Ο Γουόρεν Μπίτι ανήκει στην πιο ανθεκτική, όπως έχει αποδειχθεί, γενιά των καθαρά χολιγουντιανών ηθοποιών που πρόλαβαν να κάνουν τη μετάβαση από τη χρυσή εποχή και το studio σύστημα στο σινεμά του αντικομφορμισμού με επιτυχία και ακόμα μεγαλύτερη δόξα και αναγνώριση, βγάζοντας τη γλώσσα σε όσους τους προόριζαν για τον βουβό ρόλο του ηθοποιού-μοντέλου. Συνομήλικος με την Τζέιν Φόντα, τον Ντάστιν Χόφμαν, τον Τζακ Νίκολσον αλλά και τους Βρετανούς Άντονι Χόπκινς και Βανέσα Ρεντγκρέιβ (εν ζωή όλοι, με κυμαινόμενο βαθμό δραστηριότητας πλέον), ο ετεροθαλής μικρότερος αδελφός της Σίρλεϊ Μακλέιν είχε τα προσόντα να βάλει υποψηφιότητα για Πρόεδρος των ΗΠΑ λόγω της έντονης περιέργειας για τα πολιτικά, του liberal ακτιβισμού του και της ακαταμάχητης λαοφιλίας του, κυρίως εντός των συνόρων, με πιθανότερο ανταγωνιστή τον κατά έναν χρόνο μεγαλύτερό του, εξίσου γόη και αντίπαλο δέος στην ξανθιά εκδοχή Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
Διαβόητος για τις κατακτήσεις του, που ευτυχώς είχε πάντα την ετοιμότητα να απεμπολεί με πειστικά αμήχανο χιούμορ, ως γνήσιος gentleman, μπήκε στον χώρο με τρομερή φόρα, αποσπώντας υποψηφιότητες για Tony για το A loss of roses το 1960 και Χρυσή Σφαίρα στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο έναν χρόνο αργότερα, μόλις στα 24 του χρόνια, για το διαπεραστικό μελόδραμα Πυρετός στο Αίμα – ο σκηνοθέτης του, ο Ελία Καζάν, ένας από τους πρώτους μέντορες που επιδίωξε να γνωρίσει, είχε τη διορατικότητα να προβλέψει πως, πέρα από την εικόνα του κολεγιόπαιδα ποδοσφαιριστή, ο Γουόρεν διέθετε την ενέργεια και το θράσος να τα θέλει όλα και να τα αποκτήσει με τον δικό του τρόπο – «και γιατί όχι στο κάτω κάτω;». Το Όλα για σένα, το Γύρω μου γκρεμίστηκαν όλα και το Τέλος μιας αγάπης που ακολούθησαν ήταν σινε-ρομάντσα που μάλλον δεν ενδιέφεραν έναν άνθρωπο με άλλες επιδιώξεις· ο Μπίτι τα έκανε, όπως και τα ποιοτικότερα Lilith και Mickey One, ενώ στην πραγματικότητα ήθελε πλήρη έλεγχο και από νωρίς γνωστοποίησε στο περιβάλλον του πως θα αναλάβει όλους τους δημιουργικούς τομείς αν χρειαστεί, για να πετύχει τις ταινίες που ονειρευόταν.
Ο Γουόρεν έκανε πολλά, όσα μπόρεσε, και εκτός από αυτό, έκανε και λίγα ακόμη λάθη, τα περισσότερα όμως ήταν σωστά, σαν τέλεια κινηματογραφικά οράματα που μόχθησε να τα εκπληρώσει, χωρίς να φαίνεται οτι κοπιάζει.
