Όταν το KȮREN, ο artist-run χώρος που εστιάζει στη διαδικασία ως σημείο αναφοράς, καλλιεργώντας τον διάλογο μεταξύ διαφορετικών μορφών τέχνης, ιδρύθηκε από την Irene Ragusini και τον Ευριπίδη Παπαδοπετράκη, μία από τις ιδέες που υπήρχαν στο μυαλό του Ευριπίδη ήταν πώς θα μπορούσε να γεφυρωθεί ο κόσμος της χαρακτικής με τη σύγχρονη τέχνη.
Ο Ευριπίδης σπούδασε ζωγραφική, χαρακτική, τυπογραφία και τέχνη του βιβλίου στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και έχει διδάξει σε εκπαιδευτικά εργαστήρια ξυλογραφία και χαρακτική (με ό,τι αυτό περιλαμβάνει, από σχέδιο μέχρι βιβλιοδεσία). Ξεκινώντας από το γεγονός ότι η χαρακτική ως τέχνη βρίσκεται κάπως στο περιθώριο, δεν τη συναντάει κανείς συχνά σε εκθέσεις, δεν είναι αρκετά δημοφιλής σε νέους ανθρώπους και δεν τη βλέπεις στο ΕΜΣΤ, έβαλε σκοπό να την κάνει ξανά ελκυστική σε όσο δυνατό μεγαλύτερο κοινό.
Το πρόγραμμα δεν προτάσσει την τεχνική επιδεξιότητα αλλά το πώς ο σύγχρονος καλλιτέχνης μπορεί να σχετιστεί, να κάνει κτήμα του το νέο του εργαλείο και να υπάρξει με το δικό του ιδιωματικό αποτύπωμα.
«Στο ΕΜΣΤ δεν έχει ούτε ένα έργο χαρακτικής», λέει, «και το γεγονός αυτό δεν το αναφέρω παραπονούμενος, δεν προσπαθώ να την εξυψώσω σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά, από άποψη περιέργειας και ενδιαφέροντος – για ποιον λόγο να μην υπάρχει η χαρακτική σε σημαντικούς χώρους τέχνης; Η χαρακτική είναι ένα μέσο όπως όλα τα άλλα, το βίντεο, η περφόρμανς, και δεν υπάρχει καθόλου, πουθενά, οπότε όλη αυτή η σκέψη είχε ξεκινήσει από τότε που ήμουν στη σχολή, δηλαδή το πώς θα μπορούσα να τη δείξω εκσυγχρονισμένα, δίνοντάς της άλλη μορφή από αυτό που πιθανόν κάποιος έχει στο μυαλό του όταν αναφέρεται σε αυτήν. Αυτό κάνω στην προσωπική μου δουλειά. Επίσης, τα ίδια τα έργα μου παρουσιάζουν κάτι που εγώ το δείχνω ως κάτι άλλο, σαν να το μεταμφιέζω. Όταν αποκτήσαμε τον χώρο με την Irene σκοπός μας ήταν να κάνουμε μία έκθεση κάθε χρόνο, η οποία να είναι δική μας, χωρίς στεγανά και παρωπίδες, να κάνουμε απλώς αυτό που μας αρέσει. Φέτος ήταν μια ευκαιρία να υλοποιήσω αυτήν τη σκέψη, έτσι προέκυψε το «Burr»: Κάλεσα μερικούς καλλιτέχνες που μου αρέσει πολύ η δουλειά τους, δεν είχαν σχέση με τη χαρακτική (με εξαίρεση τον Ρόκο) και δεν είχαν ξαναπιάσει στα χέρια τους εργαλεία χαράκτη. Θεώρησα ότι είχε μεγάλο ενδιαφέρον το πώς μπορούν άνθρωποι καταξιωμένοι, που ξέρουμε τη δουλειά τους, να αποδεχτούν μια τέτοια πρόκληση-πρόταση, να έρθουν εδώ, να μπουν σε μια άλλη κατάσταση, και να μάθουν νέα πράγματα από κάποιον που είναι πολύ νεότερός τους».
«Με κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους δεν είχαμε καμία επαφή. Ξεκίνησε μια επικοινωνία από μένα και τη Βίκυ Τσίρου, τη συνεπιμελήτρια της έκθεσης. Βασικά στείλαμε ένα email: "Συμβαίνει αυτό, θα θέλαμε πολύ να εμπλακείς". Όλοι αποδέχτηκαν την πρόταση!».
Έτσι, οι Κυριακή Γονή, Μάρω Μιχαλακάκου, Ζάφος Ξαγοράρης, Ηλίας Παπαηλιάκης, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Irene Ragusini, Στέφανος Ρόκος, Κατερίνα Στεφανιδάκη και Παντελής Χανδρής ασχολήθηκαν επί πέντε μήνες με τη χαρακτική και έφτιαξαν έργα πρωτότυπα, που ξεπερνούν κάθε προσδοκία.
«Η όλη ιδέα ήταν να μην κάνουν άλλο ένα χαρακτικό ή αυτό που γινόταν τη δεκαετία του ’80, ίσως και λίγο παλιότερα, που ένας καλλιτέχνης έκανε χαρακτικό ή μεταξοτυπία ένα προϋπάρχον έργο του για να έχει πολλά αντίτυπα να διαθέτει σε χαμηλότερη τιμή», λέει ο Ευριπίδης. «Θέλαμε να χρησιμοποιήσουν τη χαρακτική ως ένα ακόμα εργαλείο για την παραγωγή τους, και όσα αποκομίσουν να τα χρησιμοποιήσουν με έναν δικό τους τρόπο στη δουλειά τους. Στους πέντε μήνες που δουλέψαμε μαζί γίνανε ζυμώσεις, είδαν πράγματα, σχεδίασαν, έκαναν πειράματα, βρήκαν λύσεις που εγώ δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να υπήρχαν, πάντα όμως με κλασικές μεθοδολογίες, με τα συμβατικά μέσα, τα οποία ήταν και ένα ζητούμενο. Και βλέπεις ότι ανάλογα με το ποιος θα χρησιμοποιήσει το μέσο, τη διάθεση και την πρόθεση που έχει δημιουργείται κάτι τελείως διαφορετικό. Αυτό έγινε και στην έκθεση».
«Το βασικό είναι ότι αυτή η έκθεση και το όλο πρότζεκτ δίνουν χώρο στη δυνατότητα έκφρασης της χαρακτικής που ως μέσο απαιτεί να είσαι πολύ συγκεκριμένος», προσθέτει η Βίκυ Τσίρου. «Άπαξ και γίνει κάποιο λάθος είναι πολύ δύσκολο να επανέλθει. Έχει ενδιαφέρον το ότι διαφορετικές ματιές και προσλαμβάνουσες ανθρώπων που δεν είχαν ασχοληθεί προηγουμένως με τη χαρακτική έχουν έρθει να δώσουν μια διαφορετική πνοή στα πράγματα και στο ίδιο το μέσο. Νομίζω πως το διακύβευμα εν προκειμένω είναι να επανέλθει η χαρακτική στο πεδίο των σύγχρονων εικαστικών τεχνών».
«Εκτός Ελλάδας ανέκαθεν παρατηρούνταν μεγαλύτερη διάδοση και χρήση του μέσου», λέει ο Ευριπίδης. «Εντός, λιγότερο, αν και έχουν υπάρξει αξιοσημείωτες/-οι χαράκτριες/-ες με έργο γνωστό στην Ευρώπη και ευρύτερα. Η ελληνική χαρακτική, πράγματι, έχει εξαιρετικά πλούσια ιστορία, γνώσεις σε τεχνικό επίπεδο και δεδομένη αισθητική ποιότητα.
Μεταξύ πολλών σημαντικών ονομάτων, το καθένα για τον λόγο του, θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένα που κατά την προσωπική, υποκειμενική μου άποψη υπήρξαν καθοριστικά. Στον Γιάννη Κεφαλληνό (1913-1952), στον οποίο οφείλεται η επιβίωση, ο εκσυγχρονισμός, η μετάδοση της βαθιάς και όχι στείρας γνώσης, χωρίς συμβιβασμούς, και η μετάγγιση της νοοτροπίας που μετατρέπει την τεχνική διαδικασία σε πνευματικό φαινόμενο – χαρακτηριστικά ήταν η εξωστρέφεια του εργαστηρίου και το κλίμα συνεργασίας τα χρόνια που διετέλεσε διευθυντής του. Στην Τόνια Νικολαΐδη (1927- 2011), η οποία είπε: "Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν πως δεν έχει σημασία με ποια γλώσσα εκφράζεται ο καλλιτέχνης αλλά τι εκπέμπει το έργο του. Σημασία έχει να μπορέσει ο καλλιτέχνης να βγάλει από μέσα του τον αληθινό του κόσμο, ο κόσμος του αυτός να μπορέσει να συνομιλήσει με τους κόσμους των άλλων και μαζί να πορευτούν για λίγο στη μαγεία. Στόχος μου δεν είναι ούτε να προβάλω τις τυχόν ικανότητές μου στον χώρο της χαρακτικής ούτε να πείσω πως άνοιξα νέους δρόμους – αυτό είναι το ζητούμενο". Και στον Γιάννη Γουρζή, στον οποίο οι μαθήτριές/μαθητές του οφείλουν το όποιο γνωσιακό τους υπόβαθρο. Μετέδωσε τη χαρακτική χωρίς εκπτώσεις και αγκυλώσεις. Τοποθέτησε τον σπουδαστή σε πρωταγωνιστικό ρόλο και τον εαυτό του σε θέση συνοδηγού, απαλάσσοντάς μας από πάσης φύσεως αμφιβολία. Στο μάθημά του, μεταξύ άλλων, έλεγε χαρακτηριστικά πως πρέπει μάθουμε να δουλεύουμε (και) με ό,τι έχουμε τη δεδομένη στιγμή, δηλαδή με τα ελάχιστα.
Πιστεύοντας πως δεν αναφερόμαστε μόνο σε ένα παραδοσιακό αλλά κυρίως σε ένα κλασικό μέσο, όλα αυτά τα χρόνια η χαρακτική καθημερινά εξελίσσεται, στον βαθμό που είναι δυνατό. Δεν είναι ζήτημα αναδιαπραγμάτευσης ή αναδιατύπωσης της ταυτότητάς της, καθώς αυτή άρχισε εύστοχα να διαμορφώνεται σχεδόν από τον 7ο αιώνα μ.Χ., αλλά απροκάλυπτης παραδοχής της ως ενός πολυσχιδούς εικαστικού εργαλείου που επικοινωνεί με το παρόν μέσω σύγχρονων εικαστικών δράσεων, πρακτικών, μελετών και παραγωγών. Έτσι η ανάγκη της δεν έγκειται μόνο στην επαναλαμβανόμενη, σχεδόν ‘’εμμονική’’ προβολή της ομολογουμένως πολύ ενδιαφέρουσας τεχνικής της διαδικασίας (η οποία αποτελεί σύμφυτο κομμάτι της) αλλά κυρίως στη σημασία της εξωστρέφειας του αντικειμενικού εικαστικού αποτελέσματος, που την εντάσσει σε μια κανονικότητα αναφορικά με τη χρήση και προβολή της.
Ωστόσο, η χαρακτική, όπως όλες οι μορφές τέχνης, έχει τεχνικές απαιτήσεις. Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα, αλλά, αντιθέτως, να την ανακατευθύνει παραγωγικά.
Το πρόγραμμα δεν προτάσσει την τεχνική επιδεξιότητα αλλά τον τρόπο με τον οποίο ο σύγχρονος καλλιτέχνης μπορεί να σχετιστεί, να κάνει κτήμα του το νέο του εργαλείο και να υπάρξει με το δικό του ιδιωματικό αποτύπωμα. Στόχος δεν είναι να κάνει ένα έργο σε μορφή χαρακτικού με σκοπό τη μαζική διάθεσή του, όπως συνέβαινε τη δεκαετία του '80, αλλά μέσα από μια φυσική ροή να χρησιμοποιήσει ορισμένες από τις λύσεις της χαρακτικής στις πρακτικές της καλλιτεχνικής παραγωγής.
Τα έργα που δημιουργήθηκαν αποτελούν μέρος μιας φιλοσοφίας που καταδεικνύει τα ανεξάντλητα όρια του μέσου και της εικαστικής εφευρετικότητας με κοινό παρονομαστή τη χρήση συμβατικών τεχνικών με καινοτόμα διάθεση. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στη διάθεση που επέδειξαν οι καλλιτέχνες να εξερευνήσουν κάτι απ’ την αρχή και να δουν έξω απ’ το εκφραστικό οπτικό τους πεδίο.
Το "Burr" είναι μια ιδέα που υλοποιείται για πρώτη φορά στην εικαστική σκηνή της Αθήνας με στόχο να υπογραμμίσει τη σχετικότητα στην προσέγγιση της χαρακτικής και να παρουσιάσει αποτελέσματα καλλιτεχνών τα οποία δεν είναι μια χαρακτική παρένθεση αλλά εξέλιξη της δουλειάς τους».
Η έκθεση θα πλαισιωθεί και από μια έκδοση 100 σελίδων, στην οποία θα υπάρχει συγκεντρωμένο αυτό το αθέατο κομμάτι του τι συμβαίνει από πίσω, με κείμενα της Βίκυς Τσίρου και φωτογραφικό υλικό.
«Burr» σημαίνει «γρέζι», είναι η τραχιά άκρη που μένει σε ένα αντικείμενο (ιδιαίτερα μεταλλικό) μετά την επεξεργασία του με κάποιο εργαλείο.
Το φωτογραφικό υλικό είναι από το αρχείο των Ευριπίδη Παπαδοπετράκη, Irene Ragusini και Βίκυς Τσίρου.
Τα εγκαίνια της έκθεσης «Burr» θα πραγματοποιηθούν στις 25 Μαΐου, στις 19:00. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 15 Ιουνίου.
KȮREN process space, Ζαν Μωρεάς 10, Κουκάκι