ΕΙΜΑΙ, ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΑΡΚΕΤΑ μεγάλη για να θυμάμαι τον εμφύλιο πόλεμο στη Σρι Λάνκα (1983-2009). Έφτανε και περίσσευε το εξωτικό όνομα (Τίγρεις του Ταμίλ) των ανταρτών που διεκδικούσαν αυτονομία κόντρα στην καταπίεση και τις διώξεις από την κεντρική, σιναλεζική κυρίως, κυβέρνηση του μεγάλου νησιού στον Ινδικό Ωκεανό − Κεϋλάνη το λέγαμε στα παιδικά μας μαθήματα γεωγραφίας.
Έκτοτε η ειρηνική Σρι Λάνκα, με τους Ταμίλ ηττημένους από τον εθνικό στρατό, συνεχίζει τη δημοκρατική, λιγότερο ή περισσότερο, ζωή της. Και εμείς ξεμείναμε από σριλανκεζικές αναφορές. Ό,τι μπορούσε έκανε το πιο διάσημο ίσως τέκνο του νησιού, ο σταρ της λογοτεχνίας Μάικλ Οντάατζε, κάτοικος, βέβαια, εδώ και πολλά χρόνια, του Καναδά. Είχε κερδίσει το βραβείο Booker το 1992 με τον θρυλικό πια (και για κινηματογραφικούς λόγους) «Άγγλο ασθενή», αλλά συνέχισε να γράφει ωραία βιβλία.
Πριν από λίγα χρόνια ήρθε και στην Αθήνα για να προωθήσει το μυθιστόρημά του «Το τραπέζι της γάτας» (εκδ. Πατάκη) και τα είχαμε πει, πολλά και σριλανκεζικά, αφού στο βιβλίο περιέγραφε το περιπετειώδες ταξίδι του με υπερωκεάνιο, στα 11 χρόνια του, από τη Σρι Λάνκα στην Αγγλία και μια νέα ζωή.
Ιστορίες φαντασμάτων. Ένα συναρπαστικό whodunnit. Ένα love story με πάθος και εμπόδια. Και, φυσικά, μια ειλικρινής ματιά στα δεινά του εμφυλίου, το χάος, τη διαφθορά, το αίμα αλλά και τον διχασμό και τις κοινωνικές αδικίες στην πατρίδα του. Τα «Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» είναι ένα βραβείο Booker που δεν θα ξεχαστεί.
Και ξαφνικά, πέρυσι, ένας άλλος Σριλανκέζος συγγραφέας με δύσκολο όνομα (είδα κι έπαθα μεχρι να συνηθίσω πού μπαίνει ο τόνος), ο Σέχαν Καρουνατίλακα, κέρδισε το Booker με το μυθιστόρημα «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» (εκδ. Gutenberg, μτφρ. Ρένα Χατχούτ). Γεννημένος το 1975, ήτοι παιδάκι όταν ξέσπασε ο εμφύλιος, έκλεισε στις σελίδες του συναρπαστικού βιβλίου του όλη τη φρίκη και τον παραλογισμό της σύγκρουσης που άφησε πίσω της σχεδόν 100.000 νεκρούς. Με έναν, όμως, τόσο μοντέρνο, τολμηρό, cool τρόπο. Καταρχάς ο ήρωάς του, ο Μάαλι Αλμέιντα, είναι ένας sui generis φωτογράφος, ειδικευμένος στην κάλυψη του εμφυλίου, χωρίς πρόβλημα κανένα να συνεργαστεί με τους πάντες (τον στρατό, τους Ταμίλ, αμφιλεγόμενες MKO, τη βρετανική πρεσβεία).
Μανιακός τζογαδόρος, παθιασμένος με τη μουσική και closeted gay με πλούσια σεξουαλική ζωή, αν και τρελά ερωτευμένος με νεαρό της άρχουσας τάξης (γιο υπουργού), ο γοητευτικός για τους αναγνώστες Μάαλι «ξυπνάει» μια μέρα στη μετά θάνατο ζωή, νεκρός, δολοφονημένος, απορημένος. Ποιος τον σκότωσε; Τι συνέβη; Έχει μόνο εφτά φεγγάρια για να λύσει το μυστήριο του θανάτου του, προσπαθώντας να επικοινωνήσει από τον δικό του πια κόσμο, γεμάτο φαντάσματα και ανατριχιαστικούς δαίμονες μεγάλων δεξιοτήτων, με τους εν ζωή αγαπημένους του.
