Το όνομα του James Turell είναι συνυφασμένο με το φως. Έργα του θα φιλοξενούνται στην γκαλερί Gagosian από τις 11 Απριλίου έως τις 25 Μαΐου σε μια έκθεση με τίτλο «Light of the Presence».
Για περισσότερα από σαράντα πέντε χρόνια ο James Turrell εξερευνούσε τις μυριάδες δυνατότητες χρήσης του φωτός ως μέσου αντίληψης. Το φως, που συνήθως χρησιμοποιείται για να φωτίσει άλλα πράγματα, αποκτά μορφή. Τα τυπικά απλά έργα του εφιστούν την προσοχή στα όρια της όρασης, ενώ επιδιώκουν να διευρύνουν την άρρητη σκέψη που προκαλούν.
Σπούδασε Αντιληπτική Ψυχολογία τη δεκαετία του 1960 και έκτοτε εξερευνά μια ποικιλία αντιληπτικών φαινομένων, από την αισθητηριακή στέρηση έως τα έντονα οπτικά ερεθίσματα.
Στον μακρύ κώνο που δημιουργούν οι τοίχοι του μουσείου τα χρώματα εναλλάσσονταν: βιολετί, πορτοκαλί, κόκκινο, μπλε, πράσινο και ροζ μέχρι το φως να σβήσει και να γίνει λευκό, αφήνοντας το φυσικό φως να μπει από την οροφή στον χώρο του μουσείου.
Πρώιμα έργα του, όπως το Afrum-Proto (1966) και το Mendota Stoppages (1969-1974), όπου το φως οριοθετούνταν σε σχέση με την αρχιτεκτονική του χώρου, έγιναν η βάση για συνεχείς έρευνες. Συνεχίζει να χρησιμοποιεί το φως ως κύριο θέμα και υλικό του.
Γεννημένος το 1943, ο Αμερικανός καλλιτέχνης είναι γνωστός για τις δημιουργίες του στο πλαίσιο του κινήματος Light and Space, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του έργου του από το 1979 είναι επικεντρωμένο στο Roden Crater που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, έναν φυσικό κρατήρα ανενεργού ηφαιστείου που έχει σχήμα κώνου και βρίσκεται έξω από το Flagstaff, στην έρημο της Αριζόνα· το μετατρέπει σε ένα τεράστιο παρατηρητήριο του φωτός και του σύμπαντος διά γυμνού οφθαλμού. Πρόκειται για μια γιγαντιαία περφόρμανς.
Εδώ και δεκαετίες διοχετεύει όλο τον χρόνο και το χρήμα που κερδίζει στην ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου έργου που κατασκευάστηκε για να διαρκέσει στους αιώνες και να προσφέρει μια πολυαισθητική εμπειρία.
Κατάγεται από οικογένεια Κουάκερων. Ο πατέρας του ήταν αεροναυτικός μηχανικός και εκπαιδευτικός, ο ίδιος πήρε άδεια πιλότου όταν ήταν 16 ετών. Αντιρρησίας συνείδησης κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, πήρε πτυχίο από το Pomona College στην Αντιληπτική Ψυχολογία το 1965 – έχει σπουδάσει ακόμα Μαθηματικά, Γεωλογία και Αστρονομία. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Studio Art του Πανεπιστημίου Irvine στην Καλιφόρνια, όπου άρχισε να δουλεύει με τις προβολές του φωτός. Το 1973 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στις τέχνες στο Πανεπιστήμιο Claremont Graduate.
Ερωτεύτηκε την τέχνη, ωστόσο τα μαθηματικά καθοδήγησαν τα «πειράματά» του. «Το φως και ο χώρος είναι τα υλικά μου», είπε ο Turrell που το 1966 άρχισε να πειραματίζεται με το φως στο στούντιό του στη Σάντα Μόνικα, στο πρώην ξενοδοχείο Mendota, σε μια εποχή που οι εκπρόσωποι του Light and Space στο Λος Άντζελες, ανάμεσά τους οι Robert Irwin, Mary Corse και Doug Wheeler, άρχισαν να γίνονται γνωστοί. Ο Turrell, καλύπτοντας τα παράθυρα και επιτρέποντας μόνο σε προκαθορισμένες δέσμες φωτός να περνούν από τις χαραμάδες, δημιούργησε τις πρώτες του προβολές φωτός.
Το 1969 έφτιαξε σχέδια για τον ουρανό με τον Σαμ Φράνσις, χρησιμοποιώντας χρωματιστό καπνό και υλικά που χρησιμοποιούνται για την επέμβαση σε φαινόμενα όπως το χιόνι, η ομίχλη ή η βροχή. Ένα καίριας σημασίας περιβάλλον που αναπτύχθηκε από τον Turrell από το 1969 έως το 1974 ήταν το Mendota Stoppages. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε αρκετά δωμάτια του πρώην ξενοδοχείου Mendota, που πλέον ήταν κλειστά, ελέγχοντας τα ανοίγματα των παραθύρων έτσι ώστε να το φυσικό και τεχνητό φως να εισέρχεται στους σκοτεινούς χώρους με συγκεκριμένους τρόπους.
Μετέφερε τον ήλιο και το φεγγάρι σε χώρους που τους ταιριάζουν, σε αρχιτεκτονικές δομές από σκυρόδεμα και πέτρα. Έχει είκοσι δύο μόνιμες εγκαταστάσεις σε ιδρύματα και μουσεία και το 1974 έλαβε το Guggenheim Fellowship. Tότε έχασε το στούντιό του στη Σάντα Μόνικα.
Στην έρημο βρήκε τον κρατήρα του, όπως ο Μικρός Πρίγκιπας τον πλανήτη του, για να εκπληρώσει ένα μοναδικό καλλιτεχνικό όραμα, έναν διαλογισμό χωρίς λέξεις πάνω στον χρόνο και στον χώρο που είναι τόσο σχετικοί σήμερα όσο ήταν πάντα και εκτείνονται πέρα από τους φυσικούς χώρους μιας γκαλερί ή ενός μουσείου. Πρόκειται για μια μνημειακή δομή που δίνει στον θεατή την αίσθηση ότι ο ουρανός και τα ουράνια σώματα είναι απτά.
Από την αρχαιότητα τα ανοιχτά παρατηρητήρια για την παρακολούθηση των ουράνιων γεγονότων ελκύουν επιστήμονες και καλλιτέχνες. Ο 20ός αιώνας έφερε σημαντικές αλλαγές, πλέον η τέχνη διασταυρώνεται με την επιστήμη και οι καλλιτέχνες φυσικά ενδιαφέρονται να παραγάγουν καινοτόμα έργα με πολυμέσα, που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει το έργο του James Turrell, στόχος του οποίου είναι η προβολή και η βίωση της εμπειρίας του ηλιακού και του ουράνιου φωτός. Αυτό το σκοτεινό παρατηρητήριο, το Roden Crater, αποτελείται από ειδικά κατασκευασμένα τμήματα όπου οι κύκλοι του γεωλογικού και του ουράνιου χρόνου μπορούν να βιωθούν άμεσα.
Όταν ο Turrell παρουσίασε τη δουλειά του στο Guggenheim της Νέας Υόρκης το 2013, το κοινό περίμενε υπομονετικά για ώρες μέχρι να μπει στην έκθεση του 70χρονου τότε Καλιφορνέζου «κύριου του φωτός και του χώρου». Ήταν η πρώτη φορά που το μουσείο είχε υποστεί μια τόσο μεγάλη μεταμόρφωση: η εμβληματική ελικοειδής σκάλα του μουσείου είχε μεταμορφωθεί και ο κόσμος, ξαπλωμένο πάνω σε στρωματάκια γιόγκα, θαύμαζε αυτό που συνέβαινε.
Ο χρόνος έμοιαζε να χάνεται και οι επισκέπτες προσπαθούσαν να αντιληφθούν την προέλευση του φωτός, να καταλάβουν τι ακριβώς βλέπουν. Στον μακρύ κώνο που δημιουργούν οι τοίχοι του μουσείου τα χρώματα εναλλάσσονταν: βιολετί, πορτοκαλί, κόκκινο, μπλε, πράσινο και ροζ μέχρι το φως να σβήσει και να γίνει λευκό, αφήνοντας το φυσικό φως να μπει από την οροφή στον χώρο του μουσείου. Οι «New York Times» είχαν παρομοιάσει την έκθεση με τη σκηνή της καθόδου του διαστημόπλοιου από τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου».
Δύο χρόνια αργότερα, το 2015, σε μια αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη της Αυστραλίας οι επισκέπτες έμπαιναν γυμνοί. Ο στόχος του ήταν να μη μεσολαβεί τίποτα ανάμεσα σε αυτούς και το φως των έργων του. Ήταν κάτι εντελώς πρωτόγνωρο για τους επισκέπτες που ήταν έτσι σε θέση να διερευνήσουν ακόμα και την έννοια του φόβου και της αμηχανίας απέναντι στο σώμα και στο δέρμα τους, αλλάζοντάς του υφή και χρώμα.