Δεν πίστευε ποτέ ότι θα βρει ξανά αυτό που λένε έρωτα. Ήξερε ότι ορισμένοι άνθρωποι γεννιούνται με τις προδιαγραφές του έρωτα στο dna τους. Όχι όμως αυτή.
Κατά τον Sternberg, ο έρωτας είναι ολοκληρωμένος όταν υπάρχουν τρία συστατικά μέσα του. Η εγγύτητα, το πάθος, και τέλος η απόφαση/δέσμευση για το μοναδικό και ανυπέρβλητο «πάντα και για πάντα» . Αυτά διάβαζε για να μπορέσει να αποκωδικοποιήσει τον έρωτα στο μυαλουδάκι της, επηρεασμένη από το πάθος που είχε για την ψυχολογία. Και αυτά τα ίδια ήταν που την έκαναν να πιστεύει ότι δεν θα μπορούσε να πέσει θύμα του φτερωτού θεού με τα βέλη. Και να έπεφτε δηλαδή. Δεν θα ευδοκιμούσε. Το είχε πλέον αποδεχτεί.
Η εγγύτητα, η στενή σχέση. Το πάθος, η ένταση που σου δημιουργεί μιά και μόνο ματιά του άλλου. Αυτό το «παντά και για πάντα»... Τέσσερις λέξεις που μπορούν να τρομάξουν τον καθένα μας. Η αιωνιότητα που αφήνουν πίσω τους, είναι ικανή να την παρασύρει σε μιά δίνη και να την φυλακίσει μέσα της "για πάντα"... Πόσο θεωρητικά είναι όλα! Τα βιβλία να δίνουν τις απαντήσεις, που με τόσο κόπο παλεύει η καρδιά να αποκτήσει.
Και να πεις ότι δεν το ήθελε. Δεν το αναζητούσε. Όμως ο έρωτας, η συντροφικότητα και η αγάπη για την εκείνη, ήταν όπως το φεγγάρι. Όπου και αν πήγαινε το ακολουθούσε, από όπου και αν ήταν μπορούσε να το δει όμως δεν μπορούσε να το αγγίξει. Να το κάνει δικό της. Κτήμα της. Να ζήσει μερικές στιγμές κοντά του.
Και για όλα αυτά μπορούσε να κατηγορήσει την οικογένεια της, τον εαυτό της, την κοινωνία. Μα ποτέ αυτόν. Είτε έλειπε, είτε ήταν γύρω ήταν ένα και το αυτό. Η παρουσία του υπήρχε μέσα της. Αυτός δεν ήταν σαν το φεγγάρι. Όχι γιατί δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Αλλά γιατί δεν είχε φως μέσα του. Ήταν σαν μια σκια. Καλύτερα, η δική της σκιά.
Επιστρέφοντας στις σκέψεις και τα λεγόμενα του κυρίου της ψυχολογίας, κατέληγε πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: ήταν καταδικάσμενη στην εργένικη ζωή. Γιατί μέσα της δεν υπήρχαν περιθώρια να βιώσει μια στενή σχέση, δεν μπορούσε να νιώσει την ανάγκη ούτε την έλξη, το φυσικό και το δυνάτο, το πηγαίο πάθος αλλά και γιατί η απόφαση για την δέσμευση σήμαινε το τέλος της ζωής της. Ήταν σαν ένα διαβητικό παιδί. Ήθελε απεγνωσμένα το γλυκό στο βάζο, όμως αν το έτρωγε, θα έβαζε την ζωή της σε κίνδυνο. Αυτός ήταν η αγαπημένη της πάστα. Το αγαπημένο της σουφλέ σοκολάτας. Η αγαπημένη της γεύση, γεμάτη ζάχαρη. Δεν μπορούσε να ζήσει μακριά του, αλλά ούτε και κοντά του.
Ίσως και για αυτό δεν έφυγε ποτέ από κοντά της. Γιατί για να φύγει κανείς, πρέπει να ξεχαστεί. Και όταν κουβαλάς κάποιον μέσα σου, είναι τόσο δύσκολο να ξεχαστεί. Τόσο και να φύγει.
Και έτσι, η κάθε μέρα δεν ήταν πλέον μια καινούργια μέρα. Κυλούσαν όλα σαν ένα παλιό ρολόι, με τα δευτερόλεπτα να περνάνε βαρύγδουπα, αφήνοντας πίσω τους κενές μέρες και νύχτες. Κενά συναισθήματα και όνειρα. Όλα ήταν μια συνήθεια, στην οποία είχε βολευτεί. Είχαν κάνει μια συμφωνία. Εκείνη δεν θα φέρνει αντιρρήσεις και ο χρόνος θα κάνει τη δουλειά του. Θα τρέχει, θα περνάει από δίπλα της, με την διαφορά ότι τίποτα δεν θα είχε νόημα ούτε σημασία. Η δική της αιώνια κόλαση είχε έρθει. Τουλάχιστον ήξερε πως αυτός βρισκόταν στον παράδεισο. Η δική του ευτυχία μπορούσε να καλύψει το κενό της δικής της. Και ίσως μια μέρα, όταν οι κενές μέρες τελειώναν και η λυτρώση θα ερχόταν, να μπορούσε να χαμογελάσει ξανά. Όπως ακριβώς χαμογελούσε σε εκείνον...