Υπήρξε καταλυτικός και επίμονος σε μυθικό επίπεδο στη δημιουργία του Μπόνι και Κλάιντ (έχουν γραφτεί βιβλία επί του θέματος), ασκώντας τη γοητεία του στο έπακρο και βάζοντας λυτούς και δεμένους για να γίνει επιτυχία μια ερωτική πράξη αντίστασης με πολιτικούς τόνους και υπονομευτικό στυλ, παντρεύοντας μοναδικά την ευρωπαϊκή κινηματογραφική ευαισθησία με την κλασική αμερικανική εικονογραφία. Είναι αλήθεια πως όταν ο Τζακ Γουόρνερ τον κάλεσε στο γραφείο του κατά τη διάρκεια της ατέρμονης διελκυστίνδας των διαπραγματεύσεων και των συνεχών αλλαγών, διότι από τότε ο Μπίτι έσκαγε γάιδαρο για να περάσει το δικό του, και για να του δείξει ποιο είναι το αφεντικό, του έδειξε από το παράθυρο το μικρό, πολύ ευδιάκριτο γλυπτό με τα αρχικά WB, που φυσικά συμβόλιζαν τους αδελφούς Γουόρνερ, ευθαρσώς ο Μπίτι του απάντησε: «Δεν ξέρω τι εννοείτε, το μόνο που βλέπω είναι τα αρχικά μου, Warren Beatty!».

Και ενώ δεν έγινε ποτέ ακριβώς σταρ όπως οι καλοί του φίλοι και συνοδοιπόροι στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, στην Αμερική έγραψε ιστορία: το 1978 έγινε ο πρώτος μετά τον Όρσον Γουέλς που απέσπασε 4 υποψηφιότητες για Όσκαρ για την ίδια ταινία, την αντικαπιταλιστική κομεντί Ας περιμένει ο Παράδεισος με τον αθλητή που χάνει τη ζωή του σε δυστύχημα, αλλά επιστρέφει στα εγκόσμια στη θέση ενός ζάπλουτου, στις κατηγορίες καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου και πρώτου ανδρικού ρόλου. Τρία χρόνια μετά επανέλαβε το επίτευγμα στο magnum opus του, τους Κόκκινους, το επικό όσο και τρυφερό χρονικό του διασημότερου Αμερικανού κομμουνιστή, κερδίζοντας το μοναδικό του Όσκαρ για τη σκηνοθεσία της ταινίας – έχει κι άλλο ένα, για το σύνολο της καριέρας του. Βλέποντας πάντα ψηλά (Ντικ Τρέισι, Μπάγκσι) και μερικές φορές πέφτοντας με κρότο (Ishtar, Town and Country), ο Μπίτι εργαζόταν πάντα αραιά, ξοδεύοντας πολύ χρόνο και συχνά δεκαετίες ανάμεσα στα σχέδια που κάποια στιγμή έφταναν στο πανί, και μέχρι την αυλαία της πορείας του, το 2016, με το ακαδημαϊκό, ευγενές αν και ατυχές Rules don’t apply (έπαιξε τον Χάουαρντ Χιουζ, άλλη μια λατρευτική εμμονή του), πρόλαβε να κάνει ένα ακόμη εξαιρετικό φιλμ, το παραγνωρισμένο Bulworth, μια σατιρική πραγματεία πολύ προφητική για τον βαθύτατο φυλετικό και ταξικό διαχωρισμό που γνωρίζει η Αμερική στις μέρες μας.


Ο Γουόρεν Μπίτι έκλεισε τα 88 του χρόνια στις 30 Μαρτίου και πλέον αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις, και κυρίως τις μετακινήσεις εκτός Λος Άντζελες, λόγω της εύθραυστης υγείας του, αν και ενημερώνεται για τα πάντα, όπως ισχυρίζεται το στενό του περιβάλλον – σαν βελτιωμένο μοντέλο Χάουαρντ Χιουζ με όψιμα πατρικά καθήκοντα! Η σύζυγός του, Ανέτ Μπένινγκ, που γνώρισε στα πλατό του σκηνοθετημένου από τον Μπάρι Λέβινσον, Μπάγκσι, το 1991, και για χάρη της εγκατέλειψε στα 54 του τις τρίλιες του Καζανόβα που τον συνόδευαν εμφατικά, είναι εκείνη που μιλά εξ ονόματός του για τον τρανς γιο τους Στίβεν Άιρα με υπερηφάνεια και σθένος σε μια περίοδο που τα νεοαποκτηθέντα δικαιώματα των τρανς βάλλονται σκληρά. Η νεότερη γενιά τον θυμάται από τη σοφή φράση που τόλμησε να ξεστομίσει στην τότε σύντροφό του, Μαντόνα, στο ντοκιμαντέρ της, ότι δηλαδή δεν έχει κανένα λόγο να πει οτιδήποτε που η κάμερα δεν καταγράφει και, φυσικά, από το μεγαλειώδες μπέρδεμα στα Όσκαρ, τότε που με τη Φέι Ντάναγουεϊ, την αγαπημένη του Μπόνι, είπαν λάθος όνομα νικητή, και ο παρουσιαστής Τζίμι Κίμελ, χάριν αστεϊσμού, τον επέπληξε λέγοντας: «Βρε Γουόρεν, τι έκανες πάλι;». Ο Γουόρεν έκανε πολλά, όσα μπόρεσε, και εκτός από αυτό, έκανε και λίγα ακόμη λάθη, τα περισσότερα όμως ήταν σωστά, σαν τέλεια κινηματογραφικά οράματα που μόχθησε να τα εκπληρώσει, χωρίς να φαίνεται οτι κοπιάζει.
Στο θησαυροφυλάκιο της Criterion Collection κρύβονται τρία διαμάντια από τη φιλμογραφία του στα ’70s, που στάζουν Γουόρεν Μπίτι σε κάθε τους καρέ, αν και δεν τα σκηνοθέτησε ο ίδιος.
Η έντιμος κυρία και ο χαρτοπαίκτης (1971)

Μετά την πολυετή και περιπετειώδη πορεία του στον χώρο και την παγκόσμια επιτυχία του MASH, ο Ρόμπερτ Άλτμαν επέβαλε το μότο του στο McCabe and Mrs Miller: σημασία δεν έχει τι λες αλλά πώς το αφηγείσαι. Η ταινία που στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον δηλωτικό τίτλο Η έντιμος κυρία και ο χαρτοπαίχτης δεν αφορά μόνο τη σχέση μιας απαιτητικής, οπιομανούς «μαντάμ» και ενός «παπατζή» με φήμη πιστολά, αλλά τους εντάσσει στο πλαίσιο μιας ληθαργικής, θρησκευόμενης κοινότητας στις αρχές του 20ού αιώνα ως μέρος ενός συνόλου αποκαλυπτικού της εποχής, υπερ-νατουραλιστικά αποτυπωμένου, σε ένα σινεμά κόντρα στις συμβάσεις και τις προσδοκίες που μάλιστα αποτέλεσε το πρόκριμα δημοσιότητας του Λέοναρντ Κοέν, με τα 4 τραγούδια που ο Άλτμαν δεν ξέχασε ποτέ από το πρώτο άλμπουμ του Καναδού τροβαδούρου, και ανέσυρε για να τα χρησιμοποιήσει στο folk soundtrack.
Οι αλληλοκαλυπτόμενοι διάλογοι του θρυλικού ωτακουστή Άλτμαν, τόσο φυσικοί που ο θεατής παίρνει την απρόθυμη θέση του κομπάρσου στην ταινία, δεν ταράζουν την απόφαση του Τζον Μακέιμπ να επιβάλει τον δικό του ρυθμό στους εύπιστους και τους εχθρούς, ούτε και την πίστη του Μπίτι, επιλογή της τελευταίας στιγμής μετά την άρνηση του μετέπειτα μετανιωμένου Έλιοτ Γκουλντ, να παίζει κόντρα στην τελειότητα της εικόνας του, με μυστήριο και χιούμορ, έναν αντιήρωα στον μεθοριακό ρεβιζιονισμό που αντιβαίνει στους όρους του κλασικού γουέστερν, και μάλιστα την ίδια περίοδο που ο Ρέντφορντ προετοίμαζε στα χιονισμένα βουνά της Γιούτα τον δικό του Τζερεμάια Τζόνσον, έναν ακόμη αξιοσημείωτο οσιομάρτυρα στον κανόνα των πιο ευθυτενών χαρακτήρων που του άρεσε να υποδύεται.
Υπόθεση Πάραλλαξ (1974)

Στο ευαγγέλιο των αμερικανικών πολιτικών θρίλερ της περιόδου γύρω από το Watergate, μαζί με την Εξαφάνιση, τη Συνομιλία, τις έξοχες Τρεις μέρες του Κόνδορα και το Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου, την αγία πεντάδα συμπληρώνει η πιο παράξενη από τις ανθρωποκεντρικές περιπέτειες συνωμοσίας, η Υπόθεση Πάραλαξ.
Ως ρεπόρτερ αποφασισμένος να ξεσκεπάσει τη διαφθορά κυνηγώντας το τρομερό αποκλειστικό και, γιατί όχι, ένα βραβείο Πούλιτζερ, ο Τζο Φρέιντι του Γουόρεν Μπίτι είναι όσο πιο κοντά γίνεται στην προσωπικότητα που φανταζόμαστε ότι είχε ο Αμερικανός ηθοποιός· μπουκάρει στην ταινία ως ευειδής παραλλαγή ενός Τζακ Νίκολσον, έτοιμος να ξεσκεπάσει μια δαιδαλώδη πλεκτάνη με επίκεντρο τον μονολιθικής όψης, σκιώδη οργανισμό Parallax Corporation με τη μυστηριώδη θέα από ψηλά, που σκοτώνει κόσμο και κανείς δεν μαθαίνει κάτι απτό για τον σκοπό και τη λειτουργία του.
Παράνοια, αλλά με λίγη τρέλα (ο Μπίτι δεν θα ήθελε να αναμειχθεί σε ένα story αυστηρής και μονοδιάστατης παράνοιας, όπως το Executive Action, γιατί πάντα διασκέδαζε το τραγικό πεπρωμένο με κωμωδία), έμφαση στη λεπτομέρεια από τον Πάκουλα, δύο χρόνια πριν από το απόλυτο αντικαθεστωτικό χρονικό των Γούντγουορντ/Μπερνστάιν, και καθηλωτικές εικόνες από τον Γκόρντον Γουίλις, σε πυκνή πλοκή που αναπτύχθηκε με ένα «μισοψημένο» script που γραφόταν μέρα με τη μέρα εξαιτίας της απεργίας των σεναριογράφων.
Shampoo (1975)

Μόνο ο Γουόρεν Μπίτι, με την πολύτιμη αρωγή του θρυλικού σεναριογράφου Ρόμπερτ Τάουν, έναν χρόνο μετά το απόλυτο επίτευγμά του στο Chinatown, θα μπορούσε να ανακατέψει γκόμενες, τρίχες και τον Ρίτσαρντ Νίξον με τον αλήστου μνήμης Σπίρο Άγκνιου, και να τα ξεμπλέξει θριαμβευτικά. Στην πολιτική σάτιρα του Χαλ Άσμπι από το 1975, που παίδευε στο μυαλό του από τα τέλη των ’60s με τον προσωρινό τίτλο Hair –τον εγκατέλειψε όταν το ομώνυμο, άσχετου θέματος, θεατρικό έκανε πάταγο–, έπλασε τον κεντρικό χαρακτήρα με πρότυπα τους κομμωτές Τζέι Σέμπρινγκ, ένα από τα θύματα στη σφαγή της Σάρον Τέιτ, και Γιον Πίτερς, μετέπειτα διάσημο μεγαλοπαραγωγό και πιο συναφή με τον πρωταγωνιστή Τζορτζ.
Ο Τζορτζ, λοιπόν, είναι ο πιο περιζήτητος κομμωτής του Μπέβερλι Χιλς και ταυτόχρονα ακάματος υπεραθλητής του σεξ, ένας εθισμένος ερωτύλος που σχεδόν βαμπιρικά, πάντα αθόρυβα, παίρνει ζωή από τις κατακτήσεις του – επιπλέον, οι σύζυγοι δεν τον υποψιάζονται, θεωρώντας πως είναι γκέι, αλλά ποιος θεατής δεν ξέρει πως ο Μπίτι δεν είναι γκέι, ακυρώνοντας έτσι τους υπόλοιπους άνδρες στην ταινία.
Μέσα στις 40 ώρες που διανύει το σεναριακό τόξο του Shampoo, Τζούλι Κρίστι, Γκόλντι Χον, Λι Γκραντ και Κάρι Φίσερ αναστενάζουν και αγανακτούν σαν ηρωίδες στο Θεώρημα – στο μεταξύ, οι προσδοκίες του Τζορτζ με το γρήγορο πιστολάκι και τα καταστροφικά προσόντα εξανεμίζονται ακριβώς όπως οι ελπίδες της Αμερικής σε αυτήν τη γλυκόπικρη πολιτική παραβολή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.