Στο εικαστικό έργο του Γιώργου Βακιρτζή για τον κινηματογράφο είναι αφιερωμένo το ντοκιμαντέρ του Πάνου Θωμαΐδη με τίτλο «Ένα ποτάμι που λεγόταν Βακιρτζής». Μέσα από αφηγήσεις και εικόνες, η ταινία μάς μεταφέρει στον κόσμο της επικοινωνίας των κινηματογραφικών ταινιών στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, προβάλλοντας το μοναδικό εικαστικό έργο του δεξιοτέχνη δημιουργού που κυριάρχησε στη λεγόμενη «τέχνη των επτά ημερών».
Η ταινία βασίζεται σε αφηγήσεις ανθρώπων που τον γνώρισαν και σε περιγραφές εικαστικών και ανθρώπων της τέχνης, και παρουσιάζει πολλές από τις γιγαντοαφίσες και τις λιθόγραφες αφίσες που φιλοτέχνησε ο Βακιρτζής, έργα που κοσμούσαν τους κινηματογράφους της Αθήνας τη δεκαετία του ’50 και του ’60.
Η πρώτη ανάμνηση - Μια ιστορία από τη δεκαετία του ’60
Αθήνα, δεκαετία του ’60. Ο σκηνοθέτης Πάνος Θωμαΐδης, παιδάκι, περπατάει ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος, χειμώνα σε μια πόλη βρόμικη και θορυβώδη. «Από το ύψος μου δεν μπορώ να δω παρά μόνο τα πανωφόρια των περαστικών που μας προσπερνούν σπρώχνοντας, καθώς κινούνται με βιασύνη, αδιαφορώντας αν τσαλαπατήσουν τον διπλανό», μου λέει. Οι γονείς του σταματούν μπροστά σε ένα κεντρικό σινεμά για να δουν τις φωτογραφίες της ταινίας που παίζεται. Σηκώνει τα μάτια ψηλά και μένει έκθαμβος από τη ζωγραφιά που αντικρίζει. Το μέγεθος, την έκφραση, το χρώμα.
Μέχρι την εφηβεία του θα δει πολλές παρόμοιες εικόνες. Ενδίδει στη γοητεία τους πριν βυθιστεί στη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας. REX, Παλλάς, Ορφέας, Αττικόν, αίθουσες πρώτης προβολής με υπερμεγέθεις οθόνες, βασιλικά θεωρεία, βελούδινα καθίσματα και τη χαρακτηριστική μυρωδιά της παρκετίνης.
«Με τη ζωγραφική του για τον κινηματογράφο, τις γιγαντοαφίσες και τις λιθόγραφες αφίσες του, ο Βακιρτζής κάνει μια τέχνη για το ευρύ κοινό, κάνει μια τέχνη λαϊκή, κάνει pop art, και με την έννοια αυτή είναι πρωτοπόρος για την εποχή του».
Με τον ερχομό της τηλεόρασης θα αλλάξει σταδιακά το τοπίο. Σύντομα τα billboards και οι μεγάλες ψηφιακές εκτυπωτικές του ρολού θα αντικαταστήσουν τη μοναδικότητα της χειροποίητης γιγαντοαφίσας. Ανεπαίσθητα, πλην όμως χαρακτηριστικά, χάνει τη μαγεία της πλέον αυτή η απεικόνιση.
Αναζητώντας τη δουλειά του Βακιρτζή

«Σε αναζήτηση θέματος για ντοκιμαντέρ, μια επικοινωνία με τον γνώριμο από παλιά Χρήστο Φ. Μαργαρίτη με φέρνει σε επαφή με το περιεχόμενο της συλλογής Starlets και μου αποκαλύπτει όλο το παρασκήνιο της δουλειάς του Γιώργου Βακιρτζή. Προσχέδια, μακέτες, τεχνικές οδηγίες, φωτογραφίες από τα ενδότερα της Χρήστου Λαδά 11, όπου για χρόνια ήταν το εργαστήριο-ιερό του Γιώργου Βακιρτζή. Η περιγραφή της τεχνικής της ψαρόκολλας είναι από μόνη της μια αποκάλυψη. Ο Χρήστος φυτεύει την ιδέα ενός ντοκιμαντέρ. Το “μαύρο” στην ΕΡΤ θα ματαιώσει τα σχέδια. Ο Αντώνης Ρίκος μου θυμίζει ότι ο φίλος Μένης Θεοδωρίδης έχει καταγράψει με μοναδική ευαισθησία τον Γιώργο Βακιρτζή επί το έργον σε μια σπάνιας αρτιότητας και ομορφιάς σπουδαστική ταινία 8mm. Βλέπω το φιλμ και αναρωτιέμαι αν έχω κάτι άλλο να προσθέσω. Μήπως έχουν όλα ειπωθεί;», σημειώνει ο Πάνος Θωμαΐδης.
Τα χρόνια περνούν και το 2023, με αφορμή την έκθεση για τον Γιώργο Βακιρτζή που διοργάνωσε ο Χρήστος Μαργαρίτης και η ομάδα του στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, αφυπνίζεται εκ νέου το εγχείρημα. Αυτήν τη φορά η προσπάθεια θα ευοδωθεί. Το ντοκιμαντέρ «Ένα ποτάμι που λεγόταν Βακιρτζής», βασισμένο σε μια ιδέα του Χρήστου Μαργαρίτη, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Πάνου Θωμαΐδη, επιτέλους γίνεται πραγματικότητα.
Ένα εφήμερο έργο με διαχρονικό ενδιαφέρον
Τα εργαστήρια της παραγωγής κινηματογραφικών γιγαντοαφισών ήταν πολλά. Ο Βακιρτζής δεν ήταν ο μόνος. Ο δάσκαλός του Στέφανος Αλμαλιώτης, ο Κώστας και ο Γιώργος Κουζούνης, ο Νικόλαος Ανδρεάκος, ο Μανώλης Παναγιωτόπουλος, ο Βαγγέλης Φαεινός, ο Μεμάς Τουλιάτος και ο Μάριος Χονδρογιάννης συνθέτουν το τοπίο της αγοράς. Όλοι εξαίρετοι τεχνίτες, εξαίρετοι καλλιτέχνες, εξαίρετοι δημιουργοί. Τι κάνει τον Βακιρτζή να ξεχωρίζει;
«Ο Βακιρτζής τολμά, σπάει τη φόρμα», λέει ο Πάνος Θωμαΐδης. «Μεταφέρει με το πινέλο του γραφές που συναντά κανείς στη χαρακτική με linoleum και στην ξυλογραφία, φόρμες τολμηρές, διακριτές, γραμμές που έχουν ρίζες στη λαϊκή ζωγραφική και τη βυζαντινή αγιογραφία. Ο τρόπος που πλάθει το χρώμα του ιδιαίτερος. Δεν επιδιώκει να σβήσει, να χάσει τα όρια του, να σμίξει τις αποχρώσεις σε μια σταδιακή μετάβαση. Αντίθετα, δουλεύει με άνεση τα έντονα κοντράστ, αφήνοντας στο μάτι του θεατή να γεφυρώσει τις φόρμες, κάνοντας έμμεσα τον θεατή ενεργητικό και όχι απλά έναν παθητικό δέκτη. Οι χρωματικές του επιλογές, αιρετικές, προκλητικές, με στόχο τον εντυπωσιασμό αλλά και τον υποσυνείδητο προϊδεασμό του θεατή επί του περιεχομένου. Οι συνθέσεις του, οι γραμματοσειρές του, τα μεγέθη ως χρήση σπουδαιότητας αλλά και χωροταξίας του κάδρου, ο διαχωρισμός του πρώτου πλάνου από το φόντο με μια ασυναίσθητη χρήση του βάθους πεδίου, και τόσα άλλα που ανακαλύπτει κανείς μελετώντας από κοντά τόσο τα τελειωμένα έργα του όσο και τα προσχέδιά του», επισημαίνει.

Ο Γιώργος Βακιρτζής υπήρξε πολυτάλαντος και πολυσχιδής. Αναμφισβήτητα το έργο του για τον κινηματογράφο είναι μοναδικό και τον χαρακτηρίζει. Ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος που ασχολήθηκε με το είδος, όπως, επίσης, δεν ήταν το μόνο είδος με το οποίο ασχολήθηκε. Η ανάγκη προσέλκυσης του κοινού δημιούργησε ανά τον κόσμο την ανάγκη της επικοινωνίας, της διαφήμισης, εν ολίγοις, της κινηματογραφικής ταινίας. Στην προ τηλεόρασης εποχή, στα μέσα μαζικής επικοινωνίας κυριαρχούν η αφίσα και η επιγραφή, που στην περίπτωση του κινηματογράφου, λόγω της εβδομαδιαίας ανανέωσης του έργου, αλλάζει σχεδόν μόνιμα ανά επτά ημέρες, οδηγώντας σε αυτό που ονομάστηκε «τέχνη των επτά ημερών». Αυτή η βραχύβια ανάγκη θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία υποδεέστερων εφαρμογών, αν δεν υπήρχε ο αδυσώπητος ανταγωνισμός των εταιρειών διανομής και των αιθουσαρχών που κυριαρχούσαν στους κύριους εμπορικούς δρόμους της Αθήνας.
Έτσι, η απλή επιγραφοποιία αντικαταστάθηκε, από τα πρώτα βήματα του κινηματογράφου στην Ελλάδα, με φαντασμαγορικά κατασκευάσματα, τα περιβόητα «ντεκόρ», που πολλές φορές κάλυπταν όλη την πρόσοψη του κινηματογράφου και στόχο είχαν να εντυπωσιάσουν τον περαστικό, να τον δελεάσουν και να τον προσελκύσουν να δει το έργο. Αυτός, λοιπόν, ο εμπορικός σκοπός υποβάθμιζε, λόγω της χρηστικότητάς του, τη δημιουργία των ζωγράφων των γιγαντοαφισών από τέχνη σε εφαρμοσμένη τέχνη, απαξιώνοντάς τη στα μάτια των συναδέλφων, των κριτικών και των ακαδημαϊκών. Ευτελίζοντάς τη, επί της ουσίας.


Αν προσθέσει κανείς σ’ αυτό και το περιορισμένο διάστημα της έκθεσης των γιγαντοαφισών, λόγω της εβδομαδιαίας αλλαγής των ταινιών, τα έργα αυτά χάνονταν, καταστρέφονταν, πετιούνταν, χρησιμοποιούνταν ως βάση για να ζωγραφιστούν από πάνω νέα, ή, στην καλύτερη περίπτωση, κόβονταν σε κομμάτια για να χρησιμοποιηθούν στις μικρότερων διαστάσεων μαρκίζες κινηματογράφων δεύτερης και τρίτης προβολής στις συνοικίες και στην επαρχία.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τον ρόλο των ανθρώπων που διέβλεψαν τη μοναδικότητα των έργων αυτών και με προσωπικό κόστος, επιμονή και υπομονή κατάφεραν να διασώσουν, να διαφυλάξουν και να μας παραδώσουν ολόκληρα ή και σπαράγματα αυτών των έργων. Ξεχωριστή θέση μεταξύ αυτών έχει ο Χρήστος Μαργαρίτης, ο οποίος αποδείχθηκε θεματοφύλακας του έργου του Γιώργου Βακιρτζή, τόσο μέσα από τη συμβολή του στη δημιουργία και διάσωση της συλλογής Hellafi, όσο και με τη μεταγενέστερη δράση του, με τη διάσωση και μελέτη των έργων που απαρτίζουν τη συλλογή Starlets.
Pop art και λαϊκή τέχνη
Ανάμεσα στα σωζόμενα έργα του Γιώργου Βακιρτζή, ξεχωρίζουν τα προσχέδια και οι μακέτες, οι μελέτες, δηλαδή, που προηγούνταν της παραγωγής των γιγαντοαφισών. Μολύβια, μελάνια και ακουαρέλες, σε κλίμακα ανάλογη με τη μαρκίζα του εκάστοτε κινηματογράφου, συνοδευόμενα πολλές φορές με τεχνικές οδηγίες προς τους βοηθούς, αποκαλύπτουν τη μεθοδολογία, τον τρόπο δημιουργικής προσέγγισης και την ιδιαίτερη ματιά που ακολουθούσε σε κάθε ανάθεση. Στο ντοκιμαντέρ η Συραγώ Τσιάρα, η Ειρήνη Οράτη, ο Γιώργος Ρόρρης, καθένας από την πλευρά του, αναλύουν τόσο την τεχνική ιδιαιτερότητα, όσο και την αισθητική αξία ενός εκ προδιαγραφών εφήμερου έργου και εξηγούν γιατί καταφέρνει το έργο του Γιώργου Βακιρτζή να επιζήσει των ημερών του και συγχρόνως να αποτελεί σημείο αναφοράς για την εφαρμοσμένη εικαστική έκφραση της εποχής του.

«Με τη ζωγραφική του για τον κινηματογράφο, τις γιγαντοαφίσες και τις λιθόγραφες αφίσες του, ο Βακιρτζής κάνει μια τέχνη για το ευρύ κοινό, κάνει μια τέχνη λαϊκή, κάνει pop art, και με την έννοια αυτή είναι πρωτοπόρος για την εποχή του. Επιπλέον, συντονίζεται εκούσια ή ακούσια με τα μεταπολεμικά pop art ρεύματα της Ευρώπης και της Αμερικής, συμβάλλοντας στην καθιέρωση αυτής της μορφής έκφρασης στη χώρα μας», λέει ο Πάνος Θωμαΐδης.
Βλέποντας σήμερα ένα αυθύπαρκτο εικαστικό έργο
Με την πάροδο του χρόνου, η σύνδεση σημαίνοντος και σημαινoμένου έχει αλλάξει. Το πορτρέτο του Zαν Γκαμπέν, κυρίαρχο στη γιγαντοαφίσα της ταινίας «Ο Αλήτης» που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1959, δεν έχει σήμερα την ευτελή χρηστικότητα της εισπρακτικής προσδοκίας. Παραμένει, ωστόσο, ιδιαίτερο, καθώς γεννά τον θαυμασμό του θεατή ακόμα κι αν αυτός δεν γνωρίζει ότι πρόκειται για τη ρεκλάμα μια ταινίας, ακόμα κι αν αδιαφορεί για το ποια είναι η ταινία αυτή. Το εικαστικό έργο παραμένει αυθύπαρκτο και ως τέτοιο γεννά στον θεατή μια ιδιαίτερη συγκινησιακή φόρτιση, επιζητά και καταφέρνει να δημιουργήσει μια αυτοτελή ερμηνεία πέρα από το κινηματογραφικό έργο στο οποίο αναφέρεται, πέρα από την αφορμή που το γέννησε.




«Ο Γιώργος Βακιρτζής είναι αδιαμφισβήτητα “μάστορας”, με την έννοια του master of the arts, του καλλιτέχνη που η δεξιοτεχνία του είναι ικανή να ξεπεράσει τα όποια εκφραστικά εμπόδια. Το αποδεικνύει αυτό άλλωστε και στη μετέπειτα ζωγραφική του πορεία, στα χρόνια της “ζωγραφικής του τελάρου”. Συνδυάζει το έμφυτο ταλέντο με την εικαστική παιδεία, τη μακρόχρονη μαθητεία και σπουδή αλλά και το επικοινωνιακό χάρισμα. Αυτό το τελευταίο τού δίνει τη δυνατότητα να δημιουργεί και να επικοινωνεί μηνύματα μέσα από την οπτική γλώσσα, την οποία κατέχει. Απόδειξη η θέση του ως δημιουργικού διευθυντή στη Σκούρας Φιλμς, αλλά και η πολύ επιτυχημένη του πορεία ως δημιουργικού διευθυντή στη διαφήμιση, όπου πρώτος φέρνει μεγάλες διεθνείς διακρίσεις στη χώρα», λέει ο σκηνοθέτης. «Το έργο του Γιώργου Βακιρτζή μάς ενδιαφέρει γιατί φέρνει στο τραπέζι τη συζήτηση για τα όρια μεταξύ του ακαδημαϊσμού και της εφαρμοσμένης τέχνης, για το αν τα όρια αυτά είναι αμετάβλητα και αδιαπέραστα. Φέρνει τη συζήτηση για τις κατ’ ανάθεση δημιουργίες, είτε πρόκειται για μια καθαρά χρηστική, εμπορική εφαρμογή, είτε πρόκειται για μια κατ’ ανάθεση δοξαστική επιδίωξη των χορηγών τους».
Η κινηματογραφική πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «Ένα ποτάμι που λεγόταν Βακιρτζής» θα γίνει στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, τη Δευτέρα 28 Απριλίου 2025.