Στη νουβέλα του Τόμας Πίντσον «Η Συλλογή των 49 στο σφυρί» υπάρχει μια σκηνή στην οποία ο πρωταγωνιστής θυμάται ότι κλαίει μπροστά σε έναν πίνακα της Ρεμέντιος Βάρο με τίτλο «Bordando el manto terrestre» («Κεντώντας τον μανδύα της Γης»).
Στη δημιουργό αυτού του έργου, μια φιλοπερίεργη και εκκεντρική για την εποχή της ζωγράφο που αντλούσε έμπνευση από τις εικόνες του σουρεαλισμού, τον Ιερώνυμο Μπος και τον Γκόγια, τις αλχημικές μεθόδους, τις επιστημονικές εφευρέσεις, που ανακάτευε έννοιες από διαφορετικά πεδία γνώσης και τις μετέτρεπε σε εικόνες με αχαλίνωτη φαντασία και υλική μαγεία αφιερώνει το Art Institute of Chicago την έκθεση «Remedios Varo: Science Fictions». Είναι η πρώτη μουσειακή έκθεση αφιερωμένη σε αυτήν στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2000 και συγκεντρώνει περισσότερους από είκοσι πίνακες που δημιούργησε η Βάρο στο Μεξικό από το 1955 έως τον πρόωρο θάνατό της από ανακοπή καρδιάς το 1963 σε ηλικία 54 ετών, μαζί με υλικό από το αρχείο της, σημειωματάρια, σκίτσα, λεπτομερείς μελέτες, εφήμερα και προσωπικά αντικείμενα, έχοντας ως στόχο τη βαθύτερη κατανόηση της ξεχωριστής και ποικίλης πρακτικής της.
Συμβολικά αντικείμενα, μυθολογικά και σουρεαλιστικά θέματα, δοσμένα με εξαιρετική τεχνική και κλασική τεχνοτροπία, φανερώνουν όψεις του κόσμου μίας από τις πιο παραγωγικές, παράξενες και παραληρηματικές ζωγράφους στην Ιστορία της Τέχνης.
Ο τίτλος της έκθεσης παραπέμπει στις εντάσεις και στις δυνατότητες που συνδύασε η Βάρο στο έργο της, καθώς αναζητούσε να οπτικοποιήσει «κρυφές εντολές» και αθέατες αλήθειες σε πίνακες που μοιάζουν με εικαστικό κατόρθωμα.
Όταν πέθανε, ο Αντρέ Μπρετόν είπε «ο σουρεαλισμός διεκδικεί όλο το έργο μιας μάγισσας που έφυγε πολύ νωρίς». Η Βάρο ανέπτυξε στενή φιλία με τη Βρετανή ζωγράφο Λεονόρα Κάρινγκτον και την Ουγγαρέζα φωτογράφο Κάτι Χόρνα, όταν, ως εξόριστες από την Ευρώπη, βρέθηκαν και έζησαν στο Μεξικό. Έμειναν φίλες ως το τέλος της ζωής τους και λόγω της ροπής τους προς τη μαγεία, την αλχημεία και τον αποκρυφισμό έγιναν γνωστές ως «οι τρεις μάγισσες».
Δύσκολα μπορεί κάποιος να κατατάξει το έργο της· τη διεκδικούν οι σουρεαλιστές, αλλά εκείνη έλεγε: «Σήμερα δεν ανήκω σε καμία ομάδα. Ζωγραφίζω αυτό που μου έρχεται και αυτό είναι όλο».
Όταν απομακρύνθηκε από την ακαδημαϊκή ζωγραφική την τράβηξαν η μελέτη του αποκρυφιστικού και αλχημικού μυστικισμού, ο κόσμος των παραμυθιών, η ανθρωπολογία, η αστρονομία και η φροϊδική ψυχανάλυση. Άρχισε να δημιουργεί ανθρώπους και ζώα που εμφανίζονται ως ουράνιες προβολές συνδεδεμένες με έναν αστερισμό που διαπερνά τους τοίχους ενός άδειου εσωτερικού χώρου, ανθρωπόμορφα ζώα σε μαγικές ατμόσφαιρες, γυναίκες που τοποθετούν κρυστάλλους σε μια πεντάλφα, κορίτσια που υφαίνουν χρυσοποίκιλτους μανδύες πάνω από πόλεις, τοπία που αποτελούνται από όνειρα, φαντασία και, γιατί όχι, λίγη τρέλα.