Έχουμε και λέμε: ιστορίες φαντασμάτων. Ένα συναρπαστικό whodunnit. Ένα love story με πάθος και εμπόδια. Και, φυσικά, μια ειλικρινής ματιά στα δεινά του εμφυλίου, το χάος, τη διαφθορά, το αίμα αλλά και τον διχασμό και τις κοινωνικές αδικίες στην πατρίδα του.
Τα «Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» είναι ένα βραβείο Booker που δεν θα ξεχαστεί. Ο Σέχαν Καρουνατίλακα, απέναντί μου στο Zoom από το Κολόμπο, την πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα, μου λέει ότι θα έρθει στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο. Θαύμα. Μπορούμε, όμως, να τα πούμε από τώρα.
— Είχατε ποτέ φανταστεί ότι κάποια μέρα θα μιλάγατε σε Έλληνες δημοσιογράφους για ένα βιβλίο σας που θα ήταν παγκόσμια επιτυχία;
Όχι, ποτέ. Το πρώτο μου βιβλίο, «Chinaman, the legend of Pradeep Mathew», τα πήγε οκ, κυκλοφόρησε στην Αγγλία, στην Ινδία, στην Αμερική, αλλά δεν αγοράστηκε και δεν μεταφράστηκε σε καμιά άλλη γλώσσα. Zero. Και μου έλεγαν, «οι Έλληνες δεν αγαπάνε το κρίκετ, οι Ιταλοί δεν αγαπάνε το κρίκετ», μιλούσε για έναν παίχτη του κρίκετ, βλέπετε. «Γράψε κανένα άλλο βιβλίο». Και τότε σκέφτηκα: ωραία, όλοι αγαπάνε τα φαντάσματα, τα πτώματα…. Και άρχισα να γράφω τα «Εφτά φεγγάρια», χωρίς, βέβαια, να έχω στο μυαλό μου τι θα γίνει μετά, αν θα έχει επιτυχία ή όχι. Το μόνο που ήθελα ήταν να ρίξω ξενύχτια για να το τελειώσω και να προχωρήσω στο επόμενο. Και δεν είναι καταπληκτικό; Αυτή είναι η δύναμη ενός μεγάλου βραβείου. Μιλάω με Έλληνες δημοσιογράφους και θα έρθω τον Σεπτέμβριο στην Αθήνα. Ενώ έμεινα πολλά χρόνια στην Αγγλία και κάπως γύρισα την Ευρώπη, μέχρι Ελλάδα δεν έφτασα.
— Το βιβλίο σας, όσο εξαιρετικό κι αν είναι, αρχικά δυσκολεύει κάπως τον ξένο αναγνώστη, μέχρι να βρεί τα σριλανκεζικά κλειδιά του. Θα μας δώσετε και τα δικά σας κλειδιά; Φαίνεται πολύπλοκη η κοινωνία σας, με δύο τουλάχιστον μεγάλες εθνικές ομάδες, τους Σιναλέζους και τους Ταμίλ.
Είμαι βουδιστής Σιναλέζος, όπως η μεγάλη πλειοψηφία στη Σρι Λάνκα, πάνω από το 70%. Η γιαγιά μου, όμως, ήταν χριστιανή, το ίδιο και η γυναίκα μου. Η θρησκεία ποτέ δεν ήταν στη Σρι Λάνκα σοβαρό θέμα σύγκρουσης. Μεγάλωσα σε μια αστική οικογένεια του Κολόμπο, που μιλούσε αγγλικά, και γύρω στο 1989, στην εποχή για την οποία γράφω, έφηβος, μετανάστευσα με την οικογένειά μου στη Νέα Ζηλανδία, όπου ολοκλήρωσα τις σπουδές μου. Στα είκοσί μου επέστρεψα στη Σρι Λάνκα, πάντα επέστρεφα, όσα χρόνια και αν έζησα έξω. Στο σχολείο είχα φίλους Ταμίλ και μουσουλμάνους και αργότερα, ζώντας στη Νέα Ζηλανδία, στο Λονδίνο, στη Σιγκαπούρη, συνάντησα ανθρώπους από άλλες τάξεις και θρησκείες, που στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ζούσαν στις εμπόλεμες ζώνες, και άκουσα τις σκληρές εμπειρίες τους. Γιατί εγώ είχα ζήσει, προφυλαγμένος αστός, στο Κολόμπο, την πρωτεύουσα.
— Γιατί γράφετε στα αγγλικά; Φαντάζομαι ότι δεν μπορεί να διαβάσει το βιβλίο σας ο καθένας στη Σρι Λάνκα.
Τα αγγλικά δεν ήταν επιλογή. Είναι η γλώσσα που μιλάω από παιδί. Για να είμαι ειλικρινής, είναι και ο καλύτερος τρόπος για να φτάσω σε ένα μεγάλο κοινό. Τα αγγλικά βιβλία από τη Σρι Λάνκα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδοθούν στην Ινδία, και, φυσικά, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα «Εφτά φεγγάρια» μόλις τώρα άρχισαν να μεταφράζονται στα σιναλεζικά και στη γλώσσα των Ταμίλ. Μιλάω, βέβαια, σιναλεζικά και μπορώ και να γράψω, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να τα βελτιώσω, δεν είναι τέλεια. Άρχισα να μαθαίνω και τη γλώσσα των Ταμίλ, θέλω να μπορώ να διαβάζω τις εφημερίδες τους. Αν και νομίζω ότι το επόμενο βιβλίο μου θα είναι κάτι ελαφρό, άκακο και χαζό, χωρίς πολέμους και βία, ο μακροπρόθεσμος στόχος μου είναι να ξαναγράψω οπωσδήποτε για τον εμφύλιο πόλεμο. Δεν εξάντλησα το θέμα με τα «Εφτά φεγγάρια», υπάρχουν τόσες πολλές ιστορίες να γραφτούν και όχι πια με τα μάτια του αστού του Κολόμπο. Για να καταλάβεις καλύτερα τον εμφύλιο οφείλεις να ξέρεις τους Ταμίλ και τη γλώσσα τους, έχω, όμως, πολύ δρόμο μπροστά μου.
— Το βιβλίο σας είναι πολλά πράγματα μαζί: love story, αστυνομικό μυστήριο, ιστορία φαντασμάτων. Αλλά κατά τη γνώμη μου είναι πάνω απ’ όλα ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα για έναν άγριο εμφύλιο σε μια χώρα με διεφθαρμένη άρχουσα τάξη. Είστε παθιασμένος με την πολιτική; Έχετε κάποια ιδεολογία; Ψηφίζετε; Παίρνετε δημόσια θέση για τα πολιτικά της πατρίδας σας;
Καθόλου δεν είμαι παθιασμένος με την πολιτική. Αυτά που με παθιάζουν είναι οι ιστορίες φαντασμάτων, τα αστυνομικά μυθιστορήματα, οι ταινίες, η τέχνη και η μουσική. Προφανώς και έχω απόψεις για την πολιτική, έζησα σ’ αυτήν τη χώρα και είδα πολλά. Αλλά δεν είμαι ακτιβιστής, τους ακτιβιστές τους παρακολουθώ από την τηλεόραση. Κι όταν περικυκλώνουν το Προεδρικό Παλάτι, πάω με την ησυχία μου με τους φίλους μου και κρατάω σημειώσεις και ίσως να γράψω κάποιο άρθρο. Στις κάλπες με παρασύρουν τα μέλη της οικογένειάς μου, που είναι παθιασμένα με την πολιτική, καμιά φορά σκέφτομαι, «ουφ, τι θα ψηφίσω τώρα;». Κοιτάξτε, ανήκω στην Generation X. Οι προηγούμενες γενιές, ναι, ήταν παθιασμένες με τα πολιτικά πράγματα στη χώρα. Οι γεννημένοι το ’40, το ‘50 και, φυσικά, η γενιά της ανεξαρτησίας, του ’60. Εγώ γεννήθηκα το 1975, η γενιά μου μεγάλωσε μέσα σε πόλεμο. Το 1983, που άρχισε τυπικά η εμφύλια σύρραξη, με τα σπίτια των Ταμίλ να καίγονται και χιλιάδες άνθρωπους να δολοφονούνται, ήμουν 8 χρονών. Έτσι μεγάλωσα. Ένιωθα παραιτημένος και απελπισμένος, σκεφτόμουν ότι αυτός ο πόλεμος δεν θα τελειώσει ποτέ, ότι θα γίνει κάτι σαν τη σύγκρουση Ισραήλ - Παλαιστίνης, που συνεχίζεται για πάντα.
— Τι σημάδια υπήρχαν γύρω σας που σας έκαναν να γράψετε ένα μυθιστόρημα για τον εμφύλιο; Το θεωρούσατε, ίσως, επείγον και χρήσιμο;
Θέλω να γράφω ενδιαφέρουσες, συναρπαστικές ιστορίες. Έτσι, το πρώτο μου βιβλίο ήταν για έναν παίχτη του κρίκετ, τον μεγαλύτερο αθλητή στην ανθρώπινη ιστορία, μεγαλύτερο και από τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Μαραντόνα, που επειδή γεννήθηκε στη Σρι Λάνκα κανένας δεν του έδωσε σημασία, κανενας δεν έμαθε ποτέ γι’ αυτόν. Και μετά μού ήρθε να γράψω μια ιστορία με φαντάσματα. Κάθε χώρα και πολιτισμός είναι γεμάτοι με αυτές, ειδικά η Σρι Λάνκα. Και όλα συνδέονται με τραγωδίες: σφαγές, τσουνάμι, βόμβες. Αρχικά σκέφτηκα ένα φάντασμα που προσπαθεί να λύσει το μυστήριο του θανάτου του. Βέβαια, ένα βιβλίο γράφεται επί πολλά χρόνια, ιδέες συνεχίζουν να σου έρχονται από παντού. Αλλά νομίζω ότι το καθοριστικό για μένα ήταν ο χρόνος που ξύπνησε μέσα μου η ιστορία αυτού του φαντάσματος. Ήταν το 2009, τη χρονιά που τελείωνε ο εμφύλιος πόλεμος με την ήττα των Τίγρεων του Ταμίλ από τον εθνικό στρατό. Ήμουν 34 χρονων, ok, σκέφτηκα, όλοι το σκεφτήκαμε, τώρα η χώρα μπορεί να πάει μπροστά. Στην αρχή τσακωνόμασταν: ποιος φταίει, εσύ φταις, όχι εσύ φταις, πόσοι απλοί πολίτες σκοτώθηκαν; Τα νούμερα αμφισβητούνταν από όλους, κάθε πλευρά είχε τα δικά της, κανένας δεν ένιωθε ένοχος. Αλλά, σιγά-σιγά, πάψαμε να μιλάμε για τον πόλεμο. Οι νέοι που έρχονται στις αναγνώσεις του βιβλίου μου, γεννημένοι το 1990, το 2000, μου λένε ότι οι γονείς τους δεν τους λένε τίποτα για τον εμφύλιο, το ίδιο και οι δάσκαλοί τους. Δεν ξέρουν τίποτα, διαβάζουν το βιβλίο μου και τα χάνουν. Και τους λέω «μη διαβάζετε μόνο το βιβλίο μου, είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας, ψάξτε στο ίντερνετ, υπάρχουν άπειρα ντοκουμέντα».
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πως για μένα αυτό το φάντασμα, ο Μάαλι Αλμέιντα, δεν είναι ένα απλό φάντασμα, είναι ένας νεκρός Σριλανκέζος του εμφυλίου που μπορεί να μιλήσει. Αφού υπάρχουν τόσες αντικρουόμενες αφηγήσεις για το παρελθόν μας, αφού οι ζωντανοί δεν μιλάνε πια για τους νεκρούς, γιατί να μη ρωτήσουμε τους ίδιους τους νεκρούς: ανθρώπους που δολοφονήθηκαν στον εμφύλιο και κανείς δεν ξέρει γιατί και οι οικογένειές τους δεν ξέρουν πού έχουν θάψει τα πτώματά τους. Ναι, υποθέτω ότι τελικά είναι πολιτικό το βιβλίο μου, αλλά δεν είχα τέτοια πρόθεση. Όσο τολμηρές ερωτήσεις κι αν θέτω, δεν γράφω από πολιτική παρόρμηση, αλλά από λογοτεχνική και καλλιτεχνική. Άσχετα αν η πολιτική βρίσκει χώρο στην ιστορία.
— Αχ, αυτά τα φαντάσματα και οι δαίμονές σας. Απίστευτος πλούτος ειδών και εικόνων. Είναι όλα παρμένα από τις παραδόσεις και τις θρησκείες της περιοχής; Βάλατε και τη φαντασία σας να δουλέψει;
Τα φαντάσματα προέρχονται από πολλές πηγές, φτάνει να έχουν μια λογική σχέση με το βιβλίο. Τα δανείστηκα από ανατολικές μυθολογίες, ειδικά του ινδουισμού και του θιβετιανού βουδισμού, που είναι πολύ διαδεδομένος στη Σρι Λάνκα. Τα δανείστηκα και από ταινίες τρόμου, όπως το «Hellraiser». Χρησιμοποίησα, νομίζω, και λίγο ιουδαιοχριστιανισμό, ας πούμε την ιδέα του φωτός προς το οποίο πορεύονται κάποια στιγμή τα φαντάσματα. Κυρίως, όμως, δημιούργησα μια μετά θάνατον ζωή εντελώς σριλανκεζική, δηλαδή μια εξωφρενική γραφειοκρατία. Να προσθέσω ότι όλα τα φαντάσματα του βιβλίου συνδέονται με μια πραγματική ιστορία δολοφονίας το καθένα, που συνέβη στον εμφύλιο. Τα άλλαξα, βέβαια, τους έδωσα νέα μυθοπλαστικά στοιχεία, αλλά βγήκαν όλα από την έρευνα που έκανα στις πολιτικές και άλυτες ακόμα δολοφονίες του ’80.
— Έχετε μεγάλο ταλέντο στο να γράφετε μια συναρπαστική αστυνομική πλοκή. Μεταξύ μας, και μόνο ως αστυνομικό μυθιστόρημα («Ποιος σκότωσε τον Μάαλι Αλμέιντα»), το βιβλίο σας θα έσκιζε. Ποια είναι, λοιπόν, η σχέση σας με την αστυνομική λογοτεχνία;
Μα τα πρώτα βιβλία για μεγάλους που διάβασα, μετά τα απαραίτητα παιδικά, Ίνιντ Μπλάιτον και τέτοια, της Άγκαθα Κρίστι ήταν. Η μαμά μου ήταν φανατική της αναγνώστρια. Διάβασα όλα της τα βιβλία και μετά είδα και όλες τις ταινίες και τις σειρές. Και κάθε φορά, αν και είχα διαβάσει το βιβλίο και ήξερα τον ένοχο, η πλοκή με εξέπληττε! Μου άρεσαν οι συμβάσεις της Κρίστι, τις έμαθα απέξω, υπάρχει πάντα μια ομάδα υπόπτων, όλοι θα ήθελαν και είχαν την ευκαιρία να κάνουν το έγκλημα, και συ λες, «αυτός είναι ο ένοχος», αλλά τελικά δεν είναι. Έπειτα, κάπου διάβασα ότι η αγαπημένη Άγκαθα δεν ήξερε ποτέ όσο έγραφε ποιος είναι ο δολοφόνος. Έφτανε στο τέλος του βιβλίου, αποφάσιζε ποιος θα είναι ο δολοφόνος, γυρνούσε πίσω και προσάρμοζε το βιβλίο. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Δεν ήξερα ποιος είχε σκοτώσει τον Μάαλι. Όταν έφτασα στο τέλος, είπα «αυτός είναι, έχει νόημα να είναι αυτός» και αναθεώρησα κατάλληλα το βιβλίο. Είναι, σας διαβεβαιώ, ένας πολύ καλός τρόπος να γράφεις.
Ακόμα διαβάζω αστυνομικά, Στίβεν Κινγκ, Μάικλ Κόνελι, Λι Τσάιλντ, Τζον Γκρίσαμ, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο όταν θέλω να διαβάσω κάτι ψυχαγωγικό, αλλά και έτσι, κανονικά. Δεν θέλω να ακουστώ σνομπ, ότι ο Σαλμάν Ρουσντί είναι μεγάλος συγγραφέας και ο Λι Τσάιλντ ή ο Τζον Λε Καρέ, που κάνει τα πάντα, που γράφει λογοτεχνία, ψυχολογία, πολιτική, δεν είναι. Ακόμα κι ένα σκέτο θρίλερ είναι δύσκολο πράγμα. Πρέπει να εκπλήξεις τον αναγνώστη. Δούλεψα πολύ σκληρά για να κάνω το αστυνομικό σκέλος του βιβλίου να λειτουργεί, αλλιώς θα ήταν απλώς ένα… φιλοσοφικό βιβλίο φαντασμάτων. Κανένα κακό, βέβαια. Αλλά ήθελα να κρατάω αιχμάλωτο τον αναγνώστη με το αστυνομικό μυστήριο και η φιλοσοφία των φαντασμάτων να είναι το δωρεάν κερασάκι.
— Δεν θέλω να κάνω σπόιλερ, και, δυστυχώς, χάνω ερωτήσεις. Αλλά μια ερώτηση μπορώ να την κάνω. Γιατί το θέμα της ομοφυλοφιλίας διατρέχει το βιβλίο και γιατί αποφασίσατε να κάνετε τον ήρωά σας ομοφυλόφιλο;
Τη σεξουαλικότητα του ήρωα δεν την πολυβασάνισα, αν το είχα κάνει ίσως να μην ήταν ομοφυλόφιλος ο Μάαλι. Σήμερα το ερώτημα «μπορείς να γράφεις από την πλευρά ενός LBGTQ+ χαρακτήρα αν είσαι ετεροφυλόφιλος;», όπως είμαι εγώ, είναι κυρίαρχο. Κάποιοι λένε «όχι». Εγώ, όμως, ξεκίνησα το βιβλίο πριν πολλά χρόνια, τότε ούτε που το σκέφτηκα. Αλλά και ποτέ δεν είδα τον Μάαλι ως «γκέι ήρωα» ή και «ήρωα». Ένα βαθιά θλιμμένο αουτσάιντερ ήθελα να γράψω, αυτοί οι ήρωες με ενδιαφέρουν. Το βασικό είναι ότι ένιωσα αρκετά γενναίος για να τον γράψω, σήμερα ίσως να μην το τολμούσα. Το έγραψα, όμως, όπως το ένιωθα. Στο κάτω κάτω, είναι μια ερωτική ιστορία, οι άνθρωποι που αγαπάνε, γκέι ή όχι, συμπεριφέρονται σ’ αυτούς που αγαπάνε με τον ίδιο τρόπο.
Υπήρξε, ξέρετε, ένα πραγματικό πρόσωπο, ο Ρίτσαρντ Ντε Σόιζα, γκέι ακτιβιστής, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός, που δολοφονήθηκε το 1990. Η δολοφονία του συγκλόνισε τη Σρι Λάνκα, γιατί ήταν ένας αστός, αγγλόφωνος Σριλανκέζος, σαν κι εμένα. Συνήθως θύματα της βίας του εμφυλίου ήταν φτωχοί Σιναλέζοι της εργατικής τάξης ή Ταμίλ δημοσιογράφοι και ακτιβιστές. Ξαφνικά, όταν συνέβη αυτό στον Ρίτσαρντ Ντε Σόιζα, καταλάβαμε ότι η κυβέρνηση μπορεί να σκοτώσει τον οποιοδήποτε, ότι κανείς δεν είναι ασφαλής. Η δολοφονία του είναι ακόμα μυστήριο, το πτώμα του βρέθηκε δίπλα σε μια λίμνη, όπως και του Μάαλι. Κάποια στιγμή, μάλιστα, είχα σκεφτεί να χρησιμοποιήσω την ιστορία του, αλλά ήταν χιλιοειπωμένη. Έτσι, ο Μάαλι Αλμέιντα απέκτησε την εντελώς δική του ταυτότητα: πολεμικός φωτογράφος, χαρτοπαίχτης, κρυφός ομοφυλόφιλος και καθόλου ακτιβιστής, συνεργάζεται με τους πάντες, από τον εθνικό στρατό μέχρι τους εξεγερμένους Ταμίλ. Είναι ένας άνθρωπος που έχει πολλά μυστικά, άλλωστε βρισκόμαστε στο 1990. Σήμερα ο κόσμος έχει προχωρήσει, είναι πιο εύκολο για έναν γκέι να αποκαλυφθεί, ακόμα και στη Σρι Λάνκα, όσο θρησκευόμενη και συντηρητική κι αν είναι, κατά βάθος είναι ανεκτική χώρα, δεν νομίζω ότι είμαστε ομοφοβικοί και μισαλλόξοι. Δεν υπάρχουν, βέβαια, δικαιώματα ομοφυλοφίλων και τέτοια, ακόμα έχουμε τους παλιούς, βικτοριανούς βρετανικούς νόμους, αν η αστυνομία θέλει να σε κυνηγήσει, μπορεί − αλλά σπάνια το κάνει. Υπάρχει κίνημα που πιέζει να μπουν τα δικαιώματα των LGBTQ+ ατόμων στην πολιτική ατζέντα, πιστεύω ότι τα πράγματα θα αλλάξουν.
