Η «Νύχτα λίγο πριν τα δάση» είναι ένα έργο που με συντροφεύει εδώ και χρόνια. Η πρώτη μου γνωριμία με αυτό το ορμητικό ποτάμι λέξεων, αισθήσεων, καταστάσεων ήταν ηλεκτρική. Επιλέγω να πω «ποτάμι λέξεων» γιατί ο Κολτές δεν το χαρακτηρίζει ως θεατρικό έργο ούτε ως οποιαδήποτε άλλη λογοτεχνική φόρμα. «Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση» χωρίς περιττές επεξηγήσεις, χωρίς προλόγους, χωρίς φόρμες, από την πρώτη λέξη ως την πρώτη τελεία, ακριβώς στο τέλος. Όλο μία ανάσα: γοητευτικό.

 

Υπάρχουν, μπορεί να φανταστεί κανείς, άπειρες δυνατότητες στα λόγια αυτού του άντρα που μες στη βροχή μιλάει ακατάπαυστα σε κάποιον. Αυτή είναι η δεύτερη σκηνοθετική-ερμηνευτική μου απόπειρα του έργου, με πρώτη τη διπλωματική μου εργασία στη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, και νιώθω ότι θα μπορούσα να πειραματίζομαι και να επιστρέφω ξανά και ξανά.

 

Ξεκινώ λοιπόν την πρώτη μου, επαγγελματική πια, «Νύχτα» τρία χρόνια αργότερα. Και μάλιστα με μια καινούργια μετάφραση: ήταν φανερό ότι χρειαζόταν. Η χαρά αυτή, σε συνδυασμό με την ύπαρξη του «Στούντιο», έναν μικρό ισόγειο χώρο, με παράθυρα στον δρόμο, λίγες θέσεις και πολλή ζεστασιά, ώθησε τον πειραματισμό της σκηνικής του εκδοχής.

 

Δύο ερμηνευτές, δύο φωνές σε μια κοινή ροή, αφηγούνται τις εμπειρίες, τις σκέψεις και τις εσωτερικές διαδρομές ενός ανθρώπου που περιπλανιέται στον δρόμο. Δύο παρτενέρ που γίνονται διαδοχικά αυτός που πλησιάζει κι αυτός που προσεγγίζεται. Τους παρακολουθούμε να σχετίζονται, να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, με το κοινό αλλά και με το δημόσιο χώρο, και τους τυχαίους περαστικούς. Κεντρικό μας εργαλείο είναι η μουσικότητα-ρυθμικότητα του λόγου ένα καταγραφικό ήχου, το φως και οι σκιές.

 

Τι είναι τελικά η «Νύχτα λίγο πριν τα δάση»; Μια εξομολόγηση, ένα όνειρο, ένα παραλήρημα, ένα μουσικό κομμάτι;

Γιώργος Σκαρλάτος

 

 

Λένε πως οι μεταφράσεις ζουν γύρω στα 30 χρόνια, και φέτος κλείνουν ακριβώς τόσα από τη μετάφραση που σύστησε τον Μπερνάρ-Μαρί Κολτές στο ελληνικό κοινό, αυτή της Μάγιας Λυμπεροπούλου του «Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση» - ο δικός της τίτλος ήταν κατάτι διαφορετικός.

 

Όταν ο Πατρίς Σερώ, πριν ακόμα γίνει σκηνοθέτης έργων που ο Κολτές γράφει ειδικά γι’ αυτόν, όταν λοιπόν διαβάζει για πρώτη φορά κείμενό του, τα χάνει με τον «εντελώς ανήκουστο τρόπο που χειρίζεται τη γλώσσα». Τη δε «Νύχτα», ομολογεί ότι δεν την καταλαβαίνει καθόλου: η εικοσασέλιδη μοναδική πρόταση του «δημιουργεί πανικό» (κόμματα, παύλες, παρενθέσεις, μια μόνο τελεία!). Σήμερα πια, το τότε ανοίκειο, μας είναι κοντινό. Ακούμε τη μουσική του, νιώθουμε τον τρόπο του. Είναι ώρα να μεταφραστεί το έργο από την αρχή.

 

Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργο Σκαρλάτο, αν δεν με είχε ενθουσιάσει ο δικός του ενθουσιασμός, δεν θα το είχα τολμήσει. Θα γίνω γλυκανάλατη, αλλά μ' αρέσει να σκέφτομαι ότι ο Κολτές θα μας χαμογελούσε αν έβλεπε αυτό που ετοιμάσαμε...

Μυρτώ Ράις

 

 

Ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές είναι ένας από τους μεγαλύτερους και τους πιο πολυπαιγμένους σύγχρονους Γάλλους θεατρικούς συγγραφείς.

 

Γεννημένος το 1948 στο Μετς, τρίτος και τελευταίος γιος στρατιωτικού, μεγαλώνει σε αστική οικογένεια και αποκτά ιησουίτικη παιδεία. Τίποτα δεν τον προορίζει για το θέατρο. Όταν όμως, στα είκοσί του χρόνια, βλέπει την ηθοποιό Μαρία Καζαρές να ερμηνεύει τη Μήδεια του Σενέκα, ο έρωτας είναι ακαριαίος.

 

Μπαίνει στο τμήμα σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου του Στρασβούργου, και αρχίζει να γράφει. Το 1970, η Μαρία Καζαρές κάνει τη ραδιοφωνική ανάγνωση του πρώτου του έργου, «L'Héritage» (Η Κληρονομιά).

 

Γράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα (1974-1978), ταξιδεύει στη Λατινική Αμερική, την Αφρική, τη Νέα Υόρκη, και το 1977 σκηνοθετεί τον ηθοποιό Yves Ferry στο «Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση», που ανεβαίνει στο Φεστιβάλ της Αβινιόν.

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 γνωρίζει τον Πατρίς Σερώ. Είναι η αρχή μιας μακράς συνεργασίας: τα «Μάχη νέγρου και σκύλων», «Δυτική αποβάθρα», «Μες στη μοναξιά του κάμπου με τα βαμβάκια», «Η επιστροφή στην έρημο» γράφονται για και σκηνοθετούνται από τον Σερώ. Όμως με τον καιρό, οι σχέσεις τους δυσχεραίνουν: σύμφωνα με τον Σερώ, ο Κολτές δεν δέχεται καμία αλλαγή στα κείμενά του, αρνείται να επεξηγήσει τις ιδέες τους, απαιτεί να γίνουν σεβαστές ως έχουν.

 

Ο Κολτές είναι ήδη άρρωστος. Γράφει τον «Ρομπέρτο Τσούκο», τον προορίζει για τον Λικ Μποντύ, και πεθαίνει τον Απρίλιο του 1989. Είναι μόλις 41 ετών. Ο «Τσούκο» ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Δυτικό Βερολίνο, σε σκηνοθεσία Πήτερ Στάιν, ακριβώς ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Κολτές.

 

Ημέρες & ώρες παραστάσεων

Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00

(Το Στούντιο παραχωρείται χωρίς οικονομικό αντίτιμο σε πολιτιστικά ή πολιτικά συμβάντα. Η είσοδος για το κοινό είναι πάντα ελεύθερη)