Ο Σκόντυ είναι ένα μικρό γουρούνι, γεννημένο σε χοιροστάσιο, υπό την επίβλεψη του κτηνοτρόφου σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις φάρμες παραγωγής κρεάτων.
Πρόλαβε να γνωρίσει την μητέρα του, αλλά για πολύ λίγο μιας και ήταν έτοιμη για να μεταβεί στην επόμενη φάση της κρεατοβιομηχανίας και να φτάσει στα ράφια διαφόρων σούπερ μάρκετ.
Έτσι ο Σκόντυ συνέχισε να μεγαλώνει υπό την επίβλεψη των υπευθύνων της φάρμας, να τρώει τακτικά και να έχει την θέση του στη σύντομη ζωή του, προκαθορισμένη.
Μέρα με τη μέρα, οι επισκέψεις που δεχόταν από τους ανθρώπους πλήθαιναν και αναγκαζόταν να στέκεται στην ουρά να ζυγιστεί ώσπου να τον αφήσουν πάλι στον περιφραγμένο χώρο που περνούσε την ζωή του.
Τα υπόλοιπα γουρουνάκια που γνώριζε στη φάρμα, ερχόταν κάποια μέρα που δεν γύριζαν μετά το ζύγισμα και δεν τα ξανά έβλεπε ποτέ. Όταν αυτό άρχισε να γίνεται όλο και πιο συνηθισμένο φαινόμενο, άρχισε να ρωτάει τα υπόλοιπα γουρούνια, μήπως γνωρίζουν κάτι περί του θέματος. Αυτά του απαντούσαν πως δεν γνώριζαν, βλέποντας ακόμα πόσο νεαρός ήταν ο Σκόντυ.
Ήρθε μια εποχή, που το φαγητό διπλασιαζόταν και με τον ίδιο ρυθμό ακόμα περισσότεροι φίλοι του, δεν γύριζαν από το ζύγισμα. Τότε άκουσε ψίθυρους για την τύχη των φίλων του. Πως οι άνθρωποι διάλεγαν τα πιο παχιά γουρούνια και τα σκότωναν για να τα πουλήσουν στους άλλους ανθρώπους. Τότε αποφάσισε πως θα σταματήσει να τρώει τις τεράστιες ποσότητες φαγητού που του δίνανε, για να μην παχύνει περισσότερο.
Έτσι ο Σκόντυ, τρώγοντας λίγο, έτσι ώστε απλά να ξεγελάει την πείνα του, κατάφερε να μην παίρνει βάρος. Ένιωθε λιγότερο δυνατός με τον τρόπο αυτό, κουραζόταν πιο εύκολα και είχε πρόβλημα στο να κοιμηθεί αλλά τον ένοιαζε μόνο να γυρίζει πίσω αφού τον ζύγιζαν.
Οι ψίθυροι ξανάρχισαν γύρω του, αυτή τη φορά σε ακόμα πιο χαμηλούς τόνους και πάντα πίσω από την πλάτη του. Οι λέξεις που έπιανε στα πεταχτά, ήταν «άρρωστος», «πρόβλημα» και «ευθανασία».
Οι μέρες περνούσαν και όλο ένιωθε περισσότερο αδύναμος, αλλά επίσης χαρούμενος λόγω των λιγότερων ζυγισμάτων που έπρεπε να του κάνουν.
Ένα πρωινό είδε τους υπεύθυνους να τον απομακρύνουν από τα υπόλοιπα γουρούνια και να του δίνουν το φαγητό του σε μια ξεχωριστή μερίδα, αφού πρώτα είχαν βάλει μια άσπρη σκόνη από πάνω «για το καλό του» επειδή όπως έλεγαν «είναι κρίμα». Αφού έφαγε, δεν τον πήγαν για ζύγισμα, αλλά ούτε τον γύρισαν μαζί με τους φίλους του. Καλύτερα… σκέφτηκε. Έτσι κι αλλιώς δεν του πολύ μιλούσαν πια, παρά περισσότερο μεταξύ τους, ψιθυρίζοντας περισσότερο και ρίχνοντας του κλεφτές ματιές. Απόψε θα κοιμόταν πιο ήρεμος.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε με διαφορετικά συναισθήματα. Το στομάχι του δεν γουργούριζε πια. Ούτε ένιωθε αδύναμος. Δεν ένιωθε καν το ελάχιστο βάρος του να προσπαθεί να στηριχθεί στα αδύναμα πόδια του. Περπάτησε προς το χώρο που περνούσε την ζωή του μέχρι χθες και πλησίασε τα υπόλοιπα γουρούνια. Αυτά έκαναν σαν να μην τον έβλεπαν καθόλου. Φαινόντουσαν πιο ήρεμα και ξένοιαστα. Στο μέρος που μέχρι προχτές κοιμόταν, βρήκε άλλο γουρούνι να κοιμάται. Γύρισε να μιλήσει στους φίλους του, να τους πει πόσο καλύτερα νιώθει με εκείνο το φάρμακο που μάλλον του έβαλαν στο φαγητό του. Αλλά δεν τον άκουγε κανείς. Ούτε έδειχναν πως τον αγνοούν. Ήταν απλά σαν να μην υπήρχε. Άρχισε να σπρώχνει, να φωνάζει αλλά και πάλι κανένα αποτέλεσμα.
Αποκαρδιωμένος από τους πρώην φίλους του κατευθύνθηκε πάλι προς την νέα του γωνιά που πέρασε το προηγούμενο βράδυ. Εκεί όμως είδε ένα άλλο γουρουνάκι, να είναι στην ίδια κατάσταση που ήταν κι αυτός, το ίδιο αδύναμο, χλωμό, παραδομένο στη μοίρα του και στην αποξένωση.
Και ακόμα χειρότερα, ήταν ίδιο με τον Σκόντυ. Κάτι περίεργο συνέβαινε.
Κάτι που ο Σκόντυ δεν το ξέρει. Και προσπαθεί να καταλάβει.
Μέχρι που οι άνθρωποι ήρθαν, έβαλαν το γουρουνάκι-σωσία του σε μια πλαστική τσάντα και το πήραν. Επιτέλους είχε πάλι την γωνιά του.
σχόλια