Παρόλο που ο κόσμος σήμερα έχει επανεκτιμήσει το έργο των σουρεαλιστών γυναικών δημιουργών όπως η Λεονόρα Κάρινγκτον, η Ντοροθέα Τάνινγκ και η Ρεμέντιος Βάρο, το έργο της Άλις Ραχόν παραμένει ακόμα στη σκιά.
Η Ραχόν επισκιάστηκε από τον σύζυγό της, όπως η Τάνινγκ από τον Μαξ Έρνστ. Μόλις τα τελευταία χρόνια η έμπορος έργων τέχνης Γουέντι Νόρις, που έχει συμβάλει όσο λίγοι στην επανεξέταση του έργου διαφόρων καλλιτέχνιδων, διοργάνωσε την έκθεση «Uncovering Alice Rahon» με έργα της που δεν είχαν εκτεθεί για χρόνια, ανοίγοντας παράλληλα τη συζήτηση ώστε να γνωρίσουμε και να επανεξετάσουμε το έργο της.
Η Άλις Ραχόν ανήκε στους καλλιτέχνες μιας ιστορικής στιγμής της τέχνης που προέκυψε το 1940, καθώς μια διεθνής κοινότητα καλλιτεχνών εγκαταστάθηκε στο Μεξικό για να ξεφύγει από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη. Έγινε ενεργό μέλος μιας ομάδας εξόριστων Ευρωπαίων υπερρεαλιστών, μεταξύ των οποίων οι Ρεμέντιος Βάρο, Μπενζαμέν Περέ, Κάτι Χόρνα, Λεονόρα Κάρινγκτον.
Η Ραχόν εξέθεσε για τελευταία φορά σε γκαλερί τη δεκαετία του 1970, στην Πόλη του Μεξικού, και έκτοτε λησμονήθηκε. Η εικονογραφική της γλώσσα, η πλούσια υφή του έργου της και η αστραφτερή του ποιότητα ξεχάστηκαν μέχρι τα μισά της προηγούμενης δεκαετίας.
Η δουλειά της απέχει πολύ από αυτή των ομοτέχνων της. Έχτισε μια διαχρονική σύνδεση μεταξύ των πολιτιστικών ρευμάτων μέσω μιας ποιητικής και πνευματικής τέχνης και κατάφερε να κατανοήσει την τέχνη στην πιο αγνή της κατάσταση: ως απελευθερωμένη και βαρυσήμαντη ομορφιά. Την έλκυε το φως και το χρώμα και καθιέρωσε έναν συνεχή διάλογο μεταξύ ζωγραφικής και ποίησης. Οι δημιουργίες της συνδύαζαν μεξικανικά τοπία, μύθους, θρύλους και φιέστες, ενώ ήταν πρωτοπόρος στη χρήση άμμου στους καμβάδες της.
Η Ραχόν εξέθεσε για τελευταία φορά σε γκαλερί τη δεκαετία του 1970, στην Πόλη του Μεξικού, και έκτοτε λησμονήθηκε. Η εικονογραφική της γλώσσα, η πλούσια υφή του έργου της και η αστραφτερή του ποιότητα ξεχάστηκαν μέχρι τα μισά της προηγούμενης δεκαετίας. Όμως είναι η πρώτη που γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιεί άμμο και θρυμματισμένη ηφαιστειακή πέτρα αναμεμειγμένη με λάδι στους καμβάδες της τη δεκαετία του 1940 – ο Ρουφίνο Ταμάγιο και ο Φρανσίσκο Τολέδο πήραν αυτή την τεχνική από εκείνη.
Γεννημένη το 1904 στο χωριό Chenecey-Buillon της ανατολικής Γαλλίας, όταν ήταν περίπου τριών ετών είχε ένα σοβαρό ατύχημα που την έβαλε σε γύψο για καιρό και επηρέασε την υπόλοιπη ζωή της. Είχε ένα κάταγμα στο δεξί ισχίο, το οποίο την ανάγκασε να αναρρώνει ξαπλωμένη για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αυτό την απομόνωσε από τα άλλα παιδιά, και περνούσε τον χρόνο της στον κήπο της οικογένειας διαβάζοντας, γράφοντας και ζωγραφίζοντας. Η απομόνωση αυτή επαναλήφθηκε και ενισχύθηκε όταν έπεσε και έσπασε το πόδι της ξανά σε ηλικία δώδεκα ετών.
Μεγαλώνοντας, έγινε μια ανεξάρτητη και χαρισματική νεαρή γυναίκα με θαυμαστό ταλέντο, και στα είκοσί της χρόνια μετακόμισε στο Παρίσι, όπου δημιούργησε αρχικά καπέλα για τη σχεδιάστρια μόδας Έλσα Σκιαπαρέλι. Γνωρίστηκε με τον Μαν Ρέι, για τον οποίο έκανε το μοντέλο, και έγινε φίλη με τον Χοάν Μιρό. Το 1931 γνώρισε τον Αυστριακό ζωγράφο Βόλφγκανγκ Πάαλεν, έναν εξέχοντα εκφραστή του σουρεαλισμού, ο οποίος την έβαλε στον κύκλο των σουρεαλιστών με επικεφαλής τον Αντρέ Μπρετόν. Παντρεύτηκε με τον Πάαλεν το 1934 και έκαναν μαζί ταξίδια στην Ισπανία, την Ινδία και τον βορειοδυτικό Ειρηνικό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, γνωρίζοντας τους κύκλους της πρωτοπορίας. Είχε μια σύντομη σχέση με τον Πάμπλο Πικάσο, η οποία έληξε όταν ο Πάαλεν απείλησε να αυτοκτονήσει.
Γράφοντας ποίηση ως Άλις Πάαλεν, πέρασε τη δεκαετία του 1930 ανάμεσα στους Παριζιάνους σουρεαλιστές. Το 1936, ο Μπρετόν μεσολάβησε για την έκδοση του πρώτου της βιβλίου, «À même la terre», που το κοσμούσε μια γκραβούρα του Ιβ Τανγκί. Μια δεύτερη ποιητική συλλογή, με τίτλο «Sablier couché», κυκλοφόρησε το 1938 με ένα χαρακτικό του Μιρό. Ο τρίτος και τελευταίος ποιητικός της τόμος εκδόθηκε το 1941, με τίτλο «Noir animal», συνοδευόμενος από ένα πορτρέτο της φιλοτεχνημένο από τον Πάαλεν. Ακούγοντας για το ενδιαφέρον της για την προϊστορική τέχνη, ο Μιρό της πρότεινε το 1933 να επισκεφθούν μαζί την Αλταμίρα της Ισπανίας. Η συνάντησή της με τις πολυχρωματικές σπηλαιογραφίες θα αποδεικνυόταν καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξή της ως εικαστικού.
Μια δεύτερη συνάντηση ήταν εξίσου μεταμορφωτική. Το 1939, η Ραχόν συνάντησε στο Παρίσι τη Φρίντα Κάλο, η οποία την προσκάλεσε στο Μεξικό. Με τα σύννεφα του πολέμου να πυκνώνουν πάνω από την Ευρώπη, εκείνη και ο Πάαλεν αναχώρησαν μαζί με την Ελβετίδα φωτογράφο Εύα Σούλτζερ για τη Βρετανική Κολομβία και κατευθύνθηκαν νότια μέσω της Αλάσκας και κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού, στην Πόλη του Μεξικού, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Η τέχνη των ιθαγενών που μελέτησε σε αυτό το ταξίδι ανανέωσε το ενδιαφέρον της για την εικαστική έκφραση. Μετά το 1941 θα αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη ζωγραφική.
Έγινε φίλη με τη Φρίντα Κάλο και τον Ντιέγκο Ριβέρα. Με την Κάλο μοιράστηκε τις απογοητεύσεις ενός εύθραυστου σώματος και την αδυναμία να κάνει παιδιά, καθώς και τη χρήση της τέχνης και της συγγραφής για να περάσει η ώρα της όταν ήταν απομονωμένη από όλους. Η σχέση της με την Κάλο οδήγησε αργότερα στη δημιουργία ενός πίνακα με τίτλο «La balada para Frida Kahlo». Η Ραχόν αποφάσισε να μην επιστρέψει στην Ευρώπη και έγινε Μεξικανή υπήκοος το 1946.
Μπορεί κανείς να διακρίνει τις επιρροές των φίλων της, Πάουλ Κλέε και Χοάν Μιρό, στο πρώιμο έργο της, αλλά οι βαθύτερες εμπνεύσεις της προέρχονται από τους ανώνυμους καλλιτέχνες της Αλταμίρα και τους αυτόχθονες καλλιτέχνες της αμερικανικής ηπείρου. Χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα (μελάνι, γκουάς, κραγιόνια, άμμο, κονιορτοποιημένο ηφαιστειακό πέτρωμα, σύρμα) και αντικείμενα που βρέθηκαν, όπως φτερά, φύλλα, φτερά πεταλούδας, η Ραχόν δημιούργησε εικόνες που έχουν τις ρίζες τους σε τοπία και ξεχειλίζουν από μαγεία και τελετουργίες. Χρησιμοποίησε την τεχνική του σγκραφίτο (sgraffito), ξύνοντας την επιφάνεια των πινάκων της. Το αποτέλεσμα είναι μια εικονογραφία ταυτόχρονα οικουμενική και προσωπική, μυστηριώδης και άμεση, γεμάτη ιστορίες και μυστικά. Το έργο της είναι ταυτόχρονα μια πρόκληση και μια άμεση, αδιαμεσολάβητη εμπειρία του θαυμαστού.
Το εικαστικό λεξιλόγιο που δημιούργησε η Ραχόν κατά τη διάρκεια της καριέρας της ως ζωγράφου μπορεί να θεωρηθεί ως εκπλήρωση της πρώιμης δέσμευσής της στη γλώσσα. Όπως και η ποίησή της, οι πίνακές της πλέκουν σύμβολα, χρώματα και υφές σε λεπτούς συνδυασμούς παραστατικότητας και αφαίρεσης. Σύγχρονα ανάλογα των πετρογλυφικών που τα ενέπνευσαν, οι πίνακές της είναι εκφράσεις μιας καλλιτεχνικής ευαισθησίας που φτάνει από τον κενό καμβά του παρόντος στις σπηλαιώδεις εσοχές της προϊστορίας.
Όταν άρχισε να ζωγραφίζει, καταξιώθηκε σχεδόν αμέσως ως καλλιτέχνης.Το Μουσείο Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο παρουσίασε την πρώτη από τις δύο ατομικές μουσειακές εκθέσεις του έργου της το 1945. Κατά τη διάρκεια της ζωής της δημιούργησε περίπου 750 έργα τέχνης και εξέθεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό, καθώς και στο Παρίσι και τον Λίβανο. Έκανε τακτικά εκθέσεις σε διακεκριμένες γκαλερί, μεταξύ των οποίων η Art of This Century της Peggy Guggenheim στη Νέα Υόρκη, η Caresse Crosby στην Ουάσινγκτον, οι Stendhal και Copley Galleries στο Λος Άντζελες και η Galería de Arte Mexicano στην Πόλη του Μεξικού.
Η κοινωνική της ζωή περιστρεφόταν γύρω από φίλους σε διάφορους καλλιτεχνικούς, πνευματικούς κύκλους εξόριστων, τους οποίους είχε γνωρίσει στην Ευρώπη. Μέχρι τη δεκαετία του 1950, οι φιλίες αυτές περιλάμβαναν τους Ρουφίνο Ταμάγιο, Κάρλος Μερίντα, Οκτάβιο Πας, Χένρι Μίλερ, Αναΐς Νιν, Χένρι Μουρ, ενώ διατηρούσε επίσης επαφές με ομάδες καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια.
Απομονώθηκε στη μετέπειτα ζωή της λόγω προβλημάτων υγείας. Το 1967 είχε άλλο ένα ατύχημα: αυτήν τη φορά έπεσε από τις σκάλες στα εγκαίνια μιας έκθεσης στην Galería Pecanins στην Πόλη του Μεξικού. Τραυματίστηκε στη σπονδυλική στήλη, αλλά αρνήθηκε την ιατρική περίθαλψη, δηλώνοντας ότι οι γιατροί την είχαν βασανίσει αρκετά όταν ήταν παιδί. Ο τραυματισμός της την έκανε να γίνει ερημίτισσα και στο σπίτι της στο Tlaquepaque την επισκέπτονταν μόνο λίγοι φίλοι, όπως η Εύα Σούλτζερ. Έζησε περιτριγυρισμένη από αναμνηστικά της ζωής της, όπως βιβλία υπογεγραμμένα από τον Μπρετόν, τον Πολ Ελιάρ, ποιήματα του Πικάσο, επιστολές του Χένρι Μουρ και της Αναΐς Νιν, πίνακες αφιερωμένους από τον Ιβ Τανγκί και τον Πάαλεν, καθώς και παλιές φωτογραφίες. Το 1987 δεν μπορούσε πλέον να φροντίσει τον εαυτό της στο σπίτι και εισήχθη σε οίκο ευγηρίας. Αρνούμενη το φαγητό, πέθανε τέσσερις μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1987.
Το 2012, η Aubé Breton Elléouët, κόρη του Αντρέ Μπρετόν, δημιούργησε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο της Άλις Ραχόν με τίτλο «Alice Rahon, l'abeille noire» («Άλις Ραχόν: Η μαύρη μέλισσα»). Το Ινστιτούτο Ερευνών Getty απέκτησε το σύνολο του αρχείου της. Τον Αύγουστο του 2021, το NYRB Poets κυκλοφόρησε μια ολοκληρωμένη συλλογή ποίησης της Ραχόν, σε μετάφραση της Mary Ann Caws, η οποία περιλαμβάνει νεοανακαλυφθέντα ποιήματά της και επιστολές προς αυτήν από τον Πικάσο, τον Μπρετόν και τον Πάαλεν, μεταξύ άλλων.