Η ίδια προτιμούσε να την αποκαλούν art-worker αντί για artist. Κοσμοπολίτισσα, Εβραία, στρατευμένη στο αντιφασιστικό κίνημα, σουρεαλίστρια και πολεμική ανταποκρίτρια, που έζησε στη Γαλλία, την Ισπανία και το Μεξικό, η Κάτι Χόρνα ανήκει στην εκλεκτή ομάδα των Ούγγρων φωτογράφων, συμπεριλαμβανομένων των André Kertész, Robert Capa, Eva Besnyö, László Moholy-Nagy, Nicolás Muller, Brassaï, Rogi André, Ergy Landau και Martin Munkácsi, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω των συγκρούσεων και των κοινωνικών αναταραχών της δεκαετίας του 1930.
Είναι η εποχή που η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία κατέρρευσε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Συνθήκη του Τριανόν που ακολούθησε, καθορίζοντας τα σημερινά σύνορα της Ουγγαρίας, με αποτέλεσμα την απώλεια του 71% του εδάφους της, του 58% του πληθυσμού της και του 32% των Ούγγρων.
Η Χόρνα έζησε μια περιπετειώδη ζωή, ενώ ανέπτυξε ένα ιδιότυπο ύφος επηρεασμένο από την επανάσταση, την εξορία και την απώλεια. Μπορεί να άργησε να αναγνωριστεί και για χρόνια ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς της δεν είχε αποκαλυφθεί ενώ όλοι θεωρούσαν ότι χάθηκε κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου.
Το φωτογραφικό αρχείο που ήρθε στο φως μετά από δεκαετίες, παρέμεινε κρυμμένο στην Ολλανδία, όπου είχε αποσταλεί με άλλα ντοκουμέντα προκειμένου να μην καταστραφούν από το φρανκικό καθεστώς. Η παραγωγή της ήταν τεράστια, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στο Μεξικό.
Η ίδια η Χόρνα είχε διασώσει 250 αρνητικά που πούλησε στο ισπανικό κράτος το 1983, έχοντας προηγουμένως καταφύγει από την Ισπανία στη Γαλλία και από εκεί μαζί με τον σύζυγό της στο Μεξικό για να γλιτώσει από τη ναζιστική κατοχή, και σήμερα διατηρούνται στο Centro Documental de la Memoria Histórica de España, στη Σαλαμάνκα.
Ο τρόπος με τον οποίο φωτογράφιζε άλλαξε και τον τρόπο με τον οποίο πολλοί έβλεπαν τον πόλεμο. Κατάφερε να συλλάβει τα συναισθήματα των αμάχων και των γυναικών σε μια αυστηρά «ανδρική υπόθεση» όπως ήταν ο πόλεμος.
Μόλις το 2019, σε 48 ξύλινα κιβώτια βρέθηκαν 500 αρνητικά του 1937 και 1938, όταν η Χόρνα κάλυπτε τον ισπανικό εμφύλιο για λογαριασμό της Αναρχικής Ομοσπονδίας της Ιβηρικής, κρυμμένα ή φυλαγμένα μαζί με τα αρχεία της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ισπανών Εργατών. Η Χόρνα φωτογράφιζε την ίδια εποχή με τους Ρόμπερτ Κάπα, Γκέρντα Τάρο και Ντέιβιντ Τσιμ Σίμουρ, τα αρχεία των οποίων αποκαλύφθηκαν το 2007, αλλά δεν έφτασε ποτέ στην πρώτη γραμμή. Η δική της αφήγηση αφορά τα μετόπισθεν, τις λεπτομέρειες της ιστορίας και τα παραλειπόμενά της.
Μαρτυρούν την πραγματικότητα της σύγκρουσης στο μέτωπο καθώς και, πάνω απ 'όλα, την καθημερινή ζωή για τον άμαχο πληθυσμό μέσω ενός οράματος που εμπεριείχε ενσυναίσθηση για το περιβάλλον και τους ανθρώπους. Δεσμευμένη σε έναν αναρχικό σκοπό, έγινε η συντάκτρια του περιοδικού Umbral, όπου θα συναντούσε τον μελλοντικό σύζυγό της, τον Ανδαλουσιανό αναρχικό José Horna, και εργάστηκε στο πολιτιστικό περιοδικό της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, Libre-Studio. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Tierra y Libertad, Tiempos Nuevos και Mujeres Libres. Εκείνη την εποχή, το έργο της διακρίθηκε από τα φωτομοντάζ του, τα οποία έχουν τόσο συμβολικό όσο και μεταφορικό χαρακτήρα.
Η Χόρνα κατέγραψε την καθημερινότητα δίπλα στον θάνατο που προϋπέθετε και την προσωπική της εμπλοκή στην απεικόνιση. Δουλεύοντας για τους αναρχικούς, ως στρατευμένη καλλιτέχνης, οι φωτογραφίες της χρησίμευαν ως απάντηση στη δυσφημιστική προπαγάνδα του Φράνκο κατά των αντιφασιστικών δυνάμεων.
Ο τρόπος με τον οποίο φωτογράφιζε άλλαξε και τον τρόπο με τον οποίο πολλοί έβλεπαν τον πόλεμο. Κατάφερε να συλλάβει τα συναισθήματα των αμάχων και των γυναικών σε μια αυστηρά «ανδρική υπόθεση» όπως ήταν ο πόλεμος.
Γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1912 σε μια οικογένεια της ανώτερης μεσαίας τάξης. Κατοικούσαν στη Βούδα και όταν πέθανε ο πατέρας της, η φωτογραφία της προσέφερε τα μέσα για να κερδίσει τα προς το ζην και την ευκαιρία να εκπληρώσει τα πολιτικά της ιδανικά. Η βία γύρω της, ο κίνδυνος και η αδικία εκείνης της εποχής επηρέασαν βαθιά την ιδεολογία της. Κοινωνικά αφοσιωμένη, ήταν ήδη μαθήτρια του József Pécsi όταν ξεκίνησε να φωτογραφίζει, σε ηλικία 21 ετών, και επηρεάστηκε από τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά κινήματα της δεκαετίας του 1930, τον ρωσικό κονστρουκτιβισμό, το Bauhaus, τον σουρεαλισμό και το γερμανικό κίνημα της Νέας Αντικειμενικότητας.
Ήταν έφηβη όταν συνάντησε τον Ρόμπερτ Κάπα στη Βουδαπέστη και η φιλία τους διήρκεσε μέχρι το τέλος της ζωής του Κάπα το 1954. Όταν ο Κάπα μετακόμισε στο Παρίσι, το 1933, έστρεψε ως φωτογράφος την προσοχή της στους δρόμους και τα καφέ της γαλλικής πρωτεύουσας. Έκανε αρκετά ρεπορτάζ για τη γαλλική Agence Photo, ενώ οι δουλειές της, Flea Markets (1933) και Cafes de Paris (1934), είναι παγκοσμίως γνωστές και δημοφιλείς.
Εκτός από τη φωτογράφιση ρεαλιστικών σκηνών, ανέπτυξε επίσης περισσότερα πειραματικά έργα, πιο κοντά στον Σουρεαλισμό. Παρόλο που κέρδισε μεγάλη δημοτικότητα με τη δουλειά της, προτίμησε να μείνει έξω από το προσκήνιο και να εργαστεί σε μικρότερους οργανισμούς όπως η Umbral.
Το 1937, κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, μετακόμισε στη Βαρκελώνη και η ισπανική κυβέρνηση της ανέθεσε να τεκμηριώσει τον πόλεμο, καθώς και την καθημερινή ζωή των κοινοτήτων στην πρώτη γραμμή, όπως η Αραγονία, η Βαλένθια, η Μαδρίτη.
Μεταξύ 1937 και 1939, η Κάτι Χόρνα κάλυψε τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο με μεγάλη ευαισθησία. Η ισπανική Δημοκρατική κυβέρνηση της ζήτησε να παράγει εικόνες σχετικά με τον εμφύλιο. Έτσι, τα δυο αυτά χρόνια φωτογράφησε τα μέρη όπου συνέβησαν τα μεγάλα γεγονότα του πολέμου, στην επαρχία της Αραγονίας, στις πόλεις της χώρας (Βαλένθια, Μαδρίτη, Βαρκελώνη και Λέριδα), καθώς και ορισμένα στρατηγικά χωριά στη Δημοκρατία της Ισπανίας.
Η Κάτι Χόρνα επέστρεψε στο Παρίσι το 1939. Ο σύζυγός της, ο Ανδαλουσιανός καλλιτέχνης γλύπτης και τεχνίτης Χοσέ Χόρνα, εγγράφηκε στο τμήμα Έμπρα που κάλυπτε την υποχώρηση των Ισπανών πολιτών στη Γαλλία. Τον Οκτώβριο, μόλις έφτασε στο Prats-de-Mollo, στα Γαλλικά Πυρηναία, φυλακίστηκε σε στρατόπεδο Ισπανών προσφύγων. Η Κάτι Χόρνα κατάφερε να τον απελευθερώσει. Έφυγαν για το Παρίσι αλλά σύντομα αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Γαλλία για το Μεξικό. Το Μεξικό θα γίνει η δεύτερη πατρίδα της.
Όταν κατέφυγε στο Μεξικό ήρθε σε επαφή με καλλιτέχνες που είχαν καταφύγει εκεί όπως οι Remedios Varo, Benjamín Péret, Emeric Chiki Weisz, Edward James, Tina Modotti και Leonora Carrington. Έγινε επίσης η μεγάλη πορτρετίστρια της μεξικανικής λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
Τα έργα από εκείνη την περίοδο και έπειτα είναι πιο πειραματικά και ελεύθερα, παράλληλα διερεύνησε την αρχιτεκτονική και φωτογράφισε με το μοναδικό της στιλ τα δημόσια κτίρια, ενώ επεκτάθηκε και στην καταγραφή κατεστραμμένων και ερειπωμένων κτιρίων. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος για περιοδικά όπως τα Todo (1939), Nosotros (1944-1946), Mujeres (1958-1968), S.nob (1962) και Diseño (1968-1970).
Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής της δίδαξε φωτογραφία στο Universidad Iberoamericana και στο San Carlos Academy (Univesidad Nacional Autónoma de México), όπου εκπαίδευσε μια ολόκληρη γενιά σύγχρονων φωτογράφων. Παράλληλα με τα ρεπορτάζ της, δημιούργησε διαφορετικές σειρές φωτογραφιών που την οδήγησαν να ανακαλύψει το μεγάλο πάθος της για μια ποιητική αφήγηση με ένα επαναλαμβανόμενο θέμα με μάσκες και κούκλες.
Η θρυλική αυτή φωτογράφος κατάφερε να επικεντρωθεί στα παρασκήνια του πολέμου, αποτυπώνοντας όπως κανένας άλλος τον αντίκτυπο που είχε στις γυναίκες και τα παιδιά, και να γίνει η χρονογράφος μιας ολόκληρης περιόδου στα μετόπισθεν, που μένει συνήθως στο σκοτάδι.
Η Κάτι Χόρνα πέθανε στο Μεξικό, τον Οκτώβριο του 2000.