ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΡΙΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, που συνέβαλαν στην γνωριμία ενός ευρύτερου ελληνικού κοινού με την τζαζ, στην δεκαετία του ’50. Τα δύο είναι συναυλιακά και το ένα θεατρικό.
Για τα συναυλιακά, δηλαδή για τις παρουσίες του φημισμένου τρομπετίστα της τζαζ Dizzy Gillespie, στην Αθήνα, στο Θέατρον Κοτοπούλη, στο διάστημα 12-21 Μαΐου 1956, όπως και του θρύλου «πρεσβευτή της τζαζ» Louis Armstrong, επίσης στην Αθήνα, στην Αίθουσα Ορφεύς, στις 3 Απριλίου 1959, έχουμε ήδη γράψει τα σχετικά και λεπτομέρειες μπορείτε να δείτε εδώ... Οπότε εκείνο που τώρα μας μένει είναι να ασχοληθούμε με την θεατρική παράσταση, που είχε προηγηθεί των δύο συναυλιών, και που είναι το περισσότερο άγνωστο γεγονός από τα τρία.
Λέμε λοιπόν για την παρουσίαση της λαϊκής όπερας “Porgy and Bess” στην Αθήνα, στο τότε Βασιλικόν Θέατρον (νυν Εθνικό), στο διάστημα 20-23 Ιανουαρίου 1955, από πολυμελή αμερικανικό θίασο μαύρων καλλιτεχνών, σε μια παραγωγή των Blevins Davis και Robert Breen.
Πριν έλθουμε στην συγκεκριμένη παράσταση θα πρέπει, πρώτα, να πούμε λίγα λόγια για την όπερα “Porgy and Bess” – καθώς θεωρείται πλέον κομβική για πολλά και διαφορετικά ζητήματα (καλλιτεχνικά, αισθητικά, κοινωνικά, φυλετικά), και τούτο ασχέτως της κριτικής που της ασκήθηκε, στην δεκαετία του ’60 κυρίως, από τη μαύρη διανόηση, σε σχέση με την ίδια την «εικόνα» του μαύρου (πόσο κοντά ήταν στο «λευκό» πρότυπο κ.λπ.).
Κατ’ αρχάς το λιμπρέτο της όπερας ήταν γραμμένο από τον (λευκό) συγγραφέα DuBose Heyward (1885-1940), η μουσική της ήταν συντεθειμένη από τον George Gershwin (1898-1937), ενώ οι στίχοι των τραγουδιών της ήταν γραμμένοι από τον αδελφό τού συνθέτη, τον Ira Gershwin (1896-1983).
Η όπερα “Porgy and Bess” παρουσιάζει την ζωή και τους έρωτες των κατοίκων του Catfish Row, μιας όχι και τόσο φανταστικής συνοικίας, της Charleston της Βόρειας Καρολίνας, στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Η όπερα “Porgy and Bess” παρουσιάζει την ζωή και τους έρωτες των κατοίκων του Catfish Row, μιας όχι και τόσο φανταστικής συνοικίας, της Charleston της Βόρειας Καρολίνας, στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Όπως διαβάζουμε και στο ελληνικό πρόγραμμα:
«Οι ήρωές της είναι άνθρωποι που δουλεύουν σκληρά για να βγάλουν το ψωμί τους, έχουν βαθιά ριζωμένο το θρησκευτικό αίσθημα και διατηρούν το κέφι τους για τη ζωή. Οι χαρές και οι λύπες, οι ελπίδες και οι φόβοι των κατοίκων του Catfish Row και το ρομάντζο του Porgy και της Bess, θα μπορούσαν να συμβούν –και χωρίς άλλο συμβαίνουν– σε κάθε συνοικία, όπου το χρήμα είναι λιγοστό και οι βιοτικές συνθήκες σκληρές».
