Σαν σήμερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1903, γεννιέται στο Ντβινσκ (Ντάγκαβπιλς της σημερινής Λετονίας) με το όνομα Marcus Rotkovich ο πρωτοπόρος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του 20ού αιώνα Μαρκ Ρόθκο.
Διωγμένη από τα βίαια πογκρόμ εναντίον των Εβραίων, η οικογένειά του μεταναστεύει στις ΗΠΑ και εγκαθίσταται στο Πόρτλαντ όταν ο Μarcus είναι μόλις δέκα ετών. Το 1921 ξεκινά τις σπουδές του στο Yale, με σκοπό να γίνει μηχανικός ή δικηγόρος. Οι διακρίσεις εναντίον των Εβραίων σπουδαστών, οι οποίοι απαγορευόταν να παίρνουν μέρος σε εξωακαδημαϊκές δραστηριότητες, τον ωθούν, δύο χρόνια αργότερα, να εγκαταλείψει τις σπουδές του.
Ο Μαρκ, που έχει αλλάξει πλέον το όνομά του λόγω του αυξανόμενου αντισημιτισμού, σκοπεύει να ζήσει το αμερικανικό όνειρο. Μετακομίζει στη Νέα Υόρκη με σκοπό «να περιπλανηθεί, να αλητέψει και ίσως να λιμοκτονήσει και λιγάκι», όπως χαρακτηριστικά περιγράφει.
Ξεκινά τις σπουδές του στο Art Students League με δάσκαλο το Max Weber και συνεχίζει στο New York School of Design. Σταδιακά γνωρίζεται με καλλιτέχνες όπως ο Milton Avery, ο Barnett Newman και ο Adolph Gottlieb, που μερικά χρόνια αργότερα θα γίνουν κύριοι εκφραστές του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.
Δημιουργεί πίνακες όπου κυριαρχούν πολύχρωμες συνθέσεις με θαμπά σχήματα και κηλίδες που αιωρούνται σε μονοχρωματικό φόντο. Το διάσημο, πλέον, ύφος του έχει κατακτηθεί.
Ο Ρόθκο εμπνέεται από τη Νέα Υόρκη, το φως στα έργα του Ρέμπραντ στο ΜΕΤ, τη μυθολογία. Υιοθετεί ένα σουρεαλιστικό, αλληγορικό στυλ, ενώ καταπιάνεται ακόμα και με θρησκευτικά θέματα, όπως ο Μυστικός Δείπνος και η Σταύρωση. Παράλληλα, θα σπουδάσει φιλοσοφία και αρχαίο δράμα, καθότι υπήρξε λάτρης της αρχαίας Ελλάδας και αποκαλούσε τους πίνακές του «dramas».
Τα έργα του Ρόθκο γίνονται όλο και πιο αφηρημένα και το 1947 αρχίζει η μεγάλη μεταστροφή. Δεν θέλει πια να εξηγεί, αντικαθιστά τους συμβατικούς τίτλους με αριθμούς ή χρώματα γιατί «η σιωπή είναι ακριβής».
Δημιουργεί πίνακες όπου κυριαρχούν πολύχρωμες συνθέσεις με θαμπά σχήματα και κηλίδες που αιωρούνται σε μονοχρωματικό φόντο. Το διάσημο, πλέον, ύφος του έχει κατακτηθεί.
Τα χρώματα «εκφράζουν βασικά ανθρώπινα συναισθήματα: τραγωδία, έκσταση, αβεβαιότητα για το πεπρωμένο... Οι άνθρωποι που κλαίνε μπροστά από τις εικόνες μου έχουν την ίδια θρησκευτική εμπειρία που είχα κι εγώ όταν τις ζωγράφιζα. Και αν, όπως λέτε, νιώθετε συγκίνηση μόνο από τις σχέσεις των χρωμάτων, τότε χάνετε το νόημα» θα πει.
Χαρακτηριστικό των έργων του είναι και οι πολύ μεγάλες διαστάσεις, οι οποίες είναι συνειδητή επιλογή του καλλιτέχνη. «Ζωγραφίζω πολύ μεγάλους πίνακες, αντιλαμβάνομαι ότι ιστορικά η λειτουργία της ζωγραφικής μεγάλων πινάκων είναι κάτι πολύ μεγαλόστομο και πομπώδες. Εντούτοις, ο λόγος που τους ζωγραφίζω είναι ίσα-ίσα επειδή θέλω να είμαι πολύ προσωπικός και ανθρώπινος. Το να ζωγραφίζεις έναν μικρό πίνακα είναι σαν να τοποθετείσαι έξω από την εμπειρία σου, να κοιτάζεις μια εμπειρία σαν με στερεοσκόπιο ή σμικρυντικό φακό. Εντούτοις, όταν ζωγραφίζεις τον μεγαλύτερο πίνακα, είσαι μέσα σ' αυτόν. Δεν είναι κάτι που ελέγχεις».
Θέλοντας να μεταδώσει αυτήν ακριβώς την αίσθηση στους θεατές των έργων του, προτείνει να στέκονται και να τα παρατηρούν από απόσταση 18 ιντσών (46 εκ.), ώστε να μπορούν να αυτοσυγκεντρωθούν και να εισδύσουν σε αυτά.
Αν και έχει κατασταλάξει στον τρόπο που επιθυμεί να ζωγραφίζει, δεν σταματά να μελετά την Ιστορία της Τέχνης. Θα ταξιδέψει σε Γαλλία και Ιταλία, θα δει πίνακες και τοιχογραφίες κλασικών ζωγράφων, θα επισκεφτεί αναγεννησιακούς ναούς.
Μιλώντας για τη σειρά έργων του «Μαύρο σε Μαρόν» (1958), θα πει: «Αφού είχα εργαστεί για κάποιο χρονικό διάστημα, συνειδητοποίησα ότι είχα επηρεαστεί υποσυνείδητα από τους τοίχους του Μιχαήλ Αγγέλου στην αίθουσα Σκάλα της Βιβλιοθήκη των Μεδίκων στη Φλωρεντία».
Είναι ήδη διάσημος. Η Peggy Guggenheim, η Betty Parsons και o Sidney Janis παρουσιάζουν έργα του στις γκαλερί τους. Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης τον συμπεριλαμβάνει το 1952 στη σημαντική έκθεση «15 Αμερικανοί». Εκπροσωπεί τις ΗΠΑ στην Biennale της Βενετίας το 1958, ενώ στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης παρουσιάζεται αναδρομική του έκθεση.
Τον Ιούνιο του 1958 οι ιδιοκτήτες του εστιατορίου «Four Seasons» στη Νέα Υόρκη αναθέτουν στον Ρόθκο μια σειρά τοιχογραφιών για το εσωτερικό του, προσθέτοντας το όνομά του σε όσους εμπλέκονταν στον σχεδιασμό του εστιατορίου, δίπλα σε αυτά των Mies van der Rohe και Philip Johnson.
Η σκανδαλιστικά μεγάλη αμοιβή θα κάνει τον ζωγράφο να δεχτεί, σύντομα όμως η λεγόμενη «ανάθεση Seagram» θα ναυαγήσει, καθώς εκείνος θα σπάσει το συμβόλαιο επιστρέφοντας την προκαταβολή, χωρίς ιδιαίτερες εξηγήσεις.
Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι αισθάνθηκε «σκλάβος» του χρήματος μετά τις παρεμβάσεις που δέχτηκε, καθώς τα σχέδια που παρουσίασε είχαν «σκοτεινή» χρωματική παλέτα. Η εγκυρότητα της φράσης που του αποδίδεται ότι σκοπός του ήταν «να κόψει την όρεξη κάθε καθάρματος που θα έτρωγε σ' εκείνο το δωμάτιο» αμφισβητείται από τον γιο του Κρίστοφερ.
Η δεκαετία του '60 θα φέρει στον Ρόθκο προτάσεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει δύο από τα σημαντικότερα έργα του. Για το Πανεπιστήμιο Harvard, με μια σειρά από πίνακες σε κόκκινους, μαύρους, μοβ και καφέ τόνους, θα αφηγηθεί «σκηνές από την ιστορία του Πάσχα»: οι σκοτεινές αποχρώσεις συμβολίζουν τα Θεία Πάθη, ενώ οι φωτεινές την Ανάσταση.
Το 1964 θα κοσμήσει με 14 μεγάλους πίνακες σε αποχρώσεις του μοβ και του μαύρου τους τοίχους μιας οκτάγωνης μικρής εκκλησίας στο Χιούστον. «Τα φωτεινά χρώματα σταματούν το βλέμμα στον πίνακα με κάποιο τρόπο, ενώ οι σκούρες αποχρώσεις δίνουν βάθος και οδηγούν το βλέμμα στο υπερπέραν. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, κοιτάζοντας κάποιος τον πίνακα, κοιτάει το υπερπέραν, κοιτάει τo Άπειρο» θα πει ο ίδιος ο ζωγράφος, ερμηνεύοντας τη στροφή του στα σκούρα χρώματα τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Η επιλογή του αυτή δεν μπορεί παρά να συνδέεται και με την πορεία της προσωπικής του ζωής. Όντας μανιώδης καπνιστής, παθαίνει ανεύρυσμα αορτής, επιβιώνει, αλλά συνεχίζει τις καταχρήσεις. Έχει εμφύσημα, κατάθλιψη, ενώ ο χωρισμός από τη δεύτερη σύζυγό του, Μελ, επιβαρύνει την ήδη κλονισμένη ψυχική του υγεία.
Ζωγραφίζει το τελευταίο, εντελώς διαφορετικό από τα αμέσως προηγούμενα, έργο του: μια σύνθεση με έντονα κόκκινα χρώματα που θυμίζουν αίμα. Σήμερα, οι ιστορικοί τέχνης θεωρούν ότι ήταν προάγγελος όσων ακολούθησαν.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1970, ο Μαρκ Ρόθκο, ο ζωγράφος που λάτρευε τον Μότσαρτ και τον Ματίς και «φαντασίωσή» του ήταν να γίνει ένας από την παρέα των τριών «Μ», έχοντας πάρει βαρβιτουρικά, αυτοκτονεί στη Νέα Υόρκη. Θα βρεθεί με κομμένες φλέβες στο εργαστήριό του, καλυμμένος με αίμα που έμοιαζε να ξεπήδησε από τους πίνακές του.
σχόλια