Η έκθεση «Πλαστική-Χαλκοχυτική» που διοργανώνει το Μουσείο Μπενάκη στο Εργαστήριο του Γιάννη Παππά στου Ζωγράφου παρουσιάζει τη δουλειά 18 σπουδαστών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών υπό την επίβλεψη του καθηγητή Μάρκου Γεωργιλάκη. Έργα πλαστικής σε κερί και έργα χυτευμένα σε μπρούντζο δίπλα σε γνωστά έργα του σημαντικού γλύπτη, τα οποία τονίζουν τη διαχρονική αξία μιας απαιτητικής και χρονοβόρας διαδικασίας, όπως αυτή άνθισε μέσα στα χρόνια στην ΑΣΚΤ αλλά και στο Εργαστήριο Γιάννη Παππά. Γιατί σε εκείνον κυρίως οφείλουμε την αναβίωση της αρχαίας τέχνης της πλαστικής-χαλκοχυτικής και της μεθόδου του χαμένου κεριού. Εκείνος κατασκεύασε το πρώτο καλλιτεχνικό χυτήριο στη σύγχρονη Ελλάδα μέσα στον χώρο της σχολής στα τέλη της δεκαετίας του '50.
Η έκθεση των φοιτητών αποτελεί την ιστορική συνέχεια της πολύπαθης διαδρομής της τέχνης αυτής. Τα έργα των νέων δημιουργών δίπλα σε εκείνα του αείμνηστου γλύπτη λειτουργούν ως ένας διάλογος υλικότητας και η εμμονή στην αξία της χειροπιαστής ύλης είναι εντυπωσιακή σε μια εποχή επιταχυνόμενων ρυθμών και με προσεγγίσεις της σύγχρονης τέχνης εντελώς διαφορετικές από εκείνες του παρελθόντος, οπότε θέλησα να μάθω τι τους έκανε να στραφούν προς αυτό. Μου ήρθε στο μυαλό ο κεντρικός ήρωας της μαροκινής ταινίας «Το μπλε καφτάνι», που παίζεται αυτό τον καιρό στις αίθουσες, που είναι «maalem», δηλαδή μάστορας-ράφτης παραδοσιακών καφτανιών, ο οποίος αρνείται να ενδώσει στη βιομηχανοποιημένη εποχή και αφιερώνει αμέτρητες ώρες για να ολοκληρώσει τη λεπτοδουλειά του κεντήματος που απαιτείται για τέλειο ρούχο.
Τα έργα των νέων δημιουργών δίπλα σε εκείνα του αείμνηστου γλύπτη λειτουργούν ως ένας διάλογος υλικότητας και η εμμονή στην αξία της χειροπιαστής ύλης είναι εντυπωσιακή σε μια εποχή επιταχυνόμενων ρυθμών και με προσεγγίσεις της σύγχρονης τέχνης εντελώς διαφορετικές από εκείνες του παρελθόντος.