Η όπερα είχε κάνει πρεμιέρα στις 30 Σεπτεμβρίου 1935, στο Colonial Theatre της Βοστόνης, για να μεταφερθεί στο Broadway αμέσως μετά, σε σκηνοθεσία Rouben Mamoulian και μουσική διεύθυνση από τον Alexander Smallens. Στο ρόλο του Porgy ήταν ο βαρύτονος Todd Duncan, ενώ σ’ εκείνον της Bess ήταν η σοπράνο Anne Brown.
Η όπερα είχε από την αρχή μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ, ενώ το 1943, μέσα στον Πόλεμο, θα περάσει και στην Ευρώπη, για να παρουσιαστεί σε διάφορες χώρες όχι χωρίς προβλήματα (λόγω ναζιστικής κατοχής κ.λπ.), για να επανέλθει στην Γηραιά Ήπειρο μετά τον Πόλεμο, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 πια (και με διαφορετικό καστ φυσικά).
Ήταν Ιούνιος του 1952 λοιπόν, όταν η παραγωγή των Blevins Davis και Robert Breen, ανεβαίνει στο Ντάλλας του Τέξας, ξεκινώντας περιοδεία στην Αμερική και πιο μετά στην Ευρώπη, εκεί όπου ο θίασος θα παραμείνει για τέσσερις μήνες, επιστρέφοντας στη βάση του τον Μάρτιο του ’53.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του ’54 ο θίασος θα περιόδευε ξανά σε ΗΠΑ και Καναδά, ενώ τον Σεπτέμβριο του ’54 θα επανερχόταν στην Ευρώπη, δίνοντας παραστάσεις σε Ιταλία, Γαλλία, Γιουγκοσλαβία και αλλού, φθάνοντας έως και την Αίγυπτο.
Και ήταν τότε, σ’ εκείνο, το πλαίσιο, όταν ο αμερικανικός θίασος θα επισκεπτόταν και την Ελλάδα, παρουσιάζοντας το “Porgy and Bess” στην Αθήνα, στο τότε Βασιλικόν Θέατρον, στο διάστημα 20-23 Ιανουαρίου 1955.
Οι παραστάσεις εκείνες είχαν θεωρηθεί μεγάλο γεγονός από τα μίντια της εποχής, είχαν διαφημιστεί εκτενώς, είχαν γραφεί άρθρα, ενώ είχαν δοθεί και συνεντεύξεις. Σε μία από εκείνες, που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Εμπρός» (15 Ιαν. 1955) ο Robert Breen (ένας εκ των παραγωγών), είχε πει στον δημοσιογράφο Χρήστο Οικονόμου:
«Η επιτυχία του “Porgy and Bess” αποδίδεται στην υπόθεση του έργου, αλλά κυρίως στην μουσική του George Gershwin και φυσικά στις άριστες φωνές και την ηθοποιία των καλλιτεχνών. Ο Gershwin κατάφερε με την μουσική αυτή να ικανοποιήσει το γούστο των κάθε μορφής ακροατών. Από τους πιο αυστηρούς διανοουμένους έως τον απλό άνθρωπο – που ζητά, συγχρόνως με την ικανοποίηση να βλέπει έναν καλό ηθοποιό, και την απόλαυση ν’ ακούει μια καλή μουσική, που να την καταλαβαίνει. Αυτός είναι ο λόγος που τα περισσότερα τραγούδια του “Porgy and Bess” έχουν γίνει δημοφιλή και τραγουδιούνται όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Ιδιαίτερα δε στην Ευρώπη. Οι Gloria Davy, Irene Williams και Fredye Marshall, που παίζουν εναλλάξ τον ρόλο της Bess, όπως και οι Leslie Scott, Irving Barnes και LeVern Hutcherson, που υποδύονται τον Porgy, είναι από τους αξιολογότερους καλλιτέχνες στην Αμερική».
Αυτό που σημείωνε ο αμερικανός παραγωγός, από το 1955 ήδη, είναι η απόλυτη αλήθεια. Δεν θα υπήρχε “Porgy and Bess” αν δεν υπήρχε το ατελείωτο ταλέντο και η συνθετική ευφυΐα του George Gershwin, ενός τρανού ανθρώπου της μουσικής που θα έφευγε τόσο νέος από την ζωή, το 1937, μόλις στα 39 χρόνια του.
Όταν λέμε για “Porgy and Bess” λέμε για το υπερκλασικό των κλασικών “Summertime” και φυσικά, για τα υπόλοιπα θρυλικά κομμάτια “It ain’t necessarily so”, “Bess, you is my woman now”, “I loves you, Porgy”, “There’s a boat dat’s leavin’ soon for New York”, “Here come de Honey Man” κ.λπ.
Ως συνθέτης, ο George Gershwin ξεχωρίζει για το πάθος του να ενώσει σ’ ένα σώμα τους «κλασικούς» τρόπους και τα χρώματα με την λαϊκή μουσική του καιρού του, που βασικά ήταν η μουσική των μαύρων (ασχέτως αν την ερμήνευαν και λευκοί), δηλαδή την τζαζ.
Τα πιο ώριμα έργα του αντανακλούν αυτήν ακριβώς την συνύπαρξη, αναγνωρίζοντας ο ίδιος στην τζαζ κυρίαρχα «δικαιώματα» στην αμερικανική μουσική εξέλιξη, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Μάλιστα η βιογραφία του λέει πως όταν είχε βρεθεί στην Ευρώπη (ο Gershwin), είχε ζητήσει να του παραδώσουν μαθήματα η Nadia Boulanger, ο Maurice Ravel ή ακόμη και ο Arnold Schoenberg (και οι τρεις μεγάλες μορφές της μουσικής διδασκαλίας και φυσικά της σύνθεσης) και πως όλοι τους είχαν αρνηθεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ώστε να μην αλλοιώσουν εκείνη την ιδιόμορφη συνθετική αντίληψη που είχε – που ήταν και εντελώς αμερικάνικη, και βεβαίως πρωτότυπη.
Έτσι αναμιγνύοντας στοιχεία από τους «σοβαρούς» συνθέτες του καιρού του (Ravel, Debussy κ.ά.) και τους συνθέτες του Tin Pan Alley (της ποπ της εποχής του δηλαδή), μέσω των οποίων ανακαλύπτει την τζαζ, ο George Gershwin οικοδομεί τον δικό του αισθητικό χώρο, οδηγώντας αυτόν τον χώρο στο απόγειό του, μέσω της λαϊκής όπεράς του “Porgy and Bess”.
Από την μια μεριά λοιπόν υπάρχει αυτός ο ηχητικός πλούτος της μαύρης μουσικής (η jazz, το blues, τα hollers, τα work songs, τα spirituals κ.λπ.) και από την άλλη οι άριες και τα ρετσιτατίβα (της όπερας), ενώ και στην ενορχήστρωση συνυπάρχουν, για παράδειγμα, τα κλασικά όργανα (κλαρινέτα, φλάουτα, όμποε, τρομπέτες, τρομπόνια, τούμπα, πιάνο κ.λπ.), μαζί με μπάντζο, μα και μ’ ένα εκτεταμένο section από κρουστά (ξυλόφωνο, κύμβαλα, τύμπανα, τρίγωνα, τομ-τομ, glockenspiel κ.λπ.), απαραίτητα φυσικά, για να περιγραφούν όλες οι ρυθμικές μεταβολές των μαύρων μουσικών ηχοχρωμάτων.
Η όπερα “Porgy and Bess” ήταν τρίπρακτη και θα ήταν χρήσιμο να μεταφέρουμε εδώ ένα απόσπασμα από την περίληψη της πρώτης πράξης (δανεισμένο από το ελληνικό πρόγραμμα) ώστε να δώσουμε μία αίσθηση των δρωμένων:
«Ένα καλοκαιρινό δειλινό που όλα είναι ήσυχα και ειρηνικά, η Κλάρα, η γυναίκα ενός ψαρά, νανουρίζει το μωρό της (σ.σ. εδώ, στην αρχή, ακούγεται το “Summertime”). Σε λίγο θα βραδιάσει και θ’ αρχίσει το παιγνίδι των ζαριών, κάτω απ’ το φως της λάμπας και των άστρων. Ο Ρόμπινς, ένας στοιβαδόρος, πλησιάζει τον κύκλο των παικτών, παρά τις διαμαρτυρίες της γυναίκας του Σειρήνας και το παιγνίδι αρχίζει.
Ο Πόργκυ, ένας ανάπηρος ζητιάνος, που τριγυρίζει μ’ ένα καροτσάκι που το σέρνει η γίδα του, έρχεται κι αυτός να δοκιμάσει την τύχη του, με τα χρήματα που οικονόμησε όλη τη μέρα ζητιανεύοντας ανάμεσα στους λευκούς.
Να δοκιμάσει την τύχη του έρχεται και ο Κρόουν, γιγαντόσωμος στοιβαδόρος, μέθυσος και με κακή φήμη. Μαζί του έρχεται και η φιλενάδα του Μπες, μια γυναίκα του δρόμου που περιφρονούν οι τίμιες νοικοκυρές του Κάτφις Ρόου.
Άλλος παίκτης είναι ο Σπόρτιγκ Λάιφ, έμπορος ναρκωτικών από το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, που τράβηξε κατά το Νότο, για λόγους γνωστούς μονάχα στον εαυτό του, και πουλάει τώρα κοκαΐνη στους ανθρώπους του λιμανιού.
Ο Σπόρτιγκ Λάιφ νοστιμεύεται της Μπες. Ο Πόργκυ τη λατρεύει. Έχει όμως το προτέρημα της απέραντης υπομονής, κάτω απ’ την οποία κοχλάζει μια τεράστια ενεργητικότητα, που δεν της δόθηκε η ευκαιρία να εκδηλωθεί. “Περιμένει... Περιμένει με τη συμπυκνωμένη ένταση πυρωμένου γυαλιού”.
Ο Κρόουν είναι μεθυσμένος και επιθετικός, και μια ρουφηξιά του ναρκωτικού, που πλασάρει ο Σπόρτιγκ Λάιφ, τον εξάπτει στο έπακρο. Τσακώνεται με τον Ρόμπινς, πάνω σε μια ζαριά, και τον σκοτώνει. Οι παίκτες διαλύονται βιαστικά και οι κάτοικοι αμπαρώνονται γρήγορα στα σπίτια τους, ενώ ακούγεται από μακριά η σφυρίχτρα του αστυνομικού. Η Μπες αποχαιρετάει τον Κρόουν, που φεύγει για να κρυφτεί στα δάση του νησιού Κίτιουα και να περιμένει έως ότου ξεχαστεί το έγκλημα.
Η Μπες ψάχνει να βρει άσυλο στο Κάτφις Ρόου, αλλά οι γείτονες της κλείνουν όλοι την πόρτα...».
Το ανέβασμα του “Porgy and Bess”, στο διάστημα 20-23 Ιανουαρίου 1955, στο Βασιλικόν Θέατρον, είχε μεγάλη επιτυχία. Τους μαύρους καλλιτέχνες (τότε, και για πολλά χρόνια, τους αποκαλούσαν «νέγρους» στα ελληνικά μίντια) τους είχε δεξιωθεί ο αμερικανός πρέσβης, με τις κριτικές να είναι μάλλον διθυραμβικές.
Ενδεικτικά αναφέρουμε το άρθρο του Χρήστου Οικονόμου, ξανά, στο «Εμπρός» (22 Ιαν. 1955), στο οποίο διαβάζουμε: «Το “Πόργκυ και Μπεςς” γοητεύει το δύσκολο Αθηναϊκόν κοινόν».
Βεβαίως το αθηναϊκό κοινό δεν ήταν «δύσκολο», απλώς ήταν φυσιολογικά άσχετο με μία τέτοιου τύπου παράσταση, με μία μοντέρνα όπερα, την οποίαν παρουσίαζε πολυμελής θίασος, εβδομήντα και πλέον, μαύρων καλλιτεχνών! Παρά ταύτα η όπερα άρεσε – και αυτό είναι αλήθεια.
