρεύεσαι. Όπως, δε, σημειώνει με νόημα, «ο Βιάν είχε το πλεονέκτημα να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα και να μην περιλαμβάνεται ακόμη στη σχολική ύλη».
Πράγματι, τα βιβλία κοστίζουν, δεν έχουν μεταπωλητική αξία, πιάνουν χώρο, υγρασία και σκόνη, απαιτούν σωστή ταξινόμηση και από μια ποσότητα και πάνω καθιστούν την ιδέα μιας μετακόμισης απαγορευτική. Στα μάτια όμως ενός φανατικού αναγνώστη, όπως ο Μπονέ, αντιπροσωπεύουν «τα ίχνη του παρελθόντος του ή τις ελπίδες του μέλλοντός του» και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο αρνείται να τ' αποχωριστεί.
Θα είχε άραγε συγκροτήσει ο ίδιος την τεράστια βιβλιοθήκη του αν ανήκε στη γενιά του διαδικτύου; «Ασφαλώς όχι» παραδέχεται. Γι’ αυτό άλλωστε έγραψε και το βιβλίο του, σαν ένα μήνυμα από μιαν ήπειρο που τείνει να καταποντιστεί.