Γεννημένος στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1979, ο ζωγράφος Αλέξης Αυλάμης ζει πλέον τους περισσότερους μήνες του χρόνου στην Κεφαλονιά. Γιος του Γεώργιου Αυλάμη, ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες χειρουργούς του 20ού αιώνα, ίσως του σημαντικότερου, μεγάλωσε σε μια οικογένεια γιατρών επτά γενιές. Από πολύ νωρίς, όμως, τον ίδιον τον κέρδισε η ζωγραφική, διακόπτοντας αυτή την παράδοση αιώνων.
Τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής και κεραμικών τα πήρε σε ηλικία 15 ετών, σε ένα summer school στο Bennington College του Vermont, όπου διακρίθηκε και στα δύο αντικείμενα. Μέσω της διάκρισής του αυτής, κέρδισε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για να ασχοληθεί με το αντικείμενο που τον ενδιέφερε και ταυτόχρονα οι γονείς του μπόρεσαν να διαπιστώσουν την κλίση του στη ζωγραφική. Από το 1997 μέχρι το 2002 σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ Αθηνών με καθηγήτρια τη Ρένα Παπασπύρου. Δύο χρόνια μετά ξεκίνησε να ασχολείται επαγγελματικά, πραγματοποιώντας την πρώτη του έκθεση.
Ο Αλέξης Αυλάμης παρατηρεί τη φύση και συμβιώνει μαζί της από τότε που μικρός πήγαινε διακοπές στην Κεφαλονιά. Αγαπάει πολύ την ορεινή πεζοπορία, φωτογραφίζει τη χλωρίδα και την πανίδα που συναντά στον δρόμο του, έχοντας μεγάλο ενδιαφέρον για τις δομές, τα χρώματα και τη συμπεριφορά τους.
Την ίδια περίοδο, κοντά στο 2004, επισκέφθηκε το Μουσείο Μπενάκη όπου πρωτοείδε δύο νεκρικά πορτρέτα Φαγιούμ που χρονολογούνται από τον 1ο μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. «Ο λόγος που με συνεπήρε αυτή η εικόνα ήταν λόγω της ολοζώντανης αίσθησης που δημιουργούν αυτά τα πορτρέτα, η οποία οφείλεται στη συμπεριφορά του κεριού», μου λέει.
«Η εγκαυστική ή κηρόχυτη ζωγραφική είναι μια αρχαιοελληνικής επινόησης μέθοδος που αποτελείται κυρίως από θερμασμένο κερί μέλισσας, τη ρητίνη μαστίχα ή δάμμαρη, και χρωστική ουσία σε σκόνη ή λάδι σε συγκεκριμένες αναλογίες. Με τη βοήθεια μιας πηγής θερμότητας (π.χ. μια θερμαντική πλάκα φαγητού) αυτά τα υλικά αναμειγνύονται και δουλεύονται με ασφάλεια σε θερμοκρασίες από 82 έως 93 βαθμούς Κελσίου, παράγοντας τα λαμπερά κηροχρώματα».
Το μελισσοκέρι ο ίδιος το χαρακτηρίζει «αλχημικό» λόγω της αντιφατικής φύσης του. Είναι ένα υλικό που λόγω της φύσης και της συμπεριφοράς του μεταμορφώνεται, διαστέλλεται και συστέλλεται, τήκεται και πήζει. «Το μελισσοκέρι είναι η πρώτη πλαστική ύλη του ανθρώπου και σε ρευστή κατάσταση υπαινίσσεται τη μεταμόρφωση της ύλης», επισημαίνει. «Ως ζωικής προέλευσης ύλη εκκρίνεται σαν λέπι από τους κηρογόνους αδένες της μέλισσας, διαδικασία η οποία ταίριαξε με τη φυσιολατρική ιδιοσυγκρασία μου και την περιέργεια να ζωγραφίσω με ένα 100% φυσικό υλικό».
«Με προσέλκυσε ιδιαίτερα η αντιφατική συμπεριφορά της τεχνικής, δηλαδή το γεγονός ότι μονομιάς ενσωματώνει μια δυναμική ισορροπία αντιθέσεων: στερεό - ρευστό, μόνιμο - μεταβλητό, θερμό - ψυχρό, ελεγχόμενο - απρόβλεπτο, έγχρωμο - ασπρόμαυρο, λείο - τραχύ, επίπεδο - ανάγλυφο, λειτουργικό - αισθησιακό, ματ - γυαλιστερό, ημιδιάφανο - αδιαπέρατο κ.ά. Αυτά τα μοναδικά φαινόμενα επιτυγχάνονται με τον χειρισμό του διπόλου φωτιά - πάγος, κι αυτή είναι η ασύγκριτη συνθήκη που με προσέλκυσε τόσο έντονα στην εγκαυστική».
«Αν θες, καταργείς το πινέλο και δουλεύεις με πιστόλι θερμού αέρα, φλόγιστρο και ψυχρό αέρα ή και με νερό. Με αυτήν τη μέθοδο προσέδωσα μεγαλύτερη ζωγραφικότητα στα έργα μου με τις αλλεπάλληλες ημιδιαφάνειες, τις λαζούρες και το πολύ αραιώμενο κηρόχρωμα. Οι μορφές μου απέκτησαν όγκο, αντιμετώπισα τα θέματά μου πιο τρισδιάστατα. Για παράδειγμα, με το πινέλο “έχτισα” κέρινες φλέβες στο πρόσωπο ενός λύκου, οι οποίες ταυτόχρονα θυμίζουν ρυάκι και δενδρίτη. Με ενδιαφέρει η πολυσημία στην εικόνα, ο ανθρωπομορφισμός και ο ζωομορφισμός».
Ο Αυλάμης είναι αυτοδίδακτος στη δύσκολη αυτή τεχνική που απαιτεί ένα-δύο χρόνια μαθητείας, με την οποία ξεκίνησε να καταπιάνεται από το 2005. Κατά τη γνώμη του είναι η δυσκολότερη, γι’ αυτό ελάχιστοι στον κόσμο ασχολούνται μαζί της. Έναντι άλλων, όμως, πλεονεκτεί στο ότι ο τόνος, η λαμπερότητα της χρωστικής, δεν πέφτει στο πέρασμα του χρόνου, διότι η χρωστική ενθυλακώνεται στο κερί.
«Το κερί είναι άριστο μονωτικό κατά της υγρασίας και της μούχλας, ενώ είναι ένα υλικό που σφίγγει όσο περνάει ο καιρός. Λιώνει στους 67 βαθμούς Κελσίου από μόνο του. Με την προσθήκη όμως της ρητίνης αυτό το νούμερο ανεβαίνει στους 73. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στο σπίτι αυτού που θα το αγοράσει για να αλλοιωθεί», μου αναφέρει.
«Την τεχνική την έμαθα μελετώντας βιβλία. Πιο συγκεκριμένα, του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, που μιλάει γι’ αυτήν, αλλά και από πλήθος άλλων βιβλίων που έχω παραγγείλει από το Ίντερνετ από διάφορες χώρες. Κυρίως, όμως, έμαθα μέσα από προσωπικούς πειραματισμούς. Απ’ τη δοκιμή και το λάθος, κρατώντας σημειώσεις για το τι ταιριάζει στη δική μου έκφραση. Γιατί η δυσκολία αυτής της τεχνικής έγκειται στο ότι απ’ τη στιγμή που θα πάρεις το κηρόχρωμα με το πινέλο μέχρι να το τοποθετήσεις στην επιφάνειά σου στερεοποιείται μέσα σε δευτερόλεπτα».
«Επομένως πρέπει να δουλεύεις με αποφασιστικότητα και ταχύτητα. Μπορείς να διορθώσεις, να αφαιρέσεις με ένα κοπίδι ή να το ξαναλιώσεις μετά από μήνες, χρόνια ή και αιώνες. Δεν είναι σαν το ακρυλικό ή το λάδι όπου παίρνεις το πινέλο και μπορείς να κάνεις μια γραμμή, μια πινελιά, για παράδειγμα 70 εκατοστών. Δουλεύεις εκατοστό-εκατοστό την επιφάνεια».
Το χρώμα, με τη βοήθεια του κεριού, το οποίο δρα ως συνδετικό υλικό, περνά στους πόρους της επιφάνειας (ξύλο, πέτρα, μέταλλο, μάρμαρο κ.λπ.) με τη βοήθεια υψηλής θερμοκρασίας και το χρωματίζει έτσι ώστε παραμένει ανεξίτηλο για πολλούς αιώνες χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη συντήρηση. Ως τεχνική χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ., αλλά πιθανώς να χρησιμοποιούνταν και από πιο παλιά ακόμη.
«Σύμφωνα με αναφορές στον Όμηρο, στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και αλλού, ήταν διαδεδομένη η εφαρμογή της για να σφραγίζονται ρωγμές και να στεγανοποιούνται τα ύφαλα των καραβιών, για να διακοσμούνται με έγχρωμες παραστάσεις η πλώρη και η πρύμνη καραβιών, καθώς και για να επιχρωματίζονται τα μαρμάρινα αγάλματα και οι επιτύμβιες στήλες. Ίχνη διασώζονται μέχρι σήμερα στις κόγχες των ματιών. Είναι ακόμη άγνωστο ποιος ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε την τεχνική της εγκαυστικής κατά την αρχαιότητα».
«Αν και η παλαιότερη αναφορά του Πλίνιου του Πρεσβύτερου φθάνει μέχρι τον Αριστείδη (530-468 π.Χ.), υπάρχουν με βεβαιότητα παλαιότερα έργα που πιθανολογείται ότι δεν τα γνώριζε. Για παράδειγμα, η “Κόρη της Auxerre”, που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, είναι άγαλμα από ασβεστόλιθο που φιλοτεχνήθηκε περί το 640 π.Χ. από άγνωστο καλλιτέχνη στην Κρήτη. Στην εγχάρακτη διακόσμηση του έργου ανιχνεύτηκαν χρώματα τα οποία δημιουργήθηκαν με την τεχνική της εγκαυστικής. Άλλα έργα που είχαν ζωγραφιστεί με την ίδια τεχνική και είχαν φιλοτεχνηθεί έως το 530 π.Χ. είναι ορισμένες από τις Κόρες που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο της Ακρόπολης».
Ο ίδιος προμηθεύεται το μελισσοκέρι από μελισσοκόμο εμπιστοσύνης του, ώστε να είναι 100% αγνό, χωρίς προσμείξεις. Τα χρώματά του γίνονται πιο λαμπερά χάρη στη ρητίνη δάμμαρη, που λιώνει μέσα στο κηρόχρωμα. «Η δάμμαρη, όπως και η μαστίχα, προσδίδει λάμψη στα χρώματα, αυξάνει το σημείο τήξης του κεριού και κάνει πιο σκληρό το εγκαυστικό υλικό, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο ανθεκτικό στον χρόνο. Χάρη σε αυτήν τη σύνθεση και τη μαεστρία του ζωγράφου υπενθυμίζω πόσο ζωντανά φαίνονται τα νεκρικά πορτρέτα Φαγιούμ (1ο-3ο αι. μ.Χ), που δίνουν την εντύπωση μιας ζωντανής ύπαρξης η οποία σιωπηλά ατενίζει τη μεριά του θεατή».
«Στην εγκαυστική βρήκα το σώμα που έψαχνα στη ζωγραφική για να πετύχω αναγλυφότητα, να χτίζω, να πλάθω, να χαράζω και να κρύβω πληροφορία μέσα από τα αλλεπάλληλα στρώματα κηροχρώματος. Στο έργο μου “Υπερχείλιση” του 2006 είχα χρησιμοποιήσει, αντί για ζωγραφισμένη λόγχη, ένα μυτερό ξερό φύλλο ευκαλύπτου το οποίο ενσωματώθηκε με το λιωμένο κερί στην επιφάνεια. Δηλαδή, χρησιμοποίησα φύση μέσα σε φύση για να ζωγραφίσω χωρίς χρώμα. Η φύτευση εικόνων, αντικειμένων και αναμνήσεων μέσα στο κερί παραπέμπει μεταφορικά σε γεωλογικές διαστρωματώσεις, στην αρχαιολογία, στο σφράγισμα της μνήμης και των καλλιτεχνικών παρορμήσεων».
Ο Αλέξης Αυλάμης παρατηρεί τη φύση και συμβιώνει μαζί της από τότε που μικρός πήγαινε διακοπές στην Κεφαλονιά. Αγαπάει πολύ την ορεινή πεζοπορία, φωτογραφίζει τη χλωρίδα και την πανίδα που συναντά στο δρόμο του, έχοντας μεγάλο ενδιαφέρον για τις δομές, τα χρώματα και τη συμπεριφορά τους.
Στην Κεφαλονιά, όταν ο καιρός είναι ευνοϊκός, ζωγραφίζει έξω απ’ το σπίτι του, μέσα στη φύση. Θέλει να έχει άγρια την ομορφιά της γύρω του. Οι μέλισσες οσμίζονται το κερί και έρχονται πάνω στις ζωγραφικές του επιφάνειες. Ο ίδιος ανησυχεί μην πάθουν τίποτα από τις χρωστικές. Σκεπάζει τα θερμά μείγματα με τούλια για να τις εμποδίσει να πνιγούν μέσα τους.
Βλέπει τη ζωή γύρω του να φυτρώνει, να ανθίζει και να μαραίνεται. Βλέπει τις παλιές μορφές να δίνουν τη θέση τους σε νέες και απορεί με την αλαζονεία των ανθρώπων που δεν μπορούν να χωνέψουν τον θάνατο, δεν θέλουν να δώσουν τη σκυτάλη στους επόμενους.
Μιλάει με χαρακτηριστική ηρεμία. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει συνεσταλμένος, αλλά από την πρώτη στιγμή που τον γνωρίζεις διαπιστώνεις πόσο ανοιχτός είναι. Του αρέσει να ψάχνει τις λέξεις του και να ακριβολογεί. Στην τέχνη του προσεγγίζει τα πράγματα στην πιο έμψυχη μορφή τους. Στους πίνακές του, μεταξύ άλλων, αποτυπώνει την κίνηση που βλέπει όταν αφήνει το ένα χρώμα να λιώσει μες στο άλλο, μια κίνηση παράδοξη που θυμίζει τα σύγχρονα βίντεο και που και ο ίδιος έχει χρησιμοποιήσει σε σειρές όπως τα «Νεφελώματα».
«Φανταστείτε ένα ταψί μέσα στο οποίο τα λιωμένα, καυτά κηροχρώματα αναμειγνύονται χημικά με τρόπο που κανένα άλλο ζωγραφικό μέσο δεν μπορεί να επιτύχει. Σε υψηλή θερμοκρασία, μέσα σε αυτή την πολύ ρευστή κατάσταση, ο θεατής παρακολουθεί μια συνεχόμενη ροή τυχαίων εικόνων, το φαινόμενο της μαγικής εικόνας. Έχει τύχει να δω μορφές ζώων, ανθρώπινες φιγούρες, φλούδες πορτοκαλιών, οχήματα, χάρτες, κατόψεις, ακτινογραφίες, κύματα, δίνες, βουνά και άλλες οπτικές πληροφορίες. Kάποια στιγμή o καλλιτέχνης επιλέγει να παγώσει ένα καρέ, ένα στιγμιότυπο, φτιάχνοντας το έργο τέχνης μέσω της στερεοποίησης της εγκαυστικής επιφάνειας».
«Όπως προανέφερα, το κερί υπαινίσσεται τη μεταμόρφωση της ύλης σε υψηλή θερμοκρασία. Φέρνει στον νου τον συνειρμό, τη λειτουργία της ανθρώπινης μνήμης, στην οποία έχουμε επιλεκτικά αποτυπώσει στιγμιότυπα της ζωής μας. Δημιουργεί προβλητισμούς σχετικά με το πότε τελειώνει ένα έργο τέχνης και γιατί, σύμφωνα με τα κριτήρια του δημιουργού και της ιδιοσυγκρασίας του. Πότε ένας φωτογράφος πατάει το κουμπί, πότε ολοκληρώνει έναν πίνακα, γιατί στο θέατρο ο ηθοποιός παγώνει την έκφρασή του για να προλάβει να αποκτήσει συνείδηση της κατάστασής του. Με εντυπωσιάζει το πώς ένα αρχαίο ζωγραφικό μέσο προσομοιάζει στο σύγχρονο βίντεο, όταν το μεταμορφώνεις με ελεγχόμενη τυχαιότητα».
Η τεχνική που χρησιμοποιεί είναι τόσο χρονοβόρα, που για να δημιουργήσει τα είκοσι έξι έργα που εκθέτει από τις 5 Μαΐου μέχρι τις 24 Ιουνίου στην Blender Gallery δούλεψε πάνω από 4 μήνες. Απέχει πολύ, μου λέει, από το να μπορέσει να ισχυριστεί ότι έχει τελειοποιήσει την τεχνική του.
Διαρκώς πειραματιζόμενος στη δουλειά του, ο Αλέξης Αυλάμης είναι παθιασμένος με αυτή και τον κόσμο. Τον βλέπω και είναι σαν να αγναντεύω την επιφάνεια μιας ήρεμης θάλασσας, γεμάτη ρεύματα, ζωή και κίνηση στο εσωτερικό της. Αφιερωμένος στην τέχνη του, κόντρα στις μόδες και τα ρεύματα, θέλοντας και μη, δημιουργεί μόνος του μια νέα σχολή.
Η έκθεση του Αλέξη Αυλάμη παρουσιάζεται στην Blender Gallery από τις 5 Μαΐου έως τις 24 Ιουνίου.
Ώρες λειτουργίας: Τρ. 10:00-18.00, Τετ.-Παρ. 10:00-20:00, Σάβ. 12:00-16:00
The Blender Gallery, Ζησιμοπούλου 4, Γλυφάδα
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για τα έργα του Αλέξη Αυλάμη στο προσωπικό του site.