Μα και στο πολιτιστικό περιοδικό της Αριστεράς, την «Επιθεώρηση Τέχνης» (τεύχος #2, Φεβρουάριος 1955), ο Παναγής Σολωμός, στη στήλη του «Θέατρο», είχε γράψει επαινετικά λόγια για την παράσταση, παρόλη την «εκνευριστική προπαγανδιστική τυμπανοκρουσία»:
«Η εμφάνιση στο Βασιλικό Θέατρο του θιάσου των νέγρων με την λαϊκή όπερα του Γκέρσουιν “Πόργκυ και Μπες” ήρθε να αναταράξει ευχάριστα τα λιμνασμένα νερά της θεατρικής ρουτίνας μας.(...) Είναι λοιπόν οι ερμηνευτές της όπερας, εξόν από τ’ άλλα, και λαμπροί ηθοποιοί. Συνήθως ένας καλλιτέχνης του μελοδράματος, προσέχοντας αποκλειστικά το τραγούδι του, παραμελεί την μιμική και την κίνησή του ή περιορίζεται σε ορισμένες τυποποιημένες στάσεις και χειρονομίες, που θυμίζουν την τεχνική τής παντομίμας. Εδώ το τραγούδι δεν περιόρισε καθόλου την κίνηση και την μιμική έκφραση των ερμηνευτών, που έπαιξαν με όση άνεση θα ’παιζαν κι ένα ρεαλιστικό ή νατουραλιστικό δράμα.(...) Μα ό,τι είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτο είναι πως και οι τελευταίοι κομπάρσοι στο έργο έδειξαν τις ίδιες υποκριτικές αρετές, γεμίζοντας με το παίξιμο και την κίνησή τους όλα τα κενά του έργου και παρουσιάζοντας έτσι μουσική, λόγο, μιμική και κίνηση σαν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο».
Είναι σίγουρο πως ο περισσότερος κόσμος θα είδε σίγουρα, τότε, για πρώτη φορά, μαύρους καλλιτέχνες και οπωσδήποτε θα διαπίστωσε το ταλέντο τους, στο χορό, στο τραγούδι και στην υποκριτική τέχνη, θα απόλαυσε τη μουσική του George Gershwin, με τα τόσα αφροαμερικανικά στοιχεία, θα σιγοψιθύρισε ή θα σφύριξε το “Summertime” και τα άλλα καταπληκτικά τραγούδια, πιθανώς κάποιοι να είχαν περάσει και από το κατάστημα Αδελφοί Λαμπρόπουλοι, για να ζητήσουν δίσκους με τα ήδη ηχογραφημένα τραγούδια της όπερας, ενώ όλοι θα εξοικειώνονταν, σ’ ένα βαθμό, και με την γενικότερη αύρα της μαύρης φυλής. Όλα αυτά ήταν οπωσδήποτε πολύ θετικά, για την Αθήνα του ’50.
Επίσης κάποιοι θα έμαθαν, σίγουρα, πως μεταξύ των μελών του θιάσου υπήρχε και μια καλλιτέχνιδα (μαύρη φυσικά) με ελληνικό ονοματεπώνυμο, που δεν ήταν άλλη από την άγνωστη ευρύτερα, τότε, Maya Angelou! – αυτή την σημαντική προσωπικότητα της αφροαμερικανικής διανόησης (ποιήτρια, ακτιβίστρια και άλλα πολλά), που θα έφευγε από την ζωή το 2014, στα 86 χρόνια της.
Και σίγουρα εκείνοι οι... κάποιοι θα είχαν μάθει, επίσης, πως η Angelou είχε παντρευτεί έναν συμπατριώτη μας από την Χίο, κάποιον... Αγγελόπουλο, που τον είχε γνωρίσει σ’ ένα δισκάδικο της Ουάσιγκτον, το 1951 (τα έγραφαν οι εφημερίδες όλα αυτά).
Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, πόσο παρεμβατική είχε υπάρξει εκείνη η παράσταση, σε διαφορετικά επίπεδα, πολύ δε περισσότερο όταν είχε κινηματογραφηθεί κιόλας (κατά την γενική δοκιμή της), μ’ ένα απάνθισμα να προβάλλεται στον Ορφέα, στην Αθήνα από τις 7 Φεβρουαρίου (1955) και μετά – με τις προβολές να «τρέχουν», επίσης, στο Ολύμπιον της Θεσσαλονίκης και στο Σπλέντιτ του Πειραιά.
Περιττό να το πούμε πως τα κομμάτια από την όπερα “Porgy and Bess” ενσωματώθηκαν αμέσως στο ρεπερτόριο της τζαζ, αποτελώντας, εδώ και δεκαετίες, αδιαμφισβήτητες αξίες του great american songbook, καθώς τα τραγούδια των George & Ira Gershwin έχουν γνωρίσει χιλιάδες, δηλαδή δεκάδες χιλιάδες, διασκευές και ερμηνεύονται αδιαλείπτως έως και σήμερα.
Και δεν αναφερόμαστε μόνο στο “Summertime”, που το έχουν αποδώσει οι πάντες, δηλαδή τζαζ, ροκ, φολκ κ.λπ. συγκροτήματα και καλλιτέχνες απ’ όλον τον κόσμο –ανάμεσά τους και ουκ ολίγοι Έλληνες, όπως οι M.G.C., Βίκυ Λέανδρος, Φλέρυ Νταντωνάκη, Σοφία Βόσσου, Αλέξια, Μάριος Φραγκούλης, Μαρία Φαραντούρη κ.ά.–, μα και σε κάθε σύνθεση απ’ αυτό το ιστορικό έργο.
Miles Davis - It Ain't Necessarily So
Εν τω μεταξύ στην Αμερική βασικά, μα και σε άλλες χώρες, δεν είναι λίγα τα άλμπουμ “Porgy and Bess”, με τα συνολικά τραγούδια της όπερας, ερμηνευμένα συγκλονιστικά, από πολύ μεγάλες φωνές και από τρανά σχήματα της τζαζ. Τι να ξεχωρίσεις και τι ν’ αφήσεις απ’ έξω... Ας απαριθμήσουμε, λοιπόν, δεκαπέντε τέτοιους δίσκους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι πλέον κλασικοί:
1. Miles Davis: George Gershwin’s Porgy and Bess / Orchestra under the direction of Gil Evans [Columbia, 1959]
2. Ella Fitzgerald and Louis Armstrong: Porgy & Bess [Verve, 1959]
3. Lena Horne / Harry Belafonte: Porgy and Bess [RCA Victor, 1959]
4. Sammy Davis Jr. / Carmen McRae: Porgy and Bess [Decca, 1959]
5. Hank Jones: Porgy and Bess [Capitol, 1959]
6. Buddy Collette and The Poll Winners: Porgy and Bess [Interlude, 1959]
7. Oscar Peterson: Plays Porgy and Bess [Verve, 1959]
(Όλες αυτές οι εκδόσεις του 1959 συμπίπτουν με τη μετατροπή της όπερας σε μιούζικαλ, για τον κινηματογράφο, από τον Otto Preminger, με τον Sidney Poitier και την Dorothy Dandridge στους βασικούς ρόλους)
8. The Modern Jazz Quartet: The Modern Jazz Quartet Plays George Gershwin’s Porgy & Bess [Atlantic, 1965]
9. Ivan Jullien, Eddy Louiss: Porgy and Bess [FR. Riviera, 1971]
10. Oscar Peterson and Joe Pass: Porgy & Bess [Pablo, 1976]
11. Ray Charles & Cleo Laine: Porgy & Bess [RCA, 1976]
12. George Mraz in Duet with Roland Hanna: Porgy & Bess [JAP. Trio, 1976]
13. Joe Henderson: Porgy & Bess [Verve, 1997]
14. Paolo Fresu and Orchestra Jazz Della Sardegna: Porgy and Bess [IT. Il Manifesto, 2001]
15. Clark Terry with Jeff Lindberg and The Chicago Jazz Orchestra: George Gershwin’s Porgy & Bess [Americana Music, 2004]
Ella Fitzgerald & Louis Armstrong - Summertime