— Τι μέρος της γραφής σας είναι σριλανκεζικό (να το πω έτσι) και τι κοσμοπολίτικο; Ο τόπος σας επηρέασε καθόλου τη λογοτεχνική σας γραφή;
Οι περισσότεροι συγγραφείς της νοτιοανατολικής Ασίας δεν μεγαλώνουμε με βιβλία από την περιοχή μας στα ράφια της βιβλιοθήκης μας. Προσωπικά, έφτασα στη δεκαετία του ’90 για να ανακαλύψω τον Σαλμάν Ρουσντί και τον Βίκραμ Σεθ. Τα «Παιδιά του μεσονυχτίου» του Ρουσντί άνοιξαν δρόμους για πολλούς συγγραφείς της Νότιας Ασίας. Μέχρι τότε μάς έλεγαν ότι πρέπει να γράφουμε όπως οι Άγγλοι πριν από 100 χρόνια. Τα περισσότερα σριλανκεζικά βιβλία που διαβάζαμε στο σχολείο ήταν αψεγάδιαστα βρετανικά. Ένας, όμως, συγγραφέας, όχι τόσο γνωστός, ο Καρλ Μούλερ, έγραψε το 1992 το «The jam fruit tree», ακριβώς όπως μιλάνε οι Σριλανκέζοι. Τα αγγλικά του δεν ήταν τέλεια, η σύνταξή του είχε λάθη. Αλλά αυτό ακριβώς με βοήθησε. Γιατί, οκ, ο Οντάατζε είναι σπουδαίος συγγραφέας, έγραψε και για τη Σρι Λάνκα, αλλά έγινε διάσημος με τον «Άγγλο ασθενή», θεωρείται και Καναδός. Ένιωθα ότι δεν μπορώ να γράψω σαν αυτόν, υπέροχα, λυρικά, ευαίσθητα. Ήθελα να προσπαθήσω να γράψω σαν τον Καρλ Μούλερ, ο οποίος γράφει σαν ένας μεθυσμένος θείος που διηγείται μια ιστορία. Και αφού άνοιξαν την πόρτα ο Ρουσντί και ο Μούλερ, μετά προστέθηκαν κι άλλοι συγγραφείς, όπως ο Μοχσέν Χαμίντ και η Καμίλα Σάμζι από το Πακιστάν, και να μην ξεχάσω την Αρουντάτι Ρόι. Μπορούσα πια να ακούγομαι σαν Σριλανκέζος, όχι σαν Βρετανός. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δέχτηκα επιρροές από τη Δύση. Όταν με ρωτάνε ποιοι είναι οι αγαπημένοι μου συγγραφείς, λέω πάντα: ο Κουρτ Βόνεγκατ, ο Κουρτ Βόνεγκατ, ο Κουρτ Βόνεγκατ. Και οι Τζορτζ Σόντερς, Μάργκαρετ Άτγουντ, Νιλ Γκέιμαν, Τομ Ρόμπινς. Όλοι τους συγγραφείς που είναι λίγο του παράλογου, που γράφουν με καθόλου καταθλιπτικό τρόπο για καταθλιπτικά θέματα. Πρέπει να μπορούμε να γελάμε με έναν κόσμο παράλογο και χωρίς νόημα. Γι’ αυτό, αντί να γράψω ένα σοβαρό και πολύ σκληρό βιβλίο για τον εμφύλιο στη Σρι Λάνκα, έκανα ενέσεις χιούμορ σε καταστάσεις και πρόσωπα.
— Υπήρξε καμιά πολιτική αντίδραση στο βιβλίο σας; Εδώ, που ο δικός μας εμφύλιος τελείωσε πριν 74 χρόνια, τρομάξαμε να συμφιλιωθούμε, και ακόμα υπάρχει μια κάποια διαίρεση και τοξικότητα.
Τι περίεργο. Εμείς ήδη ξεχάσαμε τον πόλεμο που ήταν χθες! Οι άνθρωποι της μιας πλευράς είναι σήμερα φίλοι με ανθρώπους της άλλης, τρομοκράτες είναι υπουργοί, ύποπτοι για εγκλήματα πολέμου έχουν θέσεις υψηλές. Μόνο αν έγραφα για σημερινά προβλήματα μπορεί να είχα μπελάδες, γιατί συζητιούνται και προκαλούν πόλωση. Αλλά για τον εμφύλιο μπορώ να γράψω, γιατί είναι καλά τεκμηριωμένος, γιατί οι περισσότεροι πρωταγωνιστές είναι νεκροί και τα πολιτικά κόμματα (τα ίδια από τότε) παίρνουν αποστάσεις και νιώθουν ντροπή. Επίσης γράφω στα αγγλικά λογοτεχνία του φανταστικού. Εάν έκανα δημοσιογραφία ή έγραφα Ιστορία θα βρισκόμουν κάτω από πιο εξονυχιστικό έλεγχο. Με τα φαντάσματα και τους δαίμονές μου ξέφυγα. Δεν είμαι ακτιβιστής, βιβλία θέλω να γράφω, όχι να συγκρούομαι με κυβερνήσεις. Έτσι, κυρίως επαίνους και συγχαρητήρια δέχτηκα, εκφράσεις ευτυχίας που κέρδισα ένα τόσο μεγάλο βραβείο. Υπάρχει, βέβαια, και μια μικρή μειονότητα που με τρόλαρε. «Έτσι κερδίζεις βραβεία στο εξωτερικό, περιγράφοντας τη χώρα σου σαν ένα τσούρμο καθυστερημένων που σκοτώνουν ο ένας τον άλλο;», έγραφαν. Η υπεράσπισή μου ήταν ότι μπορεί να έπλασα τους δαίμονες, αλλά όλα τα άλλα γεγονότα είναι πασίγνωστα. Η υπεράσπισή μου ήταν ότι δεν κρίνω μόνο τη μία πλευρά και όχι την άλλη. Ακόμα και το ότι η πολιτική μου ανάλυση είναι πολύ ρηχή.
— Καθόλου ρηχή. Σύγχρονη και σοβαρή είναι. Έχουμε όλοι μας κουραστεί από τη βία και τον φανατισμό, αυτή την πλευρά εκφράζετε.
Ναι, ακριβώς. Υπάρχει στην αρχή του βιβλίου και αυτή η αστεία λίστα με όλα τα αρκτικόλεξα των πρωταγωνιστών του εμφυλίου (κομμάτων, οργανισμών κ.λπ.), ντόπιων και ξένων, που χρειάζεται ένας δυτικός αναγνώστης για να καταλάβει τα της Σρι Λάνκα. Ελπίζω να βγαίνει το χιούμορ, η ειρωνεία και η άποψη μου: «Μην προσπαθήσετε να βρείτε τους καλούς, γιατί δεν υπάρχει κανένας».
— Πώς πήγε το βιβλίο στη Σρι Λάνκα; Είναι μπεστ-σέλερ;
Ναι, είναι, συνέχεια στα βιβλιοπωλεία βρίσκομαι υπογράφοντας αντίτυπα. Στο τέλος, όμως, του χρόνου, που θα είναι μεταφρασμένο στα σιναλεζικά και στα ταμίλ, θα δούμε την πραγματική επιτυχία του.
— Μόνο χαρά ή και άγχος σας έδωσε το Booker;
Πάνω απ’ όλα κούραση (γελάει). Είναι εξοντωτικό, αλλά μην παραπονιέμαι, νιώθω ευγνωμοσύνη, αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν σε όλους τους συγγραφείς. Ταξιδεύω από τον Οκτώβριο, Νότια Ασία, Αυστραλία, Αγγλία. Το φθινόπωρο Ελλάδα, Ιταλία και αλλού. Δυο μόνο μήνες, Ιούλιο και Αύγουστο, έχω να καθίσω λίγο στο σπίτι μου στο Κολόμπο, να γράψω. Ανυπομονώ να ξαναπιάσω τα παιδικά μου βιβλία. Και νιώθω ότι υπάρχουν ιστορίες να γράψω και θα τις γράψω, όσο δύσκολες κι αν είναι. Η διαφορά είναι ότι τώρα είμαι περικυκλωμένος από επιμελητές, εκδότες, ατζέντηδες − ο ατζέντης μου είχε εφτά χρόνια να μου μιλήσει. Απαντάω σε μέιλ, μιλάω με λογιστές, με μεταφραστές. Η Ελληνίδα μεταφράστρια, μάλιστα, ανακάλυψε κάτι που, ενώ το βιβλίο είχε περάσει από δεκάδες μάτια, κανείς δεν είχε δει. Ότι ένα φορτηγάκι σε μια σελίδα ήταν λευκό και σε άλλη είχε άλλο χρώμα!