Έχοντας λοιπόν την πεποίθηση ότι η τέχνη τους ανήκει στο παρελθόν και ότι δεν θα τους οδηγήσει σε γρήγορη αναγνώριση, ότι δύσκολα ένας επιμελητής από όσους οργανώνουν τις μεγάλες μπιενάλε θα τους δώσει τη σημασία που αξίζουν, κοντολογίς ότι ανήκουν σε μιαν άλλη εποχή καλλιτεχνών, συναντήθηκα με πέντε από τους συμμετέχοντες, τους Λορίνα Καρατζά, Περσεφόνη Ζυγομαλά, Ιωάννα Αγγελίδου, Γιώργο Παπαδομανωλάκη και Αλεξάνδρα Ταλιαδώρου, μαζί με τον ζωγράφο Θοδωρή Μπαργιώτα, υπεύθυνο του Εργαστηρίου Γιάννη Παππά (όπου γίνονται τα μαθήματα) και διδάσκοντα στο Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών & Κινηματογράφου του ΕΚΠΑ, και τους έθεσα ακριβώς αυτή μου την απορία, πώς και γιατί επέλεξαν αυτή την τέχνη σήμερα;
— Βρεθήκαμε εδώ όλοι μαζί γιατί ήθελα να σας εκφράσω τη μεγάλη μου έκπληξη και θετική εντύπωση για το γεγονός ότι ασχολείστε με τέτοια αφοσίωση με τις πλαστικές τέχνες και τη χαλκοχυτική. Τι είναι αυτό που σας έστρεψε σε μια τέχνη κοπιαστική, που απαιτεί τόσο χρόνο, όταν όλα γύρω μας τρέχουν;
Λορίνα Καρατζά: Εγώ πιστεύω ότι έχουμε ανάγκη να καταφεύγουμε σε πιο αργούς ρυθμούς και μέσα από αυτήν τη διαδικασία το καταφέρνουμε. Είναι μία ιεροτελεστία μέσα από την οποία καταφέρνουμε να μπαίνουμε σε μια σειρά από διαδικασίες πιο αργές. Σε μία εποχή που πράγματι όλα πηγαίνουν πάρα πολύ γρήγορα, ακόμα και στο σπίτι μας που καθόμαστε βλέπουμε στο κινητό εκατό εικόνες το λεπτό, που δεν μπορούμε να ηρεμήσουμε πουθενά, εμάς που έχουμε αφιερωθεί σε αυτό μάς βοηθάει σε πάρα πολλά πράγματα. Πιστεύω ότι όσο περνάνε τα χρόνια θα γίνεται όλο και πιο μεγάλη η ανάγκη αυτή του ανθρώπου και μακάρι πάντα να επιστρέφουμε σε τέτοιες διαδικασίες.
— Το αρχικό σου ερέθισμα ήταν ένα έργο τέχνης, κάτι που είδες;
Λ. Κ.: Μέσα από τη σχολή έγινε αυτό, από τους δασκάλους μας, από τον Μάρκο Γεωργιλάκη που μας έδειξε όσα μάθαμε στο εργαστήριο, κι έτσι όλοι εκτιμήσαμε αυτά που είδαμε και αυτά που κάναμε.
Περσεφόνη Ζυγομαλά: Θα συμφωνήσω ότι και για μένα είναι πιο σημαντική η διαδικασία και όχι το αποτέλεσμα, το οποίο μπορείς πια να το κάνεις με πολύ γρηγορότερους τρόπους και να βγει σχεδόν το ίδιο. Το θέμα είναι η διαδικασία και πόσο ευχαριστεί τον καθένα η εξέλιξη του γλυπτού. Το να αγγίζει το κάθε υλικό, το κάθε στάδιο που μπορεί να έχει κάθε διαφορετικό υλικό και λοιπά. Αλλά θέλω να προσθέσω κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Αυτό που βρήκα στο εργαστήριο δεν το έχω ξαναβρεί στην Καλών Τεχνών. Η διαδικασία της χύτευσης είναι αναγκαστικά πολύ ομαδική. Τα καλούπια, οι φόρμες που κλείνουμε, τα κεριά, όλα γίνονται ομαδικά, ο ένας βοηθάει τον άλλον. Κανείς δεν μπορεί να χυτεύσει μόνος του με τη μέθοδο του χαμένου κεριού. Θέλει πάντα τουλάχιστον 2-3 άτομα, οπότε ναι, είναι ομαδικό και πολύ ωραίο. Επίσης, νομίζω, επειδή έχει αλλάξει η εποχή και όλα τείνουν να είναι πιο γρήγορα και επιφανειακά, πολλοί νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε κάτι που είναι αληθινό.
— Ένα αποτέλεσμα απολύτως χειροπιαστό, μια βεβαιότητα ότι κόπιασε κάποιος.
Θοδωρής Μπαργιώτας: Υπάρχει ένα χωρίο από το βιβλίο του Αρανίτση «Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα» που, παρόλο που είναι παλιό, θίγει ένα διακύβευμα, ότι μπορεί να χαθεί η απτικότητα. Όπως επίσης η φυσική σφραγίδα της αφής που φέρει ο καθένας, κι αυτό έχει να κάνει με τη φωνή και με το άγγιγμα. Όταν κάθε τι περνάει μέσα από κανάλια ψηφιακά, ηλεκτρονικά, τείνουν τα πάντα και οι πάντες προς μια ομογενοποίηση. Οπότε το πολύ σημαντικό σε αυτό που κάνουν οι γλύπτες και οι χειροτέχνες παραδοσιακοί γλύπτες είναι ακριβώς το ότι διατηρείται αυτή η υπογραφή της χειρωναξίας του καθενός. Το πόσο θα πιέσει κάποιος τον πηλό ή το κερί, το πόσο δεν θα πιέσει, πώς θα το χαϊδέψει, όλα αυτά. Όπως υπάρχει και η σφραγίδα και η μοναδικότητα περιθωρίου του λάθους. Δεν υπάρχει το undo, ας πούμε, όταν πας να χυτεύσεις. Αυτό τελικά νομίζω ότι είναι, σε γενετικό επίπεδο, ένα πολύ βαθιά εγγεγραμμένο γεγονός στην ανθρώπινη ύπαρξη. Εκείνο δηλαδή του ανθρώπινου βιώματος. Το να γίνεται με διαφορετικό τρόπο από τον καθένα, και όχι να υπάρχει αυτή η ομογενοποίηση. Βέβαια, να μη γενικεύουμε, και στην ψηφιακή τέχνη ο καθένας μπορεί να έχει τη σφραγίδα του. Η ψηφιακή γλυπτική μπορεί να έχει τη σφραγίδα της, αλλά σίγουρα υπάρχει και μια πιο βαθιά γνώση όταν ξέρεις να δουλεύεις με κερί και να χυτεύεις, και μετά να σε ακολουθεί και στο ψηφιακό μέσο. Εγώ που εκπαιδεύτηκα αυστηρά και ακαδημαϊκά στην ΑΣΚΤ ως ζωγράφος μπορώ να δουλέψω στο ipad, να ζωγραφίσω και να μην καταλάβεις ότι δεν είναι λάδι όταν το τυπώσουμε. Οπότε αυτό που μαθαίνουν τα παιδιά στο εργαστήριο είναι μια πυρηνική γνώση του τι είναι η γλυπτική. Γιατί και το τρισδιάστατο που κάνει κανείς στο Blender και στο Maya γλυπτική είναι. Αν αυτό που μαθαίνει κανείς με πιο παραδοσιακό ή, ας πούμε, αναλογικό τρόπο, ιδίαις χερσί, το μεταφέρει σε ψηφιακό επίπεδο, τελικώς δεν αντιμάχονται αυτά τα δύο στοιχεία, αλλά το ένα συμπληρώνει το άλλο.
Λ. Κ.: Θέλω να προσθέσω ένα μικρό σχόλιο. Με όλα αυτά τα προγράμματα που μπορείς να ζωγραφίζεις και να κάνεις γλυπτική, ναι μεν μπορεί να κερδίζεις σε ταχύτητα, αλλά χάνεις τα αρώματα, χάνεις πάρα πολλές αισθήσεις. Έχεις μόνο την όρασή σου ουσιαστικά που λειτουργεί. Οπότε είναι μια εντελώς άλλη κατάσταση.
Ιωάννα Αγγελίδου: Με πολλά από αυτά που έχουν ειπωθεί ταυτίζομαι, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι πιστεύω βαθιά ότι ο άνθρωπος πάντα μέσα στα χρόνια θα έχει την ανάγκη επιστροφής στις καθαρά ανθρώπινές του ρίζες, σε οποιονδήποτε τομέα απασχολείται, π.χ. μαγειρική, ραπτική. Βλέπω ότι τώρα ο άνθρωπος στρέφεται πάρα πολύ σε αυτές τις αρχετυπικές διαδικασίες. «Πρωτόγονες» διαδικασίες θα τις αποκαλούσα, που διαρκούν μέσα στον χρόνο. Επίσης για μένα μέσα από αυτήν τη διαδικασία, την ενασχόληση με τις πρώτες ύλες, σημασία έχει ότι το χέρι αγγίζει το υλικό, ότι ο άνθρωπος μαθαίνει μέσα από αυτήν τη διαδικασία. Δηλαδή μπορεί να μάθει περισσότερα για τον εαυτό του, για το πώς λειτουργεί μέσω της δημιουργίας. Το έργο είναι μια αντανάκλαση του εαυτού του.
Θ. Μπ.: Για να κάνεις γλυπτική πρέπει να έχεις ένα πολύ ιδιαίτερο στούντιο με εξειδικευμένες εγκαταστάσεις, δεν μπορείς να κάνεις στο σπίτι σου. Δύσκολο να είναι κανείς γλύπτης.
Γιώργος Παπαδομανωλάκης: Δεν νομίζω ότι θα πάψει ποτέ ο άνθρωπος να κάνει πράγματα με τα χέρια του. Είτε αυτό είναι γλυπτική είτε μαγειρική. Μπορεί να υπάρχουν μηχανήματα που να τα κάνουν όλα και να μην κάνεις εσύ τίποτα, πάντα όμως αυτό που λέγεται άνθρωπος, που έχει μέσα την ψυχή, θα ξεχωρίζει. Δεν είναι απλώς μια λογική σκέψη, δεν είναι μια λογική κίνηση που κάνεις πάνω σε ένα γλυπτό ή με το πινέλο σου. Είναι και το συναίσθημα ταυτόχρονα που περνάει μέσα από αυτό, που δεν έχει να κάνει ακριβώς με τη σκέψη. Οι μηχανές δεν θα μπορέσουν ποτέ να λειτουργήσουν με το συναίσθημα. Μπορεί να κάνουν τα πάντα τέλεια, να ακολουθούν ακριβώς τις οδηγίες του χειριστή, αλλά κατά πόσο θα μπορούν να ακολουθούν το συναίσθημα; Είναι αυτό που μας ξεχωρίζει και πάντα θα είμαστε εμείς οι οδηγοί πίσω από ό,τι συμβαίνει στον κόσμο.
— Θίγεις τη σχέση σας με τη σύγχρονη τέχνη;
Γ. Π.: Σήμερα δεν μπορεί να καταλάβει ο καθένας που βλέπει μοντέρνα ή αφαιρετικά έργα γιατί είναι τέχνη, ενώ στην πραγματικότητα πρέπει να τα κατανοήσεις πλήρως. Είναι και αυτό ένα πρόβλημα, και συγχρόνως μια λύση. Αλλά για να κατανοήσεις ένα πρόβλημα πρέπει να το αποδομήσεις πρώτα. Να καταλάβεις ακριβώς πώς λειτουργεί.
Λ. Κ.: Άλλωστε ένας άνθρωπος που κάνει αυτά τα έργα μπορεί να κάνει και άλλα έργα. Εμείς θέλουμε να γνωρίζουμε και αυτόν τον τρόπο, να τον έχουμε μάθει. Ας μην δαιμονοποιούμε τους άλλους τρόπους, όλοι καλοί είναι…
Αλεξάνδρα Ταλιαδώρου: Εγώ θα έλεγα ότι μπορεί η τεχνοτροπία να είναι πιο παλιά και αρχέτυπη, αλλά το θέμα μπορεί να είναι πολύ σύγχρονο. Κι αυτό που ήθελα να επισημάνω είναι ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε μόνο το μυαλό μας, είμαστε και το σώμα μας, οπότε χρειάζεται και η σωματικότητα για να δημιουργήσεις ένα έργο τέχνης, να αγγίξεις το υλικό κ.λπ.