Πρόσφατα διάβαζα ότι το Mουσείο Τέχνης Kawamura Memorial DIC στην επαρχία Chiba, στην Ιαπωνία, που ανήκει στην DIC Global, μια εταιρεία-κολοσσό στην κατασκευή χημικών, θα κλείσει προσωρινά τις πόρτες του τον Ιανουάριο, ενώ ο ιδιοκτήτης του εξετάζει το μέλλον του μουσείου και της συλλογής του. Παρά την αύξηση των τουριστών στην Ιαπωνία μετά την άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών τον Οκτώβριο του 2022, το Δ.Σ. της DIC δήλωσε ότι θα ήταν «δύσκολο να διατηρηθεί και να λειτουργήσει το μουσείο στην τρέχουσα κατάστασή του», λόγω των «απόψεων που έχουν διατυπώσει οι επενδυτές». Η αλήθεια βρίσκεται όπως πάντα στη λέξη «κέρδος». Η Oasis Management με έδρα το Χονγκ Κονγκ, η οποία κατέχει το πλειοψηφικό μερίδιο της DIC Global, έχει ιστορικό στην εγκατάλειψη επιχειρήσεων χαμηλού κέρδους, όπως είναι ένα μουσείο.
Από τα μελάνια στο μουσείο
Για τον Katsumi Kawamura (1905-99), τον δεύτερο πρόεδρο της Dainippon Ink and Chemicals (DIC), που άρχισε να συλλέγει έργα τέχνης τη δεκαετία του 1970, ήταν λογικό ότι ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές χρωστικών, μελανιών και ρητινών στον κόσμο θα έπρεπε να δημιουργήσει μια εταιρική συλλογή τέχνης. Έτσι το Kawamura Memorial Museum of Art, που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Ichiro Ebihara, άνοιξε το 1990 δίπλα στο ερευνητικό κέντρο της εταιρείας στην πόλη Sakura, σε απόσταση 50 λεπτών με το τρένο από το Τόκιο.
Σήμερα, η συλλογή εταιρικής τέχνης της DIC περιλαμβάνει ιαπωνική σύγχρονη τέχνη και αναμφισβήτητα μια από τις καλύτερες συλλογές δυτικής τέχνης του 20ού αιώνα στην Ιαπωνία, συμπεριλαμβανομένων έργων των Πάμπλο Πικάσο, Ρενέ Μαγκρίτ, Σάι Τουόμπλι, Τζόζεφ Κορνέλ, Κουρτ Σβίτερς, καθώς και επτά από τα έργα του Μαρκ Ρόθκο από τη σειρά «Seagram».
Τα τελευταία χρόνια και οι ιδιώτες συλλέκτες επικεντρώνουν περισσότερο τον χρόνο και τους πόρους τους στην αγορά έργων τέχνης από γυναίκες, μη λευκούς καλλιτέχνες και άλλες κοινότητες, πράγμα που επηρεάζει την προθυμία τους να πληρώσουν υψηλές τιμές για έργα σημαντικών ανδρών καλλιτεχνών.
Ενώ οι προηγούμενοι μέτοχοι ήθελαν να διατηρήσουν το μουσείο, στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, φαίνεται ότι τους νέους επενδυτές δεν τους αφορά η ύπαρξή του. Σε μια αναφορά που συνέταξαν, για ένα μουσείο που θεωρείται από τα καλύτερα στον κόσμο, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όσον αφορά την «αποτελεσματική απόδοση κεφαλαίου», το μουσείο δεν είχε «χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά». «Είναι καιρός να επανεξεταστεί η θέση της διαχείρισης των μουσείων τόσο από κοινωνική όσο και από οικονομική αξία», γράφουν.
Το διοικητικό συμβούλιο της DIC εξετάζει τώρα τις δύο συστάσεις της επιτροπής: «συρρίκνωση και μετεγκατάσταση» ή «παύση της λειτουργίας του μουσείου».
Πόσο έχει ένας Ρόθκο;
Η λογιστική αξία του μουσείου έχει εκτιμηθεί πολύ χαμηλά, στα 76 εκατομμύρια δολάρια, και αυτό υποψιάζει πολλούς ότι η συλλογή πάει για «σκότωμα». Για παράδειγμα, το μουσείο πούλησε το «Anna's Light» (1968) του Barnett Newman για 105,7 εκατομμύρια δολάρια.
Πόσο εκτιμά δηλαδή το μουσείο τους Ρόθκο που έχει; Γιατί πρόκειται για έργα μυθικά, που πολλά μουσεία και συλλέκτες θα «σκότωναν» για να τα αποκτήσουν.
Οι πίνακες της σειράς «Seagram» είναι μια σειρά έργων του Ρόθκο μεγάλης κλίμακας, με σκοτεινή και μελαγχολική παλέτα, που εκφράζουν τα βασικά ανθρώπινα συναισθήματα της τραγωδίας, της έκστασης και της καταστροφής, ενώ φανερώνουν επίσης τη στροφή του καλλιτέχνη προς μια πιο σκοτεινή διάθεση. Οι πίνακες είχαν αρχικά παραγγελθεί για το εστιατόριο Four Seasons στο Seagram Building της Νέας Υόρκης. Ο Ρόθκο εργάστηκε για τη σειρά από το 1958 έως το 1959, πριν τελικά αποσυρθεί από το έργο το 1960.
Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση σχετικά με το γιατί δέχτηκε ο Ρόθκο την παραγγελία. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Ρόθκο έκανε λάθος σχετικά με το πού θα κρεμούσαν τους πίνακες – αντί για το εστιατόριο, νόμιζε ότι θα κοσμούσαν τον τοίχο μιας αίθουσας συνεδριάσεων. Άλλοι, όπως ο Τζόναθαν Τζόουνς της «Guardian», πιστεύουν ότι ήθελε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που θα τρομοκρατούσε και θα καταπίεζε όσους θα δειπνούσαν εκεί. Σίγουρα, η συζήτηση του Ρόθκο το 1959 με τον Τζον Φίσερ, τον εκδότη του περιοδικού «Harper's Bazaar», αντανακλά αυτό το συναίσθημα. «Ελπίζω να καταστρέψω την όρεξη κάθε καθάρματος που θα φάει ποτέ σε αυτή την αίθουσα», είχε πει ο καλλιτέχνης. «Αν το εστιατόριο αρνούνταν να τοποθετήσει τις τοιχογραφίες μου, αυτό θα ήταν το απόλυτο κομπλιμέντο. Αλλά δεν θα το κάνουν. Οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν τα πάντα αυτές τις μέρες».
Οι πίνακες δεν τοποθετήθηκαν ποτέ στο εστιατόριο και το 1969, έναν χρόνο πριν από την αυτοκτονία του, δώρισε εννέα από αυτούς στην Tate Modern του Λονδίνου. Δεκατρείς ακόμα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον και επτά στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Kawamura.
Οι πίνακες του Ρόθκο έφτασαν σε δημοπρασίες τα 80 εκατομμύρια δολάρια το 2020, ενώ το 2014 οι ετήσιες πωλήσεις του καλλιτέχνη σε δημοπρασίες είχαν κορυφωθεί, στα 281 εκατομμύρια δολάρια. Ήταν μια περίοδος που οι πίνακές του ήταν περιζήτητοι από βασιλείς του Κατάρ, Ρώσους ολιγάρχες και δισεκατομμυριούχους διαχειριστές hedge funds. Τα γούστα άλλαξαν μετά από λίγα χρόνια, οι τιμές έπεσαν, και το 2021 έργα τέχνης του Ρόθκο αξίας μόλις 40 εκατομμυρίων δολαρίων πωλήθηκαν σε δημοπρασία, σημειώνοντας πτώση 85% σε έξι χρόνια, σύμφωνα με την Artnet Analytics. Οι πιο σημαντικοί Ρόθκο των τελευταίων πέντε ετών έχουν πουληθεί ιδιωτικά και το ρεκόρ δημοπρασίας του καλλιτέχνη παρέμεινε αδιαμφισβήτητο για σχεδόν μια δεκαετία.
Οι μόδες αλλάζουν και καθορίζουν τις προτιμήσεις πολλών συλλεκτών και μουσείων. Για παράδειγμα, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο (SFMOMA) πουλάει έναν πίνακα του 1960, ένα από τα επτά έργα του Ρόθκο που έχει στη συλλογή του. Όπως πολλά μουσεία σήμερα, το SFMOMA θέλει να αγοράσει έργα γυναικών, μη λευκών ανθρώπων και άλλων κοινοτήτων που έχουν αποσιωπηθεί ή περιθωριοποιηθεί, αλλά δεν έχει τα χρήματα για να το κάνει. Ελπίζει η πώληση του Ρόθκο να το βοηθήσει να επιτύχει τις φιλοδοξίες του.
Ενώ η θέση του Ρόθκο στην ιστορία του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού είναι ασφαλής, η τιμολόγηση του έργου του υπόκειται στις ιδιοτροπίες των σημερινών συλλεκτών. Τα τελευταία χρόνια και οι ιδιώτες συλλέκτες επικεντρώνουν περισσότερο τον χρόνο και τους πόρους τους στην αγορά έργων τέχνης από γυναίκες, μη λευκούς καλλιτέχνες και άλλες κοινότητες, πράγμα που επηρεάζει την προθυμία τους να πληρώσουν υψηλές τιμές για έργα σημαντικών ανδρών καλλιτεχνών. Αυτή η τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμη. Στην τιμή ενός μόνο έργου του Ρόθκο σε χαρτί, οι συλλέκτες θα μπορούσαν να αγοράσουν εμβληματικά έργα των Σαμ Γκίλιαμ, Ρουθ Αζάουα και Άλις Νιλ – και να τους περισσέψουν και χρήματα. Οι χαμηλότερες τιμές για τον Ρόθκο είναι το νέο φυσιολογικό. Ισχύει αυτό και για τους πίνακες «Seagram»;
Mark Rothko's Seagram Murals: Great Art Explained
Πηγές: SFMOMA, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Kawamura, Guardian, Artnet Analytics, Artnewspaper