ΟΤΑΝ ΣΤΙΣ 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1990 έφευγε από τη ζωή ο Λουί Αλτουσέρ -ο κομμουνιστής φιλόσοφος των δεκαετιών του ΄60 και του ΄70, ο στοχαστής που επηρέασε με την ανανεωτική του σκέψη δεκάδες διανοούμενους σημαδεύοντας μια ολόκληρη γενιά- πολλοί ξαφνιάστηκαν. Πίστευαν πως ο διάσημος μαρξιστής είχε εγκαταλείψει από καιρό τα εγκόσμια και από μια άποψη είχαν δίκιο. Από το 1980 κι έπειτα, ο ταραγμένος ψυχικά Αλτουσέρ είχε βυθιστεί στη σιωπή. Στις 16 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, πάνω σε μια από τις συχνές κρίσεις του, είχε στραγγαλίσει άθελά του τη γυναίκα του. Και μ’ αυτήν ακριβώς τη σκηνή θα ξεκινούσε λίγα χρόνια αργότερα η αυτοβιογραφία του (βλ. «Το μέλλον διαρκεί πολύ», εκδ. Ο Πολίτης):
«Να η σκηνή του φόνου, όπως την έζησα. Ξαφνικά όρθιος, ντυμένος με τη ρόμπα μου, στα πόδια του κρεβατιού μου, στο διαμέρισμά μου της Εκόλ Νορμάλ (…). Εμπρός μου: η Ελέν ξαπλωμένη ανάσκελα, κι αυτή με τη ρόμπα της (…) Γονατιστός σιμά της, σκυμμένος πάνω της, της κάνω μασάζ στο λαιμό (…) Πιέζω τους δυο αντίχειρες στο πάνω μέρος του στέρνου και, συνεχίζοντας την πίεση, πλησιάζω αργά την πιο σκληρή ζώνη κάτω από τ’ αυτιά, μετατοπίζοντας λοξά τον ένα αντίχειρα προς τα δεξιά, τον άλλον προς τ’ αριστερά. Σχηματίζω ένα V. Aισθάνομαι μεγάλη κούραση στα χέρια. Το ξέρω, το να κάνω μασάζ μου κουράζει τους πήχεις των χεριών.
Το πρόσωπο της Ελέν είναι ακίνητο, γαλήνιο, τ’ ανοιχτά της μάτια καρφωμένα στο ταβάνι. Και ξαφνικά με πιάνει τρόμος. Τα μάτια της δε λένε να ξεκαρφωθούν από το ταβάνι και, κυρίως, να ένα μικρό κομμάτι γλώσσας που εξέχει ανάμεσα στα δόντια και τα χείλη. Είχα δει νεκρούς, αλλά δεν είχα δει στραγγαλισμένους στη ζωή μου. Κι ωστόσο νιώθω ότι είναι στραγγαλισμένη. Αλλά πώς έγινε; Ανασηκώνομαι και ουρλιάζω: στραγγάλισα την Ελέν!»
Ο Λουί Αλτουσέρ, πράγματι, απουσίαζε από τη «δίκη» που ακολούθησε το έγκλημα. Του αναγνωρίστηκε το ακαταλόγιστο. Δεν καταδικάστηκε. Έχασε όμως την νομική του υπόσταση. Δεν είχε το δικαίωμα υπογραφής ή έκδοσης. Ο ίδιος βυθίστηκε στη σιωπή και τα έργα του δεν άντεξαν, ξεχάστηκαν μαζί με τη συντριβή του μαρξισμού.