Οι πίνακές της μπορεί επίσης να φαίνονται σαν σκηνές από ένα μυθιστόρημα φαντασίας –υπήρξε αδηφάγος αναγνώστρια και θαυμάστρια συγγραφέων όπως ο Ιούλιος Βερν, ο Άρθουρ Κλαρκ και ο Ρέι Μπράντμπερι–, με τους πρωταγωνιστές της να διεξάγουν αλχημικά πειράματα, να αναζητούν νέες ανακαλύψεις και να επικοινωνούν με το σύμπαν. Συμβολικά αντικείμενα, μυθολογικά και σουρεαλιστικά θέματα, δοσμένα με εξαιρετική τεχνική και κλασική τεχνοτροπία, φανερώνουν όψεις του κόσμου μίας από τις πιο παραγωγικές, παράξενες και παραληρηματικές ζωγράφους στην Ιστορία της Τέχνης.
Η ίδια χρησιμοποιούσε στα έργα της φίλντισι, ένα υλικό συνδεδεμένο με τελετουργίες των σαμάνων, για να δώσει λάμψη στα πρόσωπα των απόκοσμων μορφών της, ενώ χάραζε λεπτές γραμμές στα πάνελ της με κρυστάλλους χαλαζία που «φόρτιζε» από το φως του φεγγαριού και υπήρχαν σαν φυλαχτά στο στούντιό της.
Τα μυστικιστικά μοτίβα αφθονούν στις εικόνες της. Αινιγματικά σύμβολα, μοναχικοί περιπλανώμενοι, μυστικιστές μουσικοί και αντισυμβατικοί επιστήμονες πρωταγωνιστούν στις πολυεπίπεδες ζωγραφισμένες επιφάνειες, συνδυάζοντας τον ιπποτικό ρομαντισμό, την οικολογία, τα ταρό, τη φεμινιστική κριτική και την ψυχολογία. Όλα όσα στο έργο της επιδιώκει να φαίνονται μυστηριώδη είναι επιμελώς μελετημένα. «Εκφράζομαι», έλεγε, «με τρόπους που δεν αντιστοιχούν πάντα στη λογική σειρά αλλά σε μια διαισθητική, μαντική και παράλογη τάξη».
Γεννημένη ο 1908, στο Anglès, μια μικρή πόλη της Καταλονίας στη βορειοανατολική Ισπανία, βαφτίστηκε από την ευσεβή ρωμαιοκαθολική μητέρα της Virgen de los Remedios (Παρθένα των Θεραπειών).
Ο πατέρας της ήταν μηχανικός και αναγνώρισε από νωρίς το καλλιτεχνικό της ταλέντο. Την έβαζε να αντιγράφει τα τεχνικά σχέδια της δουλειάς του με τις ευθείες γραμμές, τις ακτίνες και τις προοπτικές, ενώ ενθάρρυνε την αγάπη της για το διάβασμα, δίνοντάς της βιβλία επιστημονικής και περιπετειώδους λογοτεχνίας, και αργότερα κείμενα για τον μυστικισμό και τη φιλοσοφία. Μηχανήματα, έπιπλα και αντικείμενα, εικόνες από τα πρώτα της χρόνια εμφανίζονται αργότερα στο έργο της.
Η Ρεμέντιος Βάρο πήγε σε καθολικό αυστηρό σχολείο, σε μοναστήρι, και λόγω αυτής της εμπειρίας καλλιέργησε ένα χαρακτήρα ανυπότακτο και επαναστατικό. Απέρριψε τη θρησκευτική ιδεολογία και ακολούθησε τις φιλελεύθερες και οικουμενικές ιδέες που της εμφύσησε ο πατέρας της. Σε ηλικία 12 ετών ζωγράφισε τον πρώτο της πίνακα, ενώ στα 15 γράφτηκε στην Escuela de Bellas Artes στη Μαδρίτη, κάνοντας παραδοσιακές ακαδημαϊκές σπουδές, και πήρε το δίπλωμά της ως καθηγήτρια σχεδίου το 1930. Ήρθε σε επαφή με τον γαλλικό και ισπανικό σουρεαλισμό μέσω διαλέξεων, εκθέσεων, ταινιών και του θεάτρου. Τα σουρεαλιστικά στοιχεία ήταν ήδη εμφανή στο έργο της, η καριέρα της εδραιωμένη από το 1935, αλλά αποφάσισαν με τον πρώτο της σύζυγο να εγκατασταθούν στο Παρίσι, όπου βρισκόταν μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής σκηνής.
Έναν χρόνο αργότερα μετακόμισαν στη Βαρκελώνη και εκεί έγινε μέλος ενός καλλιτεχνικού κύκλου πρωτοποριακών καλλιτεχνών. Χώρισε και λίγο αργότερα εντάχθηκε στο Grupo Logicofobista, μια κολεκτίβα καλλιτεχνών και συγγραφέων που ενδιαφέρονταν για τον σουρεαλισμό και ήθελαν να ενώσουν την τέχνη με τη μεταφυσική, αντιστεκόμενοι στη λογική, ακολουθώντας τα μανιφέστα του Αντρέ Μπρετόν. Αργότερα εντάχθηκε στον κύκλο των σουρεαλιστών, στον οποίο συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Λεονόρα Κάρινγκτον, Ντόρα Μάαρ, Ρομπέρτο Μάτα, Βόλφγκανγκ Πάαλεν και Μαξ Ερνστ.
Πήρε μέρος στις διεθνείς εκθέσεις των σουρεαλιστών στο Παρίσι και στο Άμστερνταμ το 1938. Ζωγράφισε βινιέτες για το «Dictionnaire abregé du surrealisme», τα περιοδικά «Trajectoire du rêve», «Visage du monde» και «Minotaure» παρουσίασαν το έργο της και συμμετείχε σε μια συλλογική σειρά με τίτλο «Jeu de dessin communiqué» (Παιχνίδι επικοινωνιακού σχεδίου), μαζί με τον Μπρετόν και τον Περέ, σαν άσκηση με ψυχολογικές προεκτάσεις τις οποίες η Βάρο χρησιμοποίησε αργότερα πολλές φορές στους πίνακές της. Μιλώντας για την εποχή που βρισκόταν στο Παρίσι έλεγε: «Ήμουν με ανοιχτό στόμα μέσα σε αυτή την ομάδα λαμπρών και προικισμένων ανθρώπων. Ήμουν μαζί τους επειδή ένιωθα μια κάποια συγγένεια, αλλά δεν ήμουν αρκετά μεγάλη ούτε είχα το εκτόπισμα να αντιμετωπίσω έναν Πολ Ελιάρ ή έναν Αντρέ Μπρετόν».
Το 1939 οι δυνάμεις του Φράνκο απαγόρευσαν στους εξόριστους αριστερούς να επιστρέψουν στην Ισπανία. Η Βάρο ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, κάνοντας περιστασιακές δουλειές, και ήταν αναγκασμένη να αντιγράφει ή και να πλαστογραφεί πίνακες προκειμένου να επιβιώσει. Συνελήφθη ως ερωμένη του Περέ και φυλακίστηκε από τη γαλλική κυβέρνηση για τις πολιτικές πεποιθήσεις του συντρόφου της. Έφυγε μαζί του, όταν αποφυλακίστηκαν και οι δυο, για τη Μασσαλία, όπου επιβιβάστηκαν στο πλοίο Serpa Pinto για να εγκαταλείψουν την Ευρώπη. Δεν συνήλθε ποτέ από τον τρόμο και τα ψυχολογικά σημάδια που της άφησε αυτή η περίοδος.
Όταν έφτασε στο Μεξικό δεν πίστευε ότι εκεί θα ζούσε ως το τέλος και ότι θα ήταν τόσο παραγωγική. Μόνο την τελευταία δεκαετία της ζωής της δημιούργησε περίπου 110 πίνακες. Στο Μεξικό γνώρισε τη Φρίντα Κάλο και τον Ντιέγκο Ριβέρα, την Κάριγκτον και τη Χόρνα, αλλά ο σουρεαλισμός δεν είχε πέραση κι έτσι εργάστηκε ως βοηθός του Μαρκ Σαγκάλ στην παραγωγή του μπαλέτου Aleko, το οποίο έκανε πρεμιέρα στην πόλη του Μεξικού το 1942, στη διαφήμιση και στη διακόσμηση.
Το 1949 σχετίστηκε με τον Αυστριακό πολιτικό πρόσφυγα Βάλτερ Γκρούεν, ο οποίος είχε περάσει από στρατόπεδα συγκέντρωσης προτού διαφύγει από την Ευρώπη. Ο Γκρούεν πίστευε απόλυτα στη Βάρο και της παρείχε την οικονομική και συναισθηματική υποστήριξη που της επέτρεψε να επικεντρωθεί πλήρως στη ζωγραφική της. Όταν το 1955 έκανε την πρώτη ατομική της έκθεση στην Galería Diana στην πόλη του Μεξικού, οι αγοραστές μπήκαν σε λίστες αναμονής για τα έργα της.
Πολλοί κριτικοί θεωρούν τα έργα της ως μεταμοντέρνες αλληγορίες, πολύ κοντά στην παράδοση του σουρεαλισμού. Ορισμένοι πίνακές της έχουν συγγένεια με τα τοπία του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ενώ αντανακλούν και τη δεξιότητά της στη σχεδίαση ακριβείας που είχε μάθει νωρίς στη ζωή της. Γοητευμένη από τα φαινομενικά πωρώδη όρια μεταξύ του φανταστικού και του πραγματικού στο Μεξικό, στρεφόταν στην επιρροή ενός ευρέος φάσματος μυστικιστικών παραδόσεων, δυτικών και μη.
Ο ανιμισμός και η μαγεία, ο φυσικός και ο ανθρώπινος, ο ζωικός και ο μηχανικός κόσμος που συναντάμε στο έργο της συνδέονται με τις επιστημονικές της γνώσεις και την επίγνωση που είχε για τη σημασία της βιολογίας, της χημείας, της φυσικής και της βοτανικής και της ανάμειξής τους με άλλες πτυχές της ζωής. Σε κάθε πτυχή της γεωμετρίας και της μαγείας, της αλχημείας και του Ι Τσινγκ έβλεπε μια οδό προς την αυτογνωσία και τον μετασχηματισμό της συνείδησης. Το έργο της εμφανίζει μια απελευθερωτική αυτοεικόνα και προκαλεί μια αίσθηση του απόκοσμου που είναι χαρακτηριστική για το σουρεαλιστικό κίνημα.
Η γυναίκα με την οποία συνδέθηκε στενά η Ρεμέντιος Βάρο ήταν η Λεονόρα Κάρινγκτον. Άρχισαν να γράφουν από κοινού δύο θεατρικά έργα, το «El santo cuerpo grasoso» και το «Lady Milagra», που έμεινε ημιτελές. Χρησιμοποιώντας μια τεχνική παρόμοια με εκείνη του παιχνιδιού που ονομάζεται Cadavre Exquis, έγραφαν εναλλάξ μικρά κομμάτια και τα συνέθεταν. Ακόμη και όταν δεν έγραφαν μαζί, συχνά δούλευαν από κοινού, αντλώντας συχνά από τις ίδιες πηγές έμπνευση και χρησιμοποιώντας τα ίδια θέματα στα έργα τους. Παρά το γεγονός ότι το έργο τους ήταν εξαιρετικά παρόμοιο, υπήρχε μια σημαντική διαφορά: η ζωγραφική της Βάρο αφορούσε τη γραμμή και τη μορφή, ενώ η δουλειά της Κάρινγκτον τον τόνο και το χρώμα.
Στο έργο της, που σήμερα θεωρείται από πολλούς μελετητές φεμινιστικό, διευρύνει τα όρια και αμφισβητεί άμεσα τα συγκεχυμένα, πατριαρχικά ιδανικά της θηλυκότητας, αναδιατυπώνοντας την ανδρική ερμηνεία του γυναικείου σώματος. Οι ανδρόγυνες φιγούρες που χαρακτηρίζουν το μεταγενέστερο έργο της αμφισβητούν επίσης το φύλο, δεν εντάσσονται με σαφήνεια στις κανονιστικές τους κατηγορίες και συχνά θα μπορούσαν να ανήκουν σε οποιοδήποτε φύλο, δημιουργώντας μια αίσθηση της «ενδιάμεσης περιοχής» μεταξύ των δύο φύλων και των έμφυλων προτύπων που τίθενται σε αυτά.
Η Βάρο συχνά απεικόνιζε τον εαυτό της μέσω βασικών χαρακτηριστικών στους πίνακές της, πρόσωπα σε σχήμα καρδιάς, μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, κοντυλένια μύτη, ανεξάρτητα από το φύλο της φιγούρας και σε διάφορους ρόλους, σε σουρεαλιστικά ονειρικά τοπία, ορίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ταυτότητά της. Οι απομονωμένες ανδρόγυνες αυτοβιογραφικές φιγούρες αναδεικνύουν την αιχμαλωσία της γυναίκας. Τα μυθικά πλάσματα, οι ομιχλώδεις στροβιλισμοί και οι απόκοσμες παραμορφώσεις της προοπτικής είναι χαρακτηριστικά της μοναδικής τεχνικής και ιδέας της για τη ζωγραφική.
Η εικαστική έκθεση «Remedios Varo: Science Fictions» παρουσιάζεται στο Art Institute of Chicago από τις 29 Ιουλίου έως τις 27 Νοεμβρίου 2023.
Με πληρoφορίες από τα: Art Institute of Chicago, Remedios Varo, The Juggler (The Magician), ΜοΜΑ, Scientific Epiphanies Celebrated on Canvas, ΝΥΤ και «Remedios Varo: Voyages and Visions», Woman's Art Journal