Μπορεί να είναι χιλιοπαιγμένο έργο ο «Κουρέας της Σεβίλλης» του Τζοακίνο Ροσίνι, αλλά πάντα εγγυάται μια ευχάριστη έξοδο στην όπερα. Πριν από λίγες μέρες, το βράδυ της Παρασκευής 18 Οκτωβρίου, δόθηκε η πρεμιέρα μιας ακόμα αναβίωσής του, σηματοδοτώντας την εναρκτήρια παράσταση του Ολύμπια-Δημοτικού Μουσικού Θεάτρου «Μαρία Κάλλας» για τη φετινή χειμερινή σεζόν. Πρεμιέρα ήταν ωστόσο και για τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του, τον τραγουδιστή της όπερας Τάση Χριστογιαννόπουλο, καθώς με αυτή την παράσταση ξεκινάει ο κύκλος παραστάσεων του δικού του καλλιτεχνικού προγραμματισμού. Ως εκ τούτου, ανάμεσα στο πλήθος των μουσικόφιλων ξεχώριζες και αρκετούς καλλιτέχνες της Λυρικής αλλά και ανθρώπους του θεάτρου, που έδωσαν το «παρών» για να τιμήσουν τον Βασίλη Παπαβασιλείου, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία μαζί με τη Νικολέτα Φιλόσογλου. Ανάμεσα στους θεατές ήταν και ο γ.γ. του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας!
Το επιβλητικό σκηνικό, που καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη σκηνή, ένα αρχοντικό στη Σεβίλλη σαν απόρθητο φρούριο, έχει κατακόκκινο –σχεδόν πυρακτωμένο– χρώμα και δεν είναι άλλο από το σπίτι του ντον Μπάρτολο, κεντρικού χαρακτήρα του έργου. Ένας κάκτος στο πλάι σε παραπέμπει σε τόπους εξωτικούς, αν και ο συνδυασμός του με τη μονοχρωμία του κτιρίου φέρνει στο μυαλό οικοδομήματα του Μεξικανού αρχιτέκτονα Λουί Μπαραγάν. Είναι ένα εικαστικό παιχνίδι που υπογράφει ο Άγγελος Μέντης, μαζί με τα κοστούμια και τη δραματουργία της παράστασης. Γιατί όχι; Ο «Κουρέας» αποτελεί την επιτομή της opera buffa, άρα οτιδήποτε παιγνιώδες και χιουμοριστικό στις επιλογές του ενδυματολόγου ταιριάζει απόλυτα. Αλλιώς πώς να ερμηνεύσεις το γεγονός ότι όλοι οι χαρακτήρες θυμίζουν ομοιώματα παιδικών παιχνιδιών ή ότι μοιάζουν να ξεπετάχτηκαν από κινούμενα σχέδια; Και ότι τα κοστούμια οπωσδήποτε δεν είναι της εποχής που γράφτηκε το έργο;
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ένας σκηνοθέτης που έχουμε συνδέσει με εμβληματικές παραστάσεις του Γκολντόνι, του Μολιέρου και του Μαριβό, κατάφερε να μας προσφέρει μια ενδιαφέρουσα παράσταση με χιούμορ και χρώμα, έχοντας συμμάχους μερικούς άξιους και έμπειρους τραγουδιστές.
Ο κουρέας Φίγκαρο, λ.χ., που καλείται να σώσει τον έρωτα δύο νέων και τον οποίο ερμήνευσε ο Γιώργος Ιατρού, εμφανίστηκε με την μπέρτα του Σούπερμαν, ήταν δηλαδή ένας υπερήρωας, ενώ το κοστούμι του κόμη Αλμαβίβα, που ερμήνευσε ο Μανουέλ Αμάτι, θύμιζε λίγο-πολύ τον Μικρό Πρίγκιπα του Σεντ Εξιπερί. Σαν καρτούν ήταν ντυμένοι όλοι οι ηθοποιοί-τραγουδιστές, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τα μέλη της χορωδίας-στρατιώτες που θύμιζαν ομοιώματα PlayMobil.
Η πρώτη πράξη, κατά την οποία ξεδιπλώνεται ο αγωνιώδης έρωτας μεταξύ της όμορφης Ροζίνα και του κόμη Αλμαβίβα, ο οποίος για να την κερδίσει εμφανίζεται αρχικά, μετά από τη συμβουλή του τετραπέρατου και καταφερτζή Φίγκαρο, ως στρατιωτικός με το όνομα Λιντόρο, προετοιμάζει το κοινό για όλα όσα θα ακολουθήσουν στη δεύτερη πράξη. Εκεί αποκαλύπτεται ότι ο κηδεμόνας της Ροζίνα, ο τσιγγούνης ντον Μπάρτολο, θέλει να την κάνει γυναίκα του για να καρπωθεί την περιουσία της όταν ενηλικιωθεί, ο συμφεροντολόγος δάσκαλος μουσικής Μπαζίλιο άγεται και φέρεται ανάλογα με το από πού έχει να κερδίσει χρήματα, και ο Φίγκαρο αγωνιά για την ευτυχία του ζευγαριού χωρίς να περιμένει τίποτα από κανέναν. Ίντριγκες, μεταμφιέσεις, ανατροπές, πάθη, μικρά δράματα, αρκετά ευτράπελα και χάπι εντ.
Το θεατρικό έργο «Ο Κουρέας της Σεβίλλης ή Η ανώφελη προφύλαξη» του Πιερ-Ογκιστέν Καρόν ντε Μπομαρσέ, που γράφτηκε το 1775, διαποτισμένο από το πνεύμα του Διαφωτισμού, αποτελεί ανάλαφρη αλλά καυστική σάτιρα της τάξης των ευγενών και των προνομίων τους στην προεπαναστατική Γαλλία. Η κωμική όπερα του Ροσίνι σε λιμπρέτο του Τσέζαρε Στερμπίνι στην πρώτη της παρουσίαση στο θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης, στις 20 Φεβρουαρίου 1816, είχε τον τίτλο «Αλμαβίβα ή Η ανώφελη προφύλαξη», αλλά δεν κατέκτησε αμέσως το κοινό, καθώς μια άλλη όπερα με το ίδιο θέμα, του Τζοβάνι Παϊζιέλο, σημείωνε ακριβώς εκείνη την εποχή μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, μέσα στα χρόνια η εκδοχή του Ροσίνι όχι μόνο κέρδισε το στοίχημα, αλλά εξακολουθεί να παίζεται ανελλιπώς σε όλες τις όπερες του κόσμου 200 χρόνια μετά. Να σημειώσουμε ότι το κοινό των αρχών του 19ου αιώνα είχε πια ωριμάσει κοινωνικά και πολιτικά και, καθώς οι προοδευτικές ιδέες κέρδιζαν σταδιακά έδαφος σε ολόκληρη την Ευρώπη, αναγνώριζε στο πρόσωπο του Φίγκαρο έναν μαχητικό εκπρόσωπο αυτών των ιδεών.
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ένας σκηνοθέτης που έχουμε συνδέσει με εμβληματικές παραστάσεις του Γκολντόνι, του Μολιέρου και του Μαριβό –άλλωστε ο «Κουρέας της Σεβίλλης» διαθέτει στοιχεία κομέντια ντελ άρτε–, κατάφερε να μας προσφέρει μια ενδιαφέρουσα παράσταση με χιούμορ και χρώμα, έχοντας συμμάχους μερικούς άξιους και έμπειρους τραγουδιστές, όπως ο Χριστόφορος Σταμπόγλης ως Μπαζίλιο και ο Μάριος Σαραντίδης ως Μπάρτολο. Ο πολυτάλαντος και υπερδραστήριος Γιώργος Ιατρού στον ρόλο του τίτλου, πέρα από την τραγουδιστική του δύναμη, απέδειξε για μια ακόμα φορά τις υποκριτικές του ικανότητες, ενώ οι δύο γυναίκες, η Άρτεμις Μπόγρη ως Ροζίνα και η Μίνα Πολυχρόνου ως Μπέρτα, η οικονόμος του σπιτιού, αποθεώθηκαν από το κοινό του Ολύμπια.
Αυτός όμως που δικαιούται τα περισσότερα εύσημα είναι ο μαέστρος Γιώργος Ζιάβρας, που διεύθυνε με πάθος τη Συμφωνική Ορχήστρα του δήμου Αθηναίων, χαρίζοντας μια αναπάντεχη δυναμική στη βραδιά. Συνολικά θα λέγαμε ότι ήταν μια λιτή αλλά αξιοπρεπής παράσταση, που χρωστάει πολλά στις αειθαλείς μελωδίες της δημοφιλούς όπερας του Ροσίνι και στο κέφι όλων των συντελεστών, που έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να ευοδωθεί η όλη απόπειρα. Περιμένουμε ακόμα αρτιότερες βραδιές όπερας στο Ολύμπια.