Η Άννα Συνοδινού (1927-2016) έφυγε πλήρης ημερών. Υπήρξε μία ιδιαίτερη περίπτωση τόσο στο θεατρικό όσο και στο δημόσιο βίο, που δυο λέξεις την χαρακτηρίζουν: ιδεαλισμός και αξιοπρέπεια. Γιατί υπηρέτησε το θέατρο με βαθιά πίστη στα ιδανικά του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού (με αγάπη στη γλώσσα την ελληνική και στα αρχαιοελληνικά επιτεύγματα και με ειλικρινή πίστη στην ορθοδοξία) και στη δύναμη της σκηνικής τέχνης να καλλιεργεί, να διδάσκει, να βελτιώνει τους πολίτες. Γι’ αυτό και ήταν φυσικό το πέρασμά της στην πολιτική, με την οποία ασχολήθηκε από τις πρώτες εκλογές μετά την πτώση των Συνταγματαρχών έως και το 1990: εξελέγη βουλευτής Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία το 1974, το 1977, το 1981, το 1985 και το 1989 και διετέλεσε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1977-1980).
Ο κόσμος την τίμησε με τη ψήφο του γιατί γνώριζε καλά το ήθος της τα προηγούμενα 25 χρόνια που πρωταγωνιστούσε στο θέατρο. Μια μικρή αναδρομή είναι χρήσιμη γιατί όπως συνήθως συμβαίνει, ειδικά στην εποχή του διαδικτύου, αρκετές πληροφορίες που αναπαράγονται σε βιογραφικά αποδημούντων είναι ανακριβείς. Με την Άννα Συνοδινού το φαινόμενο δεν δικαιολογείται καθώς έχει γράψει την αυτοβιογραφία της («Πρόσωπα και Προσωπεία», εκδ. Αδελφοί Γ. Βλάσση, 1998), μάλιστα με ακρίβεια στις χρονολογίες και στα σχετικά τεκμήρια που είναι μάλλον ασυνήθιστη, συν-κρίνοντας από τις αυτοβιογραφίες άλλων καλλιτεχνών.
Ανήκε σε μια γενιά σκηνοθετών/ηθοποιών που πίστευε σ' ένα θέατρο όπου το υψηλό νόημα έχει σημασία, το έργο και όχι η σκηνοθετική προσέγγιση. Η δραματουργική πρόταση ως προς τα έργα του κλασικού ρεπερτορίου που υπηρετούσε το Εθνικό Θέατρο, αφορούσε κατά κύριο λόγο «την άψογη εκφορά του λόγου, την προσοχή σε ζητήματα άρθρωσης, ορθοφωνίας και εύρυθμης εκφώνησής του».
Η Άννα Συνοδινού πέρασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού τον Γενάρη του 1947 και πήρε το δίπλωμά της με άριστα στις 21 Ιουνίου του 1949. Είχε για καθηγητές της τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Κωστή Μιχαηλίδη, τον Κώστα Καρθαίο, τον Σπύρο Μελά, τον Νίκο Παρασκευά, τον Θάνο Κωτσόπουλο, τον Δημήτρη Χορν, τον Δημήτρη Μυράτ, τον Ανδρέα Φιλιππίδη κ.ά. Από τη σχολή ακόμη της έδιναν ρόλους ενζενί, προφανώς εκτιμώντας την όμορφη, καθαρή ομορφιά της. Έπαιξε κάτι ασήμαντα ρολάκια στον «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» και στο «Ημέρωμα της Στρίγκλας» που ανέβασε το Εθνικό το 1948 αλλά η ίδια υπολόγιζε ως πρώτη σκηνική εμφάνισή της τη συμμετοχή της στον Χορό της παράστασης «Χοηφόροι-Ευμενίδες» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη το Σεπτέμβριο του 1949 στο Ηρώδειο.
Τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα δεν έγιναν στο Εθνικό αλλά στο ελεύθερο θέατρο. Έχει ενδιαφέρον πώς αποτυπώνεται στις θεατρικές κριτικές του Μ. Καραγάτση η υποκριτική εξέλιξή της. Την ξεχωρίζει στα «Παιδιά του Εδουάρδου» που ανέβασε ο θίασος Κοτοπούλη στο θέατρο Ντο-Ρε ως εξής: «Ιδιαιτέρως η δεσποινίς Συνοδινού, που εκτός από υποκριτικά προσόντα πολύ αξιοπρόσεκτα, είναι προικισμένη και με σημαντικά φυσικά χαρίσματα. Μήπως η ομορφιά δεν είναι κι αυτή ένα ταλέντο;» (Βραδυνή, 5-6-1950 ). Λίγους μήνες αργότερα, το Φεβρουάριο του 1951, έγραψε για την ερμηνεία της στο «Ο έρως αγρυπνεί» των Ντε Φλερ και Καγιαβέ στο θέατρο Ρεξ: «Πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο μόλις το περασμένο καλοκαίρι.[…] Στην κωμωδία των Ντε Φλερ και Καγιαβέ της δόθηκε ο πρώτος γυναικείος ρόλος. Και μαζί μ’ αυτόν η ευκαιρία να αποκαλύψει το θαυμαστό πηγαίο και μεγάλο ταλέντο της. Αντί άλλης κριτικής, ας μου επιτραπεί μία προφητεία: πως σύντομα η κ. Λαμπέτη θα έχει να αντιμετωπίσει μια δεινή συναγωνίστρια».
Μόνο που η Άννα Συνοδινού δεν είχε καμία πρόθεση να λάμψει στο ελαφρύ θέατρο. Αφού γνώρισε τον κόσμο του εμπορικού θεάτρου κι έπαιξε σε αρκετά δημοφιλή έργα της εποχής δίπλα στον Δημήτρη Μυράτ, τη σεζόν 1954-55 επιστρέφει ως πρωταγωνίστρια στο Εθνικό Θέατρο. Μάλιστα το καλοκαίρι του 1955, στην πρώτη διοργάνωση του Φεστιβάλ της Επιδαύρου, παίζει στο μεγάλο αργολικό θέατρο τον ρόλο που θα της ανοίξει τον δρόμο στην αρχαία τραγωδία: Πολυξένη στην «Εκάβη», δίπλα στην Κατίνα Παξίνου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Ο Καραγάτσης σημειώνει: «Η Άννα Συνοδινού ανεβαίνει σταθερά την κλίμακα της καθιερώσεως. Ένα μόνο αναφέρω: ότι η ερμηνεία του ρόλου της Πολυξένης στάθηκε ισάξια πλάι στην κολοσσιαία ερμηνεία της Εκάβης της Παξινού» (Βραδυνή, 21-6-1955).
Εκείνη την περίοδο διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο ήταν ο Αιμίλιος Χουρμούζιος (από το 1955 έως το 1964) και βασικός σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ο Αλέξης Μινωτής. Ο πρώτος, για να ελέγξει τη φιλοδοξία και την αλαζονεία του δεύτερου θέλησε να επιβάλλει αντίπαλον δέος στο ζεύγος Παξινιού-Μινωτή. Έτσι στα Επιδαύρια που ακολούθησαν η Άννα Συνοδινού πρωταγωνιστούσε με τον έμπειρο, καλό ηθοποιό Θάνο Κωτσόπουλο. Ο Μινωτής, παρότι δεν του άρεσε το γεγονός να μην είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού στο αρχαίο δράμα, θέλησε να τους σκηνοθετήσει στην «Αντιγόνη» το επόμενο καλοκαίρι (1956), ενώ είχε αναλάβει να σκηνοθετήσει και την «Μήδεια» με την Παξινού.
Όσοι γνώριζαν τον άσχημο χαρακτήρα του Μινωτή δεν εντυπωσιάστηκαν από την προκλητική αδιαφορία του στην προετοιμασία της «Αντιγόνης». Το κατήγγειλε άλλωστε η ίδια η Άννα Συνοδινού στην επιστολή που έστειλε στις εφημερίδες 8 χρόνια αργότερα, το 1964, όταν η ανάθεση της διεύθυνσης του Εθνικού στον Μινωτή την ανάγκασε να παραιτηθεί από την πρώτη κρατική σκηνή: «Ο κ. Μινωτής, όταν του ζήτησα να μου διδάξει την Αντιγόνη, σαν υπεύθυνος σκηνοθέτης της παράστασης, μου απάντησε: “Δεν διάλεξα ούτε το έργο ούτε την πρωταγωνίστρια. Είμαι υπάλληλος του Εθνικού Θεάτρου και θα έρχομαι στις πρόβες”»!
Η τεράστια προσέλευση κόσμου στο θέατρο της Επιδαύρου για την «Αντιγόνη» (την δεύτερη μέρα, παρουσία Κωνσταντίνου Καραμανλή, δεν υπήρχε θέση ούτε για δείγμα) δικαίωσε τον Χουρμούζιο, και την Συνοδινού, και άφησε έκθετο τον Μινωτή (η άλλη παράσταση που σκηνοθέτησε, η «Μήδεια», ήταν μία από τις κακές στιγμές της αξιοζήλευτης καριέρας του).
Κάπως έτσι, τα επόμενα χρόνια η Συνοδινού καθιερώθηκε ως τραγωδός του Εθνικού ερμηνεύοντας «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (1957) και Ιφιγένεια εν Ταύροις (1958) σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη, Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία Ροντήρη το 1959, και το 1960 Αντιγόνη στις «Φοίνισσες» σε σκηνοθεσία Μινωτή και Λυσιστράτη στην ομώνυμη αριστοφανική κωμωδία σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού.
Η σχέση της νέας πρωταγωνίστριας με τον Μινωτή διερράγη εντελώς το 1961, όταν η Συνοδινού δέχθηκε να ερμηνεύσει την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, «ρόλο για τον οποίο η Κατίνα Παξινού είχε ζητήσει από το Θέατρο να μην παιχθεί από άλλη ηθοποιό, εφόσον αυτή βρισκόταν εν ζωή!» (Β. Κανάκης, «Εθνικό Θέατρο», εκδ. Κάκτος, 1999).
Το καλοκαίρι του 1962 η Συνοδινού ερμήνευσε την Ελένη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μουζενίδη, και υπό την καθοδήγηση του ίδιου σκηνοθέτη, την Άλκηστι και την Ανδρομάχη το 1963. Το 1964 ερμηνεύει την Κορυφαία στις «Ικέτιδες» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, ενώ είχε ήδη ζητήσει τη λύση της συνεργασίας της με το Εθνικό Θέατρο. Ο Άλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη), γοητευμένος από την παράσταση, εξέφρασε την ανησυχία του για την απομάκρυνση της Συνοδινού (και του Σολομού) από το Εθνικό λόγω Μινωτή στην εφημερίδα «Ελευθερία» ως εξής: «[…]Φημολογείται, φοβούμαι βάσιμα, ότι δύο από τους αποφασιστικούς παράγοντες της έξοχης επιτυχίας, ο κ. Σολομός και η κ. Άννα Συνοδινού, που μας έπεισε και πάλι με τον συνδυασμό της δυναμικότητας, με την ευγένεια και την αβρότητα που τη χαρακτηρίζει, με την έντονη παρουσία της,ότι είναι γεννημένη τραγωδός και απαράμιλλη, πρόκειται να αποχωρήσουν από το Εθνικό Θέατρο» (14 Αυγούστου 1964).
Ελεύθερη πια από τους πολλούς ρόλους που έπαιζε χειμώνα-καλοκαίρι επί σειρά ετών η Συνοδινού μπόρεσε να προχωρήσει στο επόμενο μεγάλο κεφάλαιο της καριέρας της, τη δημιουργία του θεάτρου στο λόφο του Λυκαβηττού. Ήταν το πρώτο θέατρο που φιλοδοξούσε να μιμηθεί το αρχιτεκτονικό σχέδιο των αρχαίων θεάτρων σε καινούργια, ελαφριά, καλοκαιρινή κατασκευή –αρκετά αργότερα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να κατασκευάζονται τα (συνήθως) τσιμεντένια θεάτρα σε διάφορες περιοχές της Αττικής.
«Αναζητούσαμε χώρο στην περιοχή του Αττικού λεκανοπεδίου να χτίσουμε θέατρο. Προορισμός του, να παίζεται σ’ αυτό η ελληνική θεατρική παραγωγή από τα αρχαία χρόνια έως τις σύγχρονες μέρες. Σε κάποια θεατρική κριτική του Αιμίλιου Χουρμούζιου διαβάσαμε πως στον λόφο του Λυκαβηττού (από τη μεριά του λατομείου) είχε δοθεί μία παράσταση του Τάκη Μουζενίδη, για τα Τάγματα Εργασίας του Μεταξά. Μια και δυο ανεβήκαμε στα νταμάρια. Ήταν δύσκολη η πρόσβαση. Ο δρομάκος που έφτανε έως τον Άγιο Ισίδωρο στένευε ακόμα περισσότερο ως να φτάσεις στα νταμάρια. Εκεί είχαν αποτεθεί όλα τα μπάζα από το χτίσιμο του Χίλτον. Ανεβήκαμε. Θεέ μου! Κρανίου τόπος. Ξεραΐλα, χωματερή, σκουπιδαριό, περιβάλλον επικίνδυνο ακόμα και μέρα μεσημέρι» γράφει η Συνοδινού.
Παρά τις αναφαινόμενες δυσκολίες, με πάθος και ζήλο μπήκε, μαζί με τον πολυαγαπημένο της σύζυγο Γιώργο Μαρινάκη, στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας, καταφέρνοντας να της παραχωρηθεί από τον ΟΔΕΠ, τον οργανισμό που διαχειριζόταν την περιουσία της Μονή Πετράκη, ο χώρος για μία 20ετία - και να ξεπεράσει το πρόβλημα που εμφανίστηκε με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ο οποίος έμεινε τελικά ο μόνος διαχειριστής του υπό οικοδόμηση θεάτρου). Το σχέδιο ανέλαβε ο αρχιτέκτων Τάκης Ζενέτος –το ονόμασε Θέατρο Αχιβάδα και αν κατασκευαζόταν θα ήταν ενδιαφέρον δείγμα της μεταπολεμικής θεατρικής αρχιτεκτονικής. Αντ’ αυτού ο ΕΟΤ κατασκεύασε και παρέδωσε στην Συνοδινού ένα πρόχειρο θέατρο, λογικής ντέξιον, που αργότερα μεγάλωσε με «την τσαρλατάνικη προσθήκη των κερκίδων Ι και Θ», επί υπουργίας Τάκη Λαμπρία. Στην Ελλάδα το πλέον σύνηθες είναι τα ευγενικά όνειρα να ναυαγούν στον μικρό ορίζοντα σκέψης και οράματος της διοικητικής και πολιτικής τάξης.
Ως προσωρινή, γρήγορη κατασκευή η Συνοδινού αποδέχθηκε τη λύση που πρότεινε ο ΕΟΤ και το καλοκαίρι του 1965 παρουσίασε «Αντιγόνη» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου και «Εκκλησιάζουσες» σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, το 1966 «Ελένη» σε σκηνοθεσια Γιώργου Θεοδοσιάση και «Λυσιστράτη» σε σκηνοθεσία Βολανάκη και το 1967 «Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Θάνου Κωτσόπουλου (και σκηνικό Γιάννη Τσαρούχη) και «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Το όραμά της για το θέατρο Λυκαβηττού τελείωσε άδοξα το 1969, οπότε η Χούντα απαίτησε την απομάκρυνση της από το θερινό θέατρο.
Με την Μεταπολίτευση η Άννα Συνοδινού έπαιξε μερικές φορές ακόμη σε σημαντικούς ρόλους αλλά η εποχή της είχε περάσει –όπως θεωρούνταν πλέον παρωχημένη και η λεγομένη «σχολή του Εθνικού» που βασίστηκε στις απόψεις γερμανοσπουδαγμένων σκηνοθετών (Φώτος Πολίτης, Δημήτρης Ροντήρης, Κωστής Μιχαηλίδης, Τάκης Μουζενίδης κ.ά.). Ήταν μια γενιά σκηνοθετών/ηθοποιών που πίστευε σ’ ένα θέατρο όπου το υψηλό νόημα έχει σημασία, το έργο και όχι η σκηνοθετική προσέγγιση. Η δραματουργική πρόταση ως προς τα έργα του κλασικού ρεπερτορίου που υπηρετούσε το Εθνικό Θέατρο, αφορούσε κατά κύριο λόγο «την άψογη εκφορά του λόγου, την προσοχή σε ζητήματα άρθρωσης, ορθοφωνίας και εύρυθμης εκφώνησής του». Είναι χαρακτηριστικό τι σημειώνει ο Ροντήρης, υπό την επιρροή του Σίλερ και του Νίτσε: «Να βρούμε τρόπο ερμηνείας αυτού του λυρικού στοιχείου, που οι τραγικοί ποιητές το πήραν από ένα θρησκευτικό τραγούδι, το διατήρησαν και το διαμόρφωσαν σε τέτοιας εκτάσεως καλλιτεχνικό παράγοντα, ώστε να αποτελεί λειτουργία ύψιστη, απομονώνοντας την τραγωδία από την καθημερινή πραγματικότητα».
Γαλουχημένη από τέτοιες ιδέες η Άννα Συνοδινού δεν θέλησε να δει ότι ο κόσμος είχε αλλάξει και το θέατρο που εκπροσωπούσε ήταν πια παρωχημένο. Είναι χαρακτηριστικές οι κριτικές αποστροφές εκπροσώπων της γενιάς των κριτικών που ξεκίνησαν να γράφουν από τη δεκαετία του 1970 κι εξής. Για τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του 1974 σε σκηνοθεσία Μουζενίδη, όπου η Συνοδινού ερμήνευσε την Ιώ, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραψε: «Σπάνια τόσων χρόνων αποχή από το θέατρο στέρησε ηθοποιό από μέτρο όσο στην κ. Συνοδινού. Η ηθοποιός αυτή ευδοκίμησε στο θέατρο το τραγικό στηριγμένη στην εκφορά του λόγου και στην παρουσία της. Ποτέ δεν είχε τραγικό εύρος. Όλη η καριέρα της στηρίχθηκε πάνω σε παραλλαγές του πρώτου ρόλου που της δίδαξε ο Μινωτής, στην Πολυξένη. Όταν αποπειράθηκε να παίξει Κλυταιμνήστρα στην Ορέστεια του Ροντήρη, έδειξε τις αδυναμίες της στους σύνθετους ρόλους, έξω που δεν μπόρεσε στην μουσική κλίμακα του Ροντήρη να βρει τον τόνο, αδυνατώντας να ακολουθήσει φωνητικά τα κρεσέντι του χορού».
Όσο για την Αντιγόνη που ερμήνευσε εκ νέου στην προσέγγιση του Σολομού τον Αύγουστο του 1974, γράφει: «Η κ. Συνοδινού παίζει για τρίτη φορά το έργο. Δεν ήταν η καλύτερη, μ’ όλο που δεν άλλαξε άποψη. Στους ρόλους που ευδοκίμησε (παράστημα και απέριττος, σωστός λόγος) πρότασσε πάντα την αρρενωπή πλευρά του χαρακτήρα και άφηνε στη σκιά τη θηλυκή υπόστασή του. […] Η Αντιγόνη της ‘ντρεπόταν’ να κλάψει, ‘ντρεπόταν’ να θρηνήσει, ‘ντρεπόταν’ που ο Σοφοκλής στον κομμό τη θέλει πολύ γυναίκα, άγριο θηλυκό. Δυο τρεις απόπειρες για θρήνο ήταν οι χειρότερες υποκριτικές σκηνές της ηθοποιού. Επέβαλε τον αρρενωπό εαυτό της και έκανε μια Αντιγόνη απάνθρωπη και, τελικά, αδικαίωτη». Αργότερα όταν ερμήνευσε την Κοντέσσα Βαλέραινα στο Εθνικό (1992) ο Γιάννης Βαρβέρης ευγενικά έγραψε για «πρόσμειξη ρεαλιστικής και ιδεαλιστικής ερμηνείας, η οποία δεν ενοχλήθηκε από τα συμβατά προς τον ρόλο ρινίσματα στόμφου».
Κάτι είχε δει ο Καραγάτσης ήδη στην πρώτη περίοδο της θεατρικής καριέρας, όταν έγραψε για την ερμηνείας της στο «Έξι πρόσωπα» του Πιραντέλλο (1959): «Η Συνοδινού δεν συζητείται. Επιβάλλεται». Ίσως δεν ήταν η μεγάλη τραγωδός που ήταν η Κατίνα Παξινού. Ήταν, όμως, μια αληθινή κυρία του μεταπολεμικού θεάτρου. Που το τίμησε όσο λίγες.