Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φούρναρης που το ψωμί το άφηνε άψητο, για να είναι πιο βαρύ, γλύτωνε και τα κάρβουνα για το ψήσιμο. Δεν άφηνε όλη την παραγωγή άψητη, ούτε ήταν άσχετος περί την τέχνη της αρτοποιίας. Ήταν όμως πονηρός, είχε σκοπό. Κανείς δεν ήξερε ότι έφτιαχνε και καλό ψωμί, εκτός από πολύ λίγους, δικούς του.
Το καλό το ψωμί ο φούρναρης το έδινε στην οικογένειά του, στους αφέντες του και στους φίλους του. Αυτοί δεν πλήρωναν δεκάρα για το ψωμί.
Για να βγάλει το κόστος της παραγωγής του καλού ψωμιού, ο φούρναρης πουλούσε το άψητο ψωμί πιο ακριβά. Αν κανείς γκρίνιαζε για την τιμή, ο φούρναρης φώναζε τους φίλους του, τους αφέντες. Εκείνοι, αφού έτρωγαν τζάμπα καλό ψωμί, φύλαγαν τον αφέντη και φοβέριζαν τους δυσαρεστημένους πελάτες.
Μάλιστα, οι αφέντες, επειδή ήσαν κι εκείνοι πονηροί, έκαναν ότι οι μισοί ήταν τσακωμένοι με τους άλλους μισούς. Για να ξεχωρίζουν φορούσαν φορεσιές ίδιου χρώματος, οι μισοί μπλε, οι άλλοι μισοί πράσινο, ο ουρανός και η γη. Όμορφα χρώματα, ο κόσμος τα αγαπούσε, επειδή του θύμιζαν τη μέρα και το γόνιμο χωράφι. Δύσκολα μιλούσε κανείς άσχημα μπροστά στους αφέντες. Φαινόταν ντροπή, οι κουρελήδες μπροστά στους καλοντυμένους.
Οι καιροί πέρασαν, ο φούρναρης βαρέθηκε, έδωσε τη δουλειά σε κάτι ξένους. Εκείνοι συνέχισαν το κόλπο, μάλιστα το έκαναν πιο επιστημονικό, πήραν και κάτι επιδοτήσεις, όλα καλά. Ο φούρναρης έκανε παρέα με τ´ αφεντικά, οι ξένοι τους πήραν σε κάτι σαλόνια φοβερά εκεί στα ξένα, γλυκάθηκε. Οι αφέντες που είχαν κάνει κάποια κονέ με τους αφέντες τους έξω, είδαν ότι έχει ψωμί η δουλειά, οπότε όλα τα φουρνάρικα στον κόσμο τα ένωσαν και τα είπαν "παγκοσμιοποίηση".
Κάποιοι τύποι που τάιζαν τους έξω αφέντες (εκείνοι είχαν πρωτομιλήσει για αυτήν την παγκοσμιοποίηση), είπαν να δοκιμάσουν το κόλπο γκρόσο: Να εκβιάσουν τους έξω και τους μέσα αφέντες ταυτόχρονα, να τα κάνουν όλα γης μαδιάμ.
Κανείς δεν ξέρει (κανείς δε μπορεί να καταλάβει επίσης) γιατί έγινε αυτό, το πότε άρχισε όλοι το ξέρουν, αλλά δεν το θυμούνται, κι αυτό είναι άλλο παραμύθι.
Βλέπεις, φίλε παραμυθιασμένε αναγνώστη, σε όλο το παραμύθι υπάρχει ένα πρόβλημα: οι αφέντες. Λες εσύ ότι αφέντες στο παραμύθι είναι αυτοί που έτρωγαν το καλό ψωμί τζάμπα, αλλά στην πραγματικότητα αφέντες είναι εκείνοι οι τύποι που εξαρχής τάιζαν τους αφέντες (τους έξω) των αφεντών (των μέσα).
Ούτε κι ο πονηρός φούρναρης το ήξερε αυτό, ούτε και το κατάλαβε αμέσως. Όταν όμως το συνειδητοποίησε ήταν αργά: είχε γεράσει, είχε δώσει και το φούρνο. Τώρα κι εκείνος δε μπορούσε να γυρίσει κοντά στους κουρελήδες που έκλεβε στα νιάτα του, φοβόταν την οργή τους, όταν μάθαιναν ότι όλη τους τη ζωή την είχαν περάσει τρώγοντας άψητο ακριβό ψωμί, ότι όλο εκείνο το σκηνικό με τις πράσινες και τις γαλάζιες όμορφες φορεσιές που ξεχώριζαν τους αφέντες, ότι όλοι εκείνοι οι καυγάδες πίστης και υποταγής στο ένα χρώμα τη μια φορά και στο άλλο την άλλη πήