Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αρματώθηκε με την ποιητική φορεσιά του κινηματογραφιστή/Μεγαλέξανδρου, πάλεψε με το ακατόρθωτο μεταφέροντας αρχαίους μύθους και λαϊκούς θρύλους, μετασχηματίζοντάς τους στην αφυδατωμένη, έρημη χώρα, προσδιόρισε εκ νέου τον ιστορικό χωροχρόνο δημιουργώντας ένας διαρκές παρόν-παρελθόν, αποτύπωσε τη μεγάλη Άλλη Ελλάδα στην αναζήτηση της αέναης Επιστροφής, φώτισε μέσα από τα σύννεφα της μνήμης τους εξόριστους, προφητεύοντας μελαγχολικά το τέλος του 20ού αιώνα.
Η ΕΚΠΟΜΠΗ (1968)
Ένα φρέσκο δείγμα μοντερνισμού στον ελληνικό κινηματογράφο. Χωρίς να υπολογίζουμε το χαμένο, ημιτελές ντοκιμαντέρ για τους Forminx, η πρώτη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μια ψευδο-δημοσιογραφική έρευνα του τέλειου άνδρα για διαφημιστικούς σκοπούς, είναι η πιο μονταρισμένη της φιλμογραφίας του, και σίγουρα η πιο uptempo.
ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ (1970)
Στη μακρά, ενδελεχή διαδικασία της αναπαράστασης του φόνου ενός μετανάστη, με την επιστροφή από τη Γερμανία στο χωριό του, από τη σύζυγό του, ο Αγγελόπουλους εξετάζει κοινωνιολογικές παραμέτρους, εμβαθύνει στη φαινομενολογία, και μέσα από σταθερά πλάνα μέσης απόστασης προσκαλεί τον θεατή να διακρίνει την αντικειμενική αλήθεια.
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ’36 (1972)
Στις παραμονές των εκλογών του 1936 η κυβέρνηση Μεταξά βρίσκεται στη δύσκολη θέση να αντισταθεί στον εκβιασμό ενός πρώην συνεργάτη της αστυνομίας, προκαλώντας τον θάνατο ενός βουλευτή που κρατά όμηρο στο κελί του, ενδεχομένως χάνοντας τη στήριξη της Δεξιάς, ή τελικά να υποκύψει σ’ αυτόν και να διακινδυνεύσει τις ψήφους του Κέντρου. Με πιο ευθύγραμμη αφήγηση, αν και διαφορετική χρήση του χώρου σε σχέση με την Αναπαράσταση, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος προσπερνά οριστικά τον νεορεαλισμό, απηχεί την ποίηση της ήττας της ελληνικής πεζογραφίας, εμπνέεται αντίστροφα (και πιο εγκόσμια) από την αρχαία τραγωδία και βαθαίνει τον σχολιασμό του στην Ιστορία.
Ο ΘΙΑΣΟΣ (1975)
Μέσα από τις περιπέτειες ενός περιπλανώμενου θιάσου ηθοποιών που ανεβάζουν την «Γκόλφω», από το 1939 ως το 1952, ο Έλληνας δημιουργός αντιπαραβάλλει τον μύθο των Ατρειδών με την επιβίωση και την ανεύρεση ταυτότητας σε δύσκολους καιρούς. Στις δυο προηγούμενες ταινίες του ο Αγγελόπουλος σκηνοθέτησε τη σιωπή που επέβαλαν οι δικτατορίες, ενώ στον Θίασο ελέγχει με αυστηρότητα και ακρίβεια το μέσον και αποτίνει φόρο τιμής στη μνήμη: ο κόσμος είναι μια σκηνή, η απατηλή ενότητα του έργου διαρρηγνύεται και η «παράσταση» των ηρώων/ηθοποιών συνίσταται στην παρακολούθηση των γεγονότων, αλλά και στη δυνατότητά τους να αναδιατάσσουν τον ιστορικό χρόνο – ως εξόριστοι που έρχονται από το μυθικό παρελθόν για να μαρτυρήσουν την αλήθεια. Ένα πραγματικά πρωτοποριακό φιλμ-ποταμός, ουσιαστικά συγκινητικό παρά την αποστασιοποίηση που εφαρμόζει, ο Θίασος είναι η κατά τεκμήριο πληρέστερη και πιο αντιπροσωπευτική ταινία του σκηνοθέτη και σεναριογράφου. Τιμήθηκε για την παραγωγή, τη σκηνοθεσία, το σενάριο και τις ερμηνείες του Βαγγέλη Καζάν και της Εύας Κοταμανίδου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ βραβεύτηκε σε δεκάδες διεθνή φεστιβάλ, αποσπώντας σταθερά την προτίμηση των απανταχού ενώσεων κριτικών.
ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙ (1977)
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1977, κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μια ομάδα κυνηγών βρίσκει το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Αν και έχουν περάσει 30 χρόνια, το αίμα τρέχει ακόμη από τις πληγές και, αφού η παρέα μεταφέρει ένα πτώμα σημασιολογικά φορτισμένο, σύμβολο της συλλογικής τους συνείδησης, στο ξενοδοχείο όπου διαμένουν, θα ανακαλέσουν σε μορφή εξομολόγησης και ανάκρισης τα φαντάσματα και τους φόβους του παρελθόντος. Μια αλληγορία της αστικής τάξης σε μια ταινία υφολογικά και θεματολογικά μεταβατική, που απέσπασε την κορυφαία διάκριση στο Φεστιβάλ του Σικάγο.
Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (1980)
Μια ακόμη πιο σημαδιακή παραμονή Πρωτοχρονιάς, το 1900, δραπετεύει από τη φυλακή καβάλα σε ένα άσπρο άλογο ο επικίνδυνος ληστής Μεγαλέξανδρος, όπως τον αποκαλεί ο λαός που βλέπει στο πρόσωπό του το σύμβολο των λαϊκών εξεγέρσεων. Αφού απάγει μια ομάδα Άγγλών διπλωματών και τους κρατά ομήρους, ο κουρασμένος ηγέτης χαιρετίζεται από τους κατοίκους του χωριού του ως ήρωας και λυτρωτής, σε μια ευχάριστη συγκυρία που δεν θα διαρκέσει για πολύ. Με πρωταγωνιστή τον Ομέρο Αντονούτι, ο ιχνηλάτης Θόδωρος Αγγελόπουλος μετασχηματίζει τη ρήση «Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της» σε ένα επικό σλάλομ ανάμεσα στους θρύλους και τη σύγχρονη πραγματικότητα με εξόχως συμβολικό φινάλε, αργούς ρυθμούς και τιμητικό Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ (1984)
Ο Αλέξανδρος (Τζούλιο Μπρόγκι) βρίσκεται σε αναζήτηση ενός ηλικιωμένου ηθοποιού. Τον συναντά τελικά σε ένα οπωροπωλείο και η ταινία του μπορεί να αρχίσει. Εδώ ο σκηνοθέτης τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στο σενάριο. Ο Αλέξανδρος υποδέχεται τον πατέρα του, τον Σπύρο (Μάνος Κατράκης), πρώην κομμουνιστή που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από 32 χρόνια εξορίας στην ΕΣΣΔ χάρη στην αμνηστία που αποδόθηκε με την πτώση της δικτατορίας το 1974. Ο Σπύρος ξαναβρίσκει τη γυναίκα του, την Κατερίνα (Δώρα Βολανάκη), το σπίτι του και κάποιους παλιούς συντρόφους. Με το ταξίδι στο όνειρο, ο Αγγελόπουλος ξεκινά την Τριλογία της Σιωπής, τη γενεακή κριτική, τη μείξη της μυθοπλασίας (ή της φαντασίας) με τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής στο περιθώριο, και την βουβή οδύνη της μοναξιάς και της αγωνίας.
Ο ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ (1986)
Ο Σπύρος, που είναι δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, περνά όλη του τη ζωή εκεί, μετά τον γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του, που θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα. Έτσι, αρχίζει κι αυτός το «ταξίδι» του, εγκαταλείποντας τη διδασκαλία, το σπίτι και τη γυναίκα του. Διασχίζοντας, λοιπόν, όλη τη χώρα με τις κυψέλες του, όπως έκανε ανέκαθεν η οικογένειά του. Η συνάντησή του, όμως, με μια κοπέλα, θα ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Με τους σταθερούς του συνεργάτες Γιώργο Αρβανίτη στη φωτογραφία, Μικέ Καραπιπέρη στα σκηνικά και Ελένη Καραΐνδρου στη μουσική, την πολύτιμη προσθήκη του Τονίνο Γκουέρα στο σενάριο και ερμηνευτή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Μελισσοκόμος συνεχίζει την προβληματική του υπαρξιακού ταξιδιού (ως αντίθεση με την επιστροφή στον τόπο της μνήμης), προσωποποιώντας την ιδεολογική σύγκρουση.
ΤΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (1988)
Η ιστορία της ταινίας περιστρέφεται γύρω από δύο παιδιά, τη Βούλα και τον Αλέξανδρο, που αποφασίζουν να ταξιδέψουν μόνα τους στη μυθική Γερμανία, καθώς πιστεύουν ότι εκεί θα βρουν τον πατέρα τους, τον οποίο επιθυμούν διακαώς να συναντήσουν. Από την περιπλάνηση δυο αθώων ψυχών και τον κομμένο δείκτη του Μικελάντζελο που μεταφέρεται με ελικόπτερο, ως το tree-hugging φινάλε, τα συμβολικά σημεία του αγγελοπουλικού σινεμά εντείνονται σε αφαιρετικό επίπεδο, καθώς συγκρούεται η ελπίδα με την απαισιοδοξία. Αργυρός Λέων στο Φεστιβάλ Βενετίας και βραβείο Felix καλύτερης ταινίας από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία.
ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΡΓΟΥ (1991)
Ένας νεαρός ρεπόρτερ συναρπάζεται από τη φυσιογνωμία ενός ηλικιωμένου πρόσφυγα που ζει σχεδόν ασκητικά σε μια μικρή συνοριακή πόλη. Χωρίς να διευκρινίζει την πόλη όπου τοποθετείται η ταινία, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος φτιάχνει ένα έργο-μεταίχμιο πάνω στην απελπισία του τέλους του 20ού αιώνα και τη διασταύρωση δύο όμορων πολιτισμών. Η κατάθεση της σύγχυσης των πολιτιστικών και πολιτικών συνόρων με πρωταγωνιστές τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και τη Ζαν Μορό επισκιάστηκε από τους θορυβώδεις αφορισμούς του μητροπολίτη Καντιώτη και τη μιντιακή περιπέτεια που προκάλεσε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στη Φλώρινα.
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ (1995)
Ένας Έλληνας σκηνοθέτης, που τον ενσαρκώνει ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, γυρίζει από την εξορία και ξεκινά ένα μεγάλο ταξίδι, αναζητώντας τρεις χαμένες μπομπίνες φιλμ των αδλεφών Μανάκη, των πρωτοπόρων κινηματογραφιστών που έφεραν τον κινηματογράφο στα Βαλκάνια στις αρχές του 20ού αιώνα. Με πρόεδρο της κριτικής τη Ζαν Μορό, το Φεστιβάλ Καννών έκρινε το Underground του Εμίρ Κουστουρίτσα άξιο του Χρυσού Φοίνικα, κάτι που δυσαρέστησε εμφανώς τον Έλληνα σκηνοθέτη όταν παρέλαβε το δεύτερο βραβείο, τη χρονιά που τα Βαλκάνια μονοπώλησαν το ενδιαφέρον στο μεγαλύτερο φεστιβάλ του κόσμου, από δυο εντελώς διαφορετικές οπτικές γωνίες.
ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ (1998)
Άλλος ένας Αλέξανδρος (Μπρούνο Γκανζ), ένας απογοητευμένος, κουρασμένος συγγραφέας που ασχολείται με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού, δανείζεται μια μέρα πέρα από την αιωνιότητα για να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση σε ένα παιδί των φαναριών. Η υπερ-στοχαστική ανθλογία της προβληματικής και της φορμαλιστικής αναζήτησης του Θόδωρου Αγγελόπουλου απέσπασε ομόφωνα τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών και ο σκηνοθέτης, αντικρίζοντας τον Τόμας Βίντερμπεργκ, περιχαρή για το βραβείο της επιτροπής που είχε κερδίσει για την Οικογενειακή Γιορτή, στη συνέντευξη Τύπου, αμέσως μετά τη βράβευσή του, είπε: «Κοιτάξτε αυτόν τον σκηνοθέτη, όμορφο σα μοντέλο, είναι το μέλλον του σινεμά – το δικό μου πεθαίνει».
ΤΡΙΛΟΓΙΑ 1: ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΠΟΥ ΔΑΚΡΥΖΕΙ (2004)
Μια ομάδα ξεριζωμένων Ελλήνων της Οδησσού φτάνει σε έναν βαλτότοπο της Ελλάδας που ορίζεται από ένα ποτάμι που τον διασχίζει. Οι πρόσφυγες στεριώνουν εκεί έναν οικισμό, προσπαθώντας να ξανακτίσουν τη ζωή τους. Μια οικογένεια κυριαρχεί. Ο πατέρας αυστηρός και πείσμων, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, θα θελήσει να παντρευτεί την Ελένη, ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε στο σπίτι του αφού το είχαν περιμαζέψει στο φευγιό τους μέσα στον χαμό του διωγμού. Ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ και η Ελένη το σκάει με τον γιο του, που αγαπιούνται από παιδιά.
Το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που δεν ολοκληρώθηκε, καθώς ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έφυγε αδόκητα από τη ζωή στα γυρίσματα της «Άλλης Θάλασσας», μεταφέρει στη σύγχρονη πραγματικότητα τον μύθο των Λαβδακιδών.
ΤΡΙΛΟΓΙΑ 2: Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (2008)
Ο Α, ένας Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, γυρίζει ταινία για τη μητέρα του, την Ελένη. Οι αναμνήσεις συγχέονται με την ιστορία του κόσμου κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και με ένα ερωτικό ειδύλλιο. Με πρωταγωνιστή τον Γουίλεμ Νταφό, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος φέρνει και πάλι την Ιστορία στο προσκήνιο στο κύκνειο άσμα του και προβληματίζεται για τη (δι)έξοδο από τον μηδενισμό του υλισμού κα την αξιακή κατάρρευση, περισσότερο με θεωρητικό σεναριακό σχήμα, παρά με την κωδικοποιημένη οπτική γλώσσα του.