Ομολογημένος στόχος του Αλτουσέρ όταν ξεκινούσε το 1985 την αυτοβιογραφία του ήταν ν’ απολογηθεί -έστω και καθυστερημένα- δημόσια για το έγκλημά του. Το σχέδιο για μια αυτοβιογραφία ήταν παλιότερο. «Το μέλλον διαρκεί πολύ», όμως, άρχισε να συντάσσεται την ημέρα που ο Αλτουσέρ διάβασε στην Μοντ, σ’ ένα σημείωμα της Κλοντ Σαρότ, δυο φράσεις που τον πλήγωσαν. «Εμείς», έγραφε η Σαρότ, «όταν βλέπουμε στα ΜΜΕ ένα διάσημο όνομα αναμεμειγμένο σε κάποια ζουμερή υπόθεση, τα κάνουμε όλα ένα. Το θύμα; Δεν αξίζει τρεις αράδες. Γιατί βεντέτα είναι η διασημότητα…»
Ο Λουί Αλτουσέρ, πράγματι, απουσίαζε από τη «δίκη» που ακολούθησε το έγκλημα. Του αναγνωρίστηκε το ακαταλόγιστο. Δεν καταδικάστηκε. Έχασε όμως την νομική του υπόσταση. Δεν είχε το δικαίωμα υπογραφής ή έκδοσης. Ο ίδιος βυθίστηκε στη σιωπή και τα έργα του δεν άντεξαν, ξεχάστηκαν μαζί με τη συντριβή του μαρξισμού. Αν και «νεκρός», όμως, ζούσε. Στο «Το μέλλον διαρκεί πολύ», άλλωστε, γίνεται φανερό πώς ζούσε και κατά τη γόνιμη περίοδό του: με τις διαταραχές και τις καταθλίψεις του, μαζί με την αμφιλεγόμενη, τυραννική όσο και απροστάτευτη Ελέν του, με την καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του, με την συνεχή αίσθηση του μέτρου και της άγνοιας, με την αδιάκοπη αυτοκριτική του.
Ο Αλτουσέρ ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια στην Αλγερία, μιλά για την εποχή που δρούσε σαν καλός χριστιανός καθολικός, για τον πόλεμο, την είσοδό του στην Εκόλ Νορμάλ, την γνωριμία του με τον έρωτα στα εικοσιεννιά του, τη φιλοσοφική του περιπέτεια, την εκ των έσω κριτική του απέναντι στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Κι εκείνο που εντυπωσιάζει, είναι ότι διαλέγει τον δρόμο της απομυθοποίησης:
«Μπορώ να βεβαιώσω ότι τόσο στα γραπτά όσο και στα προφορικά πραγματευόμουν τα περισσότερα θέματα χωρίς να γνωρίζω πολλά πράγματα. Ήξερα, όμως, να γράφω «εκθέσεις ιδεών» και να αποκρύπτω κατάλληλα την άγνοιά μου κάτω από μιαν a priori επεξεργασία του οποιουδήποτε θέματος και φυσικά σύμφωνα με τον ανάλογο πανεπιστημιακό κώδικα…». Σε πείσμα των ενδοιασμών του, μέσα στο «κουκούλι» της σχολής, ασκώντας το λειτούργημα του καθηγητή Φιλοσοφίας αισθανόταν όλα και περισσότερο φιλόσοφος. Όπως όμως παραδέχεται, η φιλοσοφική του μόρφωση ήταν μάλλον περιορισμένη. «Γνώριζα καλά τους Ντεκάρτ, Μαλεμπράνς, κάπως τον Σπινόζα, καθόλου τον Αριστοτέλη, τους σοφιστές και τους στωικούς, αρκετά καλά τον Πλάτωνα, τον Πασκάλ, καθόλου τον Καντ και μόνο χωρία του Μαρξ που είχα διαβάσει πολύ προσεκτικά. Φτιάχτηκε, ωστόσο, ένας μύθος για τον τρόπο που μάθαινα και γνώριζα την φιλοσοφία».
Η μακροσκελής εξομολόγηση του Αλτουσέρ, ενδεικτική της μεγαλοφυΐας, της συνεχούς ανησυχίας αλλά και των ορίων του, κυκλοφόρησε στα ελληνικά το ΄92 σε μετάφραση ΄Αγγελου Ελεφάντη και Ρούλας Κυλιντηρέα σχεδόν ταυτόχρονα με την γαλλική της έκδοση, σ’ έναν τόμο που περιελάμβανε κι ένα σχεδίασμα αυτοβιογραφίας, γραμμένο από το 1976, με τίτλο «Τα γεγονότα». Χρόνια εξαντλημένο από την αγορά, το βιβλίο αυτό ίσως να υπάρχει καταχωνιασμένο σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο…