Όταν γνώρισα τον Γιώργο Ζιάκα, πριν πολλά χρόνια, ήταν ήδη κορυφαίος σκηνογράφος στο ελληνικό θέατρο. Θυμάμαι, είχα πάει μια φορά στο σπίτι που έμενε τότε, στα Εξάρχεια, όταν έκανε στο Θέατρο Τέχνης τα «Ραβδιά των τυφλών» του Ρίτσου με τον Μ. Κουγιουμτζή, και κοίταζα με θαυμασμό και ζήλια γύρω μου, ένα σπίτι με καταπληκτικά αντικείμενα, σχέδια και μακέτες σε τρομερή τάξη, ένας ολόκληρος κόσμος που ήταν και παραμένει για μένα απλώς μαγικός, φτιαγμένος από ένα ασήμαντο κομματάκι πανί, από μια πινελιά.
Είναι μια σπουδαία περίπτωση ο Γιώργος Ζιάκας στην ελληνική σκηνογραφία, σε αυτή την ξεχωριστή εικαστική σκηνή, τη δύσκολη, του εφαρμοσμένου. Ένας πρωτοπόρος, βαθύς γνώστης του θεάτρου, άνθρωπος με καλό γούστο και κοφτερή ματιά, που έχει το ταλέντο να μεταμορφώνει το ευτελές σε πολύτιμο μπροστά στα μάτια των θεατών, να κάνει τα σκοινιά κοσμήματα και τις κουνουπιέρες αριστουργηματικές αναγεννησιακές γυναικείες τουαλέτες. Θαύμαζα τον τρόπο με τον οποίο η παράδοση, η λαϊκή τέχνη από όλη την Ελλάδα, έμπαινε μέσα στα θεατρικά κοστούμια.
«Η σκηνογραφία, έλεγα στους μαθητές μου στην Καλών Τεχνών, είναι ένα γοητευτικό παιχνίδι σχημάτων, όγκου και χρώματος. Επιλέγεις και παίρνεις μέρος. Μπαίνεις μέσα στο μαγικό κουτί της μακέτας, που είναι η υπό κλίμακα σκηνή του κάθε θεάτρου, και έχεις την ελευθερία να δημιουργείς κόσμους φανταστικούς και πραγματικούς με σκοπό την εικαστική ερμηνεία του έργου».
Θυμάμαι τα σανδάλια από έναν λαϊκό τεχνίτη από τη Ζάκυνθο, καταπληκτικά, χειροποίητα, που δεν μπορούσες να μην κολλήσεις και να μην τα κοιτάζεις και που τα θυμάσαι ακόμα και αν έχεις ξεχάσει την παράσταση. Ο Γιώργος έψαχνε μέσα από παράταιρα αντικείμενα που του άρεσαν τα υλικά του κόσμου του, δίνοντας πνοή στην όψη του θεάτρου, με μια φόρμα που είδαμε για πρώτη φορά όταν όλα ήταν πρωτόγνωρα και η παράδοση δεν είχε γίνει τάση.
Όλα τα χρόνια που δούλευα στο θέατρο, μιλούσαμε συχνά, αλλά και ακούγαμε από τους ηθοποιούς τους οποίους αγαπούσε, για τον τρόπο με τον οποίο ντυνόταν και φερόταν, πάντα με μοσχοβολιστό πουκάμισο και σακάκι, και πώς μέσα στο χάος του θεάτρου κατάφερνε και ήταν ατσαλάκωτος, ήρεμος, ημερώνοντας τους γύρω του. Οι άνθρωποι που τίμησε στα πενήντα χρόνια της καριέρας του, όλοι όσοι δούλευαν στο θέατρο, όλοι αυτοί που είναι πίσω από μια παράσταση, τεχνίτες και τεχνικοί που δούλεψαν μαζί του, κατασκευαστές, μοδίστρες, ζωγράφοι σκηνικών, έβγαζαν τον καλύτερό τους εαυτό δίπλα του. Τον λάτρευαν, όπως οι μαθητές του στην Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε 21 χρόνια. Όταν συναντάμε νέους σκηνογράφους, τον αποκαλούν δάσκαλο.
Πριν λίγες εβδομάδες, όταν πήγαμε να κάνουμε ρεπορτάζ στην έκθεση για τις «Μήδειες», τοποθετούσαν στη βιτρίνα ένα κοστούμι του από τη «Μήδεια» του Στούρουα στην Επίδαυρο, αυτό του Ιάσονα. Το ρούχο, ένα λευκό μακρύ μακραμέ, ήταν άφθαστης τέχνης και τεχνικής. Φόρεσα γάντια και παρακάλεσα την επιμελήτρια Ερατώ Κουτσουδάκη να με αφήσει να το πιάσω.
Από την πρώτη δουλειά του που είδα στις «Ικέτιδες», όταν ήμουν πολύ νέα, μέχρι τα ρούχα στις ταινίες του Αγγελόπουλου και τα καταπληκτικά τοπία που ζωγραφίζει, λιόδεντρα και όψεις του κάμπου, απεικονίζοντας ξανά και ξανά το πέρασμα του χρόνου και των εποχών, αυτός ο προσηλωμένος, προικισμένος καλλιτέχνης δεν σταματά να εκπλήσσει όποιον σκύβει πάνω στο έργο του. Μελετώντας τον τόμο με όλη του την εργογραφία, ένα εκπληκτικό αρχείο της δουλειάς του, με σχέδια, φωτογραφίες και μακέτες, με σκηνές από ταινίες −μια μεγάλη και πυκνή αφήγηση της εργασίας και της συμβολής του στην ελληνική σκηνογραφία− αντιλαμβάνεσαι μια πολύ πλούσια και δημιουργική διαδρομή.
Όταν πήγαμε να τον συναντήσουμε, σε ένα σπίτι με παραδεισένιο κήπο, σε ένα περιβάλλον φτιαγμένο με αγάπη και γούστο και γνώση, χωρίς τίποτα το προσποιητό, τα μάτια του έλαμπαν όταν μιλούσε για τους ανθρώπους του θεάτρου, όπως λάμπουν και όλων όσοι έχουν δουλέψει μαζί του και μιλούν γι’ αυτόν, στον μισό αιώνα που έχει κρατήσει αυτή η περιπέτεια.
• Γεννήθηκα στο Συκούριο της Λάρισας το 1940. Ο πατέρας μου είχε φορτηγό, η μάνα μου ασχολιόταν με το σπίτι και τα παιδιά της, εμένα και τα δυο μου αδέλφια, τον Ντίνο και τη Δέσποινα. Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, μετακομίσαμε στη Λάρισα. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς στο χωριό. Η Λάρισα ήταν υπέροχη εκείνη την εποχή. Έβγαινες το βράδυ έξω, ενώ είχε σαράντα βαθμούς το μεσημέρι, και έπρεπε να πάρεις μια ζακετούλα. Έμπαζε ο Όλυμπος ένα ψυχρό αεράκι. Την αγαπώ τη Λάρισα, κι ας είναι γεμάτη πολυκατοικίες σήμερα, είναι μια συναισθηματική αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα μου.
• Έμεινα εκεί μέχρι τα 18, πήγαινα σε δημόσιο σχολείο και στις δυο τελευταίες τάξεις πήγα στο ιδιωτικό του Μπόκαρη. Εκεί έκανα τους φίλους μου που έμειναν για όλη μου τη ζωή. Στην εποχή τη δική μας ήμασταν έξω συνέχεια, τέλειωνε το σχολείο, βγάζαμε τα παπούτσια και τα ξαναβάζαμε Σεπτέμβριο. Ξυποληταρία μέσα στην πόλη, εκτός αν πηγαίναμε στην πλατεία που φορούσαμε τις ελβιέλες, είχαν και μια τρύπα γιατί μεγάλωνε το πόδι.
• Όταν πήγαινα σχολείο ζωγράφιζα, όπως όλα τα παιδιά, καλύτερα από τα αδέλφια μου, και ήθελα να γίνω ζωγράφος. Η λαϊκή τάξη στην οποία ανήκαμε δεν είχε ανησυχίες να επιβάλλουν οι γονείς στα παιδιά τους να γίνουν γιατροί ή δικηγόροι.
• Όταν τέλειωσα το σχολείο και είπα στον πατέρα μου «θα πάω στην Καλών Τεχνών», μου είπε «παιδί μου, θα πεθάνεις στην ψάθα». Και του είπα «μπαμπά, θα γίνω καθηγητής. Όπως ο Γιούλης, ο παιδικός μου φίλος, θα είναι μαθηματικός, εγώ θα γίνω καθηγητής ζωγραφικής». Εκεί ηρέμησαν. Όταν έγινα καθηγητής στο Πολυτεχνείο, το έζησε ο πατέρας μου και ευχαριστήθηκε πολύ.
• Ήρθα στην Αθήνα για να δώσω στην Καλών Τεχνών το καλοκαίρι του ‘59, έμενα στο Ψυχικό σε κάτι συγγενείς μου. Δεν είχα εικόνα της Αθήνας, έπαιρνα το λεωφορείο, έφτανα στη Βερανζέρου, στο φροντιστήριο, και επέστρεφα. Κάναμε κάνα σεργιάνι με φίλους, αλλά, θυμάμαι, πήγαμε στην ανθοκομική έκθεση στην Κηφισιά και έπαιζε η Γεωργία Βασιλειάδου τη Βιολετέρα με κάτι κλαδιά στο κεφάλι. Θυμάμαι τότε και την πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο.
• Έδωσα εξετάσεις στο προκαταρκτικό και πέρασα, αλλά δεν πέρασα στα εργαστήρια και έπρεπε να γραφτώ κάπου για να πάρω αναβολή μέχρι να ξαναδώσω. Τότε ήθελα να γίνω και ηθοποιός, με ενδιέφερε το θέατρο, γιατί στη Λάρισα έφταναν οι θίασοι που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη, έκαναν μια στάση και έδιναν μια παράσταση. Ας πούμε, θυμάμαι το «Φουέντε Οβεχούνα» με τον Μάνο Κατράκη και την Ειρήνη Παππά. Πηγαίναμε μάλιστα νωρίς για να πιάσουμε και καλή θέση στα σινεμά που έπαιζαν. Μέχρι και ο Κούρκουλος είχε έρθει με το «Τάνγκο», η Αλίκη Γεωργούλη με τον Αλέκο Αλεξανδράκη με Ιονέσκο, την «Άσκηση πέντε δακτύλων», το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν».
• Έτσι, γράφτηκα στη Σχολή Κατσέλη όπου έμεινα λίγους μήνες γιατί μετά με πήραν στην Καλών Τεχνών. Δεν μου άρεσε καθόλου. Εγώ πίστευα ότι οι σπουδές του ηθοποιού πρέπει να είναι πανεπιστημιακού επιπέδου. Και τώρα το πιστεύω, ότι πρέπει να είναι εμπεριστατωμένες. Κάποιες σχολές, όπως του Εθνικού, είναι καλές και δίνουν τη βάση. Όταν είδα πώς γίνεται το μάθημα, είχα τέτοια αντίδραση που, ενώ είχα φοβερό μνημονικό και μάθαινα απέξω τα πάντα, αρνήθηκα να μάθω οτιδήποτε. Έλεγε ο Κατσέλης, «έλα, ρε Ζιάκα, πότε θα μας πεις κάτι απέξω;» και έλεγα «ναι, ναι, κύριε Κατσέλη». Το πρώτο και μοναδικό πράγμα που μου έκανε «τσακ», γοητεύθηκα, ήταν μια φορά που ήρθε η Αλέκα Κατσέλη και μας είπε το «Ρόδου μοσκοβόλημα» του Παλαμά.
• Όταν μπήκα στη σχολή −φαντάσου, δίναμε εκατό και μπαίναμε δέκα, δώδεκα− οι γνώσεις μου περί τέχνης ήταν ο Ελ Γκρέκο, ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Ραφαήλ.
• Πολλά παιδιά που ήταν Αθηναίοι, όπως ο φίλος μου ο Νίκος Παραλής, που ο πατέρας του ήταν ζωγράφος, ήξεραν πράγματα. Όμως στη σχολή τα πράγματα ήταν πολύ καλά και πολύ μαγευτικά και ο αγαπημένος μου δάσκαλος ήταν ο Μόραλης, που τον έβλεπα πάντα, μέχρι το τέλος. Εκείνη την εποχή ο Μόραλης είχε πολλά κέφια, ήταν δίπλα μας, στις εκθέσεις των μαθητών του ήταν ο πρώτος επισκέπτης, τον καλούσαμε σε πάρτι και ταβέρνες. Ήταν μια υπέροχη ατμόσφαιρα, μια άλλη Αθήνα τότε, άλλα Εξάρχεια. Εκεί, σε μια πάροδο της Ζωοδόχου Πηγής, ήταν και το πρώτο σπίτι μου. Πηγαίναμε τότε και στη Δώρα Στράτου με τον Κώστα Τσιάνο, με τον οποίο γνωριζόμασταν από ένα συγκρότημα λαϊκών χορών στη Λάρισα, και χορεύαμε. Αυτά γύρω στο 1965-66. Εν τω μεταξύ, όταν έγιναν τα εργαστήρια εφαρμοσμένων τεχνών, πήγα από το τρίτο έτος στη σκηνογραφία με δάσκαλο τον Βασίλη Βασιλειάδη, που ήταν καλός και ωραίος δάσκαλος και έφερε μια πιο σύγχρονη σκηνογραφία στην Ελλάδα. Με ενδιέφερε πολύ το θέατρο, λέω «δεν έγινα ηθοποιός, έγινα σκηνογράφος για να ταλαιπωρώ τους ηθοποιούς».
• Σκηνικά έκανα για πρώτη φορά στον στρατό, η καριέρα μου ξεκίνησε από έναν τάφο. Υπηρετούσα στην Κομοτηνή και τότε ο διοικητής ετοίμαζε ένα δρώμενο για την πολεμική αρετή των Ελλήνων, καλοκαίρι του 1967, εποχή χούντας. Ήταν ένα μακρύ ποίημα γραμμένο από τον ίλαρχο, που στο δεύτερο μέρος η Ελλάδα, μια μαθήτρια με χλαμύδα, στεφανώνει τον τάφο του ήρωα. Τάφος δεν υπήρχε. Και έτσι κατασκεύασα το πρώτο μου σκηνικό, με κοτετσόσυρμα, γύψο, τουλπάνι και χρώματα, έναν τάφο που θα ζήλευε και ο ενδοξότερος νεκρός. Ως παρένθεση θα πω ότι επειδή είχα διατελέσει πρόεδρος του φοιτητικού συλλόγου της ΑΣΚΤ με είχαν χαρακτηρίσει επικίνδυνο κομμουνιστή.
• Στον στρατό έκανα και άλλες δυο παραστάσεις πατριωτικού περιεχομένου και αντιμετώπισα την υπό κλίμακα 1/50 μακέτα σε φυσικό μέγεθος. Ήταν τα μόνα σκηνικά που έκανα αποκλειστικά με προσωπική εργασία. Στον στρατό έμαθα τη σκηνογραφία στην πρακτική της πλευρά και νίκησα τον φόβο του μεγάλου.
• Η πρώτη μου επαγγελματική σκηνογραφία ήταν στο έργο «Ο διάδρομος» που ανέβηκε στο Πειραματικό Θέατρο της Μαριέττας Ριάλδη και ήταν η πρώτη σκηνοθεσία του Διαγόρα Χρονόπουλου. Η δεύτερη ήταν στο θέατρο Βρετάνια, στον θίασο της Άννας Συνοδινού. Θα ανέβαζαν την «Αντιγόνη» του Μπρεχτ σε μετάφραση, σκηνοθεσία και σκηνικά-κοστούμια Αλέξη Σολομού. Μου πρότεινε να δουλέψω βοηθός του και μου ζήτησε να κάνω την πλαστική μακέτα του σκηνικού. Δούλεψα όλη νύχτα και έκανα και μια δική μου. Βρήκε τη μακέτα μου πολύ καλύτερη από ό,τι την είχε φανταστεί και είπε να δούμε και τα κοστούμια. «Άννα», φώναξε, όταν τα είδε, «σκηνικά-κοστούμια Γιώργος Ζιάκας». Στη συνεργασία με αυτό τον σπουδαίο άνθρωπο και βαθύ γνώστη του θεάτρου πήρα το πρώτο μου μάθημα, ότι στην προετοιμασία της παράστασης και μέχρι τη γενική δοκιμή, αν χρειαστεί, μπορούν πολλά να αλλάξουν.
• Η πρώτη φορά που δούλεψα σε οργανωμένο θέατρο ήταν στο ΚΘΒΕ, ένα από τα θέατρα που αγάπησα και στο οποίο έκανα αρκετά έργα. Εκεί προϊστάμενος του σκηνογραφικού ήταν ο Ανδρέας Σαμιωτάκης, που έκανε θαύματα, και το αναφέρω γιατί με τους τεχνικούς έχεις μια σχέση πολύ στενή αν είσαι σκηνογράφος. Γενικά με τους τεχνικούς, όπου και αν δούλεψα, τα πήγαινα πάντα πολύ καλά. Ποτέ δεν έκανα τον έξυπνο, τους άφηνα πρωτοβουλία, αλλά με τρόπο τούς οδηγούσα να κάνουν αυτό που ήθελα και όπως το ήθελα.
• Με τους σκηνοθέτες επίσης ποτέ δεν είχα πρόβλημα. Δούλεψα άλλωστε με πολύ λίγους και με ορισμένους ξεκινήσαμε μαζί. Σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκα και είχαν άποψη για την παράσταση πάνω στην ερμηνεία ήταν ο Νίκος Χαραλάμπους, ο Διαγόρας Χρονόπουλος, ο Κώστας Τσιάνος, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο Ρόμπερτ Στούρουα, ο Νίκος Χατζόπουλος, ο Ανδρέας Βουτσινάς, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Γιάννης Ιορδανίδης, ο Κώστας Μπάκας, η Μάγια Λυμπεροπούλου, η Μαίρη Βοσταντζή. Στο θέατρο είχα τη φήμη του ακριβού και σπάταλου. Είναι αλήθεια πως, όταν υπήρχε δυνατότητα, δεν έκανα σπατάλες, αλλά δεν έκανα και οικονομία. Αν μπορούσα να ξοδέψω για το καλό του έργου, ξόδευα. Το θέατρο σηκώνει πολλή ψευτιά, περισσότερο στα σκηνικά και τα κοστούμια, και ξέρω πολύ καλά να την κάνω. Μερικές φορές όμως κάποιες αυθεντικές λεπτομέρειες τις χαιρόμαστε εμείς οι ίδιοι και ακόμα περισσότερο οι ηθοποιοί, γιατί σκηνικά, αντικείμενα και κυρίως τα κοστούμια επηρεάζουν πολύ την ερμηνεία τους.
• Το Θεσσαλικό Θέατρο είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Το οραματίστηκε, το σκέφτηκε η Άννα (Βαγενά), πήρε εμένα και τον Κώστα (Τσιάνο), μαζέψαμε τους φίλους που έβαλαν και χρήματα και στην πρώτη παράσταση, την «Αυλή των θαυμάτων», έγινε το θαύμα, δεν έφευγε ο κόσμος από το θέατρο. Ήταν μια νύχτα που δεν ξεχνιέται. Στη συνέχεια και η πορεία του ως ΔΗΠΕΘΕ ήταν διαρκώς ανοδική, με σπουδαίες παραστάσεις. Την εποχή που ήμουν διευθυντής, το θέατρο είχε ήδη αποκτήσει τη δική του μόνιμη στέγη στο συγκρότημα του Μύλου του Παππά. Είχα κάνει τότε σχέδια για απλή μετατροπή της παλιάς ηλεκτρικής εταιρείας σε ένα πολύ όμορφο θέατρο στα μέτρα του Θεσσαλικού Θεάτρου και των θεατρικών απαιτήσεων της πόλης, κρατώντας τον παλιό χαρακτήρα του κτιρίου, υψώνοντας μόνο έναν πύργο για τις ανάγκες της σκηνής και διατηρώντας μάλιστα μέσα στο φουαγέ τη μεγάλη γεννήτρια που επί χρόνια ηλεκτροδοτούσε την πόλη της Λάρισας. Δυστυχώς η μεγαλομανία της δημοτικής ηγεσίας τα ισοπέδωσε όλα και στη θέση της παλιάς Ηλεκτρικής θεμελίωσε το τεραστίων διαστάσεων Νέο Δημοτικό Θέατρο Λάρισας, το οποίο φοβάμαι, αλλά δεν εύχομαι, ότι θα παραμείνει για χρόνια έτσι. Μια ταμπέλα, ένα κουφάρι-πρόσοψη, μέχρι να φθαρεί από τον χρόνο και να τελειώσει.
• Το Θεσσαλικό για μένα ήταν και το ξεκίνημα ενός σημαντικού σταθμού στη θεατρική μου πορεία, η γνωριμία μέσω του Νίκου Χαραλάμπους με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Με κάλεσαν να σκηνογραφήσω και ξεκίνησε ένα σημαντικό κομμάτι στη θεατρική μου καριέρα αλλά και στην προσωπική μου ζωή, με τη σχέση μου με τη Νίκη Μαραγκού, λειτουργό δημοσίων σχέσεων του οργανισμού.
• Με τη Νίκη γνώρισα μια Κύπρο που αγάπησα. Γνώρισα τα μυστικά της γης, τις κρυφές γωνιές της πόλης, ιστορικούς τόπους και σημεία της χώρας, ενδιαφέροντες τεχνίτες, χρυσοχόους, παπουτσήδες, αγγειοπλάστες, λαϊκούς δημιουργούς, αντικείμενα που ανακάλυπτα και μεταμόρφωνα σε κάτι άλλο και όλα αυτά μέσα από τη γοητεία της, που κάθε τι έβρισκε τον τρόπο να το κάνει ενδιαφέρον. Το καλύτερο στέκι που έκανε κούπες, στις Φοινικούδες στη Λάρνακα, το παραγκάκι του κυρίου Αντρέα στο Στρόβολο, που είχε το πιο καλό λαχματζούν, ο λαϊκός γλύπτης σε ένα χωριό στον δρόμο Λευκωσίας - Λάρνακας. Κοσμοπολίτισσα, όπως άλλωστε πολλοί Κύπριοι, με απλή φιλοσοφία για τη ζωή, πως όλα είναι εύκολα, όπως αναπνέουμε. Σπουδαία ποιήτρια, πολύ καλή πεζογράφος και ζωγράφος, αντιμετώπιζε τα πάντα με μια ευκολία αφοπλιστική, από την καθημερινότητα, τον έρωτα, τον χωρισμό. Κι έτσι χωρίσαμε μετά από τέσσερα χρόνια, όμως παραμείναμε φίλοι για όλη τη ζωή της, μέχρι που έφυγε από κοντά μας το 2013.
• Η πρώτη μας μεγάλη επιτυχία με τον Νίκο Χαραλάμπους ήταν οι «Ικέτιδες». Μια παράσταση-θρίαμβος στον Λυκαβηττό –για πρώτη φορά έπαιζε ο ΘΟΚ στην Αθήνα–, για όλους μας είχε την ίδια συγκίνηση με εκείνη της πρεμιέρας του Θεσσαλικού Θεάτρου. Μετά τη θριαμβευτική υποδοχή από την κριτική, στις επόμενες τρεις παραστάσεις οι κριτικοί μάς κατακρεούργησαν. Με κριτικές αν όχι άστοχες, κακόβουλες και κομπλεξικές.
• Πιστεύω πως με τις «Ικέτιδες» έκανα μια ενδυματολογική πρόταση στο ανέβασμα της αρχαίας τραγωδίας. Απλοποίησα τη φόρμα στο ρούχο και νομίζω ότι αυτό προέκυψε με τη χρήση των πλεχτών φορεμάτων. Την ιδέα την πήρα από ένα μικρό αναθηματικό ειδώλιο στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας. Είναι μια ανδρική φιγούρα με πλεχτό ρούχο χαραγμένο βελονιά-βελονιά πάνω στην πέτρα. Όποτε βρίσκομαι στη Λευκωσία πηγαίνω και το βλέπω, στη δεύτερη αίθουσα, στις αριστερές βιτρίνες, πάνω σε ένα ραφάκι. Σαν προσκύνημα.
• Στην Κύπρο γνώρισα, στην Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας, την Κίκα Ορφανίδου, που ήταν αστείρευτη πηγή ιδεών και γνώστρια λαϊκών τεχνιτών. Κάθε βόλτα στη χειροτεχνία και μια ανακάλυψη. Τα πλεχτά με το σμιλί έγιναν δίχτυα, μακραμέ, που έγιναν αριστουργηματικά κοσμήματα, τα πετσετάκια για να σκεπάζουν την κούζα πλεγμένα με κοχύλια έγιναν κάλυμμα κεφαλής της Αίθρας και ρούχο της Κασσάνδρας. Τα λαϊκά κεραμικά, το εργαστήρι σταμπωτών από κορούκλα ενίσχυαν την ιδέα μου να γίνουν τα ρούχα και τα αντικείμενα της τραγωδίας από λαϊκούς τεχνίτες. Και η μεγάλη τύχη, το εργαστήρι του οργανισμού στον καταυλισμό Τσιακίλλερι στη Λάρνακα, όπου οι γυναίκες πρόσφυγες έκαναν υπέροχα πλεχτά φορέματα από ακατέργαστο μαλλί γνεσμένο στο χέρι από φυσικό χρώμα. Τα αριστουργηματικά αυτά φορέματα, που τα έκαναν η καθεμία με την πλέξη που νόμιζε, με το δικό της γούστο, τα χρησιμοποίησα στις «Ικέτιδες» και τις «Τρωάδες». Όταν πήγα το 2012 για να ξανακάνω τη «Σαμία» για τα εγκαίνια του ΘΟΚ, στο βεστιάριο από τα πενήντα πλεχτά υπήρχαν μόνο πέντε-έξι καταφαγωμένα από τον σκόρο.
• Με τον Χαραλάμπους ήμασταν στενά συνδεδεμένοι και εκτός Κύπρου, και με τη δημιουργία του ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, όταν του ανετέθη η διεύθυνση από τον φωτισμένο Σταύρο Μπένο. Για μένα, πέρα από τις παραστάσεις που σκηνογράφησα, ήταν το δεύτερο θέατρο στο οποίο δημιούργησα συνεργείο κατασκευής σκηνικών.
• Στη δουλειά μου από κάποια εποχή και ύστερα άρχισα να χρησιμοποιώ στα κοστούμια μου στρατιωτικά ρούχα και στοιχεία. Πάντα πίστευα ότι τα στρατιωτικά και κυρίως τα αμερικανικά ήταν από τα πιο σωστά ραμμένα ρούχα. Το ξεκίνημα αυτό έγινε πάλι από την Κύπρο, αλλά και στη Θεσσαλονίκη βρήκα και χρησιμοποίησα στρατιωτικές κουνουπιέρες που μετατράπηκαν σε φορέματα, και επενδύσεις κοντών αμερικανικών τζάκετ που έγιναν αναγεννησιακά ζακέτα υψηλής ραπτικής τέχνης. Προτιμούσα πάντα, αν βόλευε, να μετατρέπω υπάρχοντα ρούχα σε θεατρικά κοστούμια εποχής, να χρησιμοποιώ κεντήματα που όταν τα έκοβα είχα ενοχές, αλλά και ρούχα του Δημήτρη Παρθένη που τα θεωρώ από τα πιο ενδιαφέροντα που έχουν σχεδιαστεί στην ελληνική μόδα.
• Πάντα είχα μια αγάπη για τα αυθεντικά λαϊκά μας κοστούμια. Ίσως σε αυτό να συνετέλεσε και η συμμετοχή μου στο συγκρότημα λαϊκών χορών της Στράτου. Τα παλιά ρούχα αγορασμένα από τα παζάρια της Θεσσαλίας και της Ηπείρου με τα οποία έντυσα όλη την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, από το κοστούμι του Μεγαλέξανδρου μέχρι των ληστών και του τελευταίου χωριάτη, έδωσαν γνησιότητα και δωρικότητα στο αισθητικό αποτέλεσμα της ταινίας.
• Στα χρόνια που είμαι στο παιχνίδι του θέατρου, όταν ξεκίνησα με εντυπωσίασε η δουλειά της Ιωάννας Παπαντωνίου, έκανε ρούχα με ανορθόδοξα υλικά, αλλά και η δουλειά του Γιάννη Τσαρούχη. Στην «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» με την Κατίνα Παξινού, φόρεσε σε όλους τους πολίτες, άνδρες και γυναίκες, παπούτσια κίτρινα του καδμίου, δείγμα ευημερίας και στίγμα προδοσίας. Αυτά τα κίτρινα παπούτσια με στοίχειωσαν για χρόνια. Υπήρξαν παραστάσεις που ζήλεψα. Η απόλυτη αίσθηση του λευκού των σκηνικών και των κοστουμιών στο έργο του Κανέτι «Οι αριθμημένοι» ή ο εφιαλτικός μαυρόασπρος χώρος με μεγεθύνσεις ανατομικών σχεδίων του Ντα Βίντσι στο «Κρίμα που είναι πόρνη» του Διονύση Φωτόπουλου. Οι «Όρνιθες» του Κουν το 1961, όπου έλαβα μέρος στον Χορό, και οι «Πέρσες» που ήταν μεγάλες στιγμές του Θεάτρου Τέχνης και του ελληνικού θεάτρου και πολύ ζωντανές εντυπώσεις και συγκινήσεις στο ξεκίνημά μου.
• Ακόμα, η παράσταση των «Τρωάδων» του Γιάννη Τσαρούχη στο νεοκλασικό γκρέμισμα της οδού Καπλανών, της οποίας η λιτότητα των σκηνογραφικών στοιχείων και η άψογη τσαρουχική αισθητική έχουν μείνει στο μυαλό μου. Οι παραστάσεις στο Θέατρο Τέχνης, σε έναν θεατρικό χώρο κυκλικό, άγνωστο τότε σε εμένα, και η πρώτη παράσταση που παρακολούθησα στο Ηρώδειο, η «Αντιγόνη» με την Άννα Συνοδινού. Ήταν όλες έντονα συγκινησιακές εμπειρίες για ένα επαρχιωτόπαιδο που με μάλλινο κοστούμι και γραβάτα –για χρόνια στο θέατρο πήγαινα με κοστούμι και γραβάτα− ανακάλυπτε τον μαγικό κόσμο του θεάτρου.
• Στον κινηματογράφο δούλεψα πολύ λιγότερο από ό,τι στο θέατρο. Το θέατρο έχει άλλη, διαφορετική λειτουργία, όσον αφορά στον τρόπο και το αποτέλεσμα της δουλειάς. Είναι άμεσο. Ό,τι έχεις κάνει κατά την προετοιμασία της παράστασης στην πρεμιέρα ολοκληρώνεται. Στον κινηματογράφο, αντίθετα, είναι όλα αποσπασματικά. Εκτός από τον Δημήτρη Μαυρίκιο, τον Γιώργο Σταμπουλόπουλο, τον Τώνη Λυκουρέση και τον Γιάννη Σμαραγδή, κυρίως έχω δουλέψει με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
• Οι «Κυνηγοί» και ο «Μεγαλέξανδρος» είναι οι αγαπημένες μου ταινίες. Και οι δυο ήταν ένας άθλος όσων δουλέψαμε. Αντιξοότητες απανωτές. Πρώτη και καλύτερη ο καιρός, όπως σε όλες τις ταινίες του Θόδωρου. Όλες αυτές οι δυσκολίες και οι αναποδιές δεν επηρέασαν καθόλου τον ενθουσιασμό μου για τη συνεργασία με έναν σκηνοθέτη του μεγέθους του Αγγελόπουλου. Στις άλλες ταινίες, εκτός από αυτές τις δυο, είχα πάντα τον ίδιο ενθουσιασμό, παρατηρούσα όμως και κάποιες αρνητικές συμπεριφορές που παλιά δεν τους έδινα σημασία. Πέρα όμως από οποιοδήποτε αρνητικό του χαρακτήρα του, που μερικές φορές δημιουργούσε ενοχλητικές ατμόσφαιρες πάνω στη δουλειά του, τα συγχωρούσα όλα όταν έβλεπα την ιδιοφυή λειτουργία του μυαλού του και την ευαισθησία του στη σύλληψη, την εκτέλεση των πλάνων και φυσικά στην ολοκλήρωση της ταινίας.
• Με τον Θόδωρο μιλήσαμε μία ώρα περίπου πριν τη μοιραία στιγμή. Έντυσα τους δυο ηθοποιούς που θα έκαναν τους οδηγούς στις νταλίκες. Ήρθε το αυτοκίνητο και τον πήρε για τον χώρο του γυρίσματος. Του ευχήθηκα καλή δουλειά και έφυγα για το θέατρο όπου είχα γενική δοκιμή. Ο Θόδωρος έφυγε για πάντα. Έφυγε στην άλλη θάλασσα της λήθης. Ένα δίτροχο, ένα παπάκι, φτώχυνε τον ελληνικό και παγκόσμιο κινηματογράφο από έναν μεγάλο ποιητή της εικόνας και εμάς, όσους δουλέψαμε μαζί του όλα τα χρόνια, από έναν συνεργάτη και φίλο.
• Στη ζωγραφική, στα έργα μου, υπάρχουν μνήμες παλιές, εντυπώσεις παλιές και τωρινές, παλιές επιθυμίες που η αποκλειστική για πολλά χρόνια ασχολία μου με το θέατρο με κράτησε μακριά τους. Πιστεύω πως κατάφερα να τις μεταφέρω τίμια στις μικρές αυτές καλοκαιρινές ζωγραφιές, φόρο τιμής στον τόπο που μεγάλωσα, στον κάμπο που αγάπησα, τον κάμπο της Λάρισας, της πατρίδας μου, τις εναλλαγές των εποχών μέσα απ’ το οργωμένο χώμα, τα χλωρά σπαρτά, το κίτρινο στάχυ και τις καμένες καλαμιές να γράφουν στο τοπίο.
• Στο θέατρο δεν έκανα καμία δουλειά χωρίς να την αγαπάω. Ακόμα και σήμερα, αν μου κάνει κάτι κλικ, θα το κάνω. Η σκηνογραφία, έλεγα στους μαθητές μου στην Καλών Τεχνών, είναι ένα γοητευτικό παιχνίδι σχημάτων, όγκου και χρώματος. Επιλέγεις και παίρνεις μέρος. Μπαίνεις μέσα στο μαγικό κουτί της μακέτας, που είναι η υπό κλίμακα σκηνή του κάθε θεάτρου, και έχεις την ελευθερία να δημιουργείς κόσμους φανταστικούς και πραγματικούς με σκοπό την εικαστική ερμηνεία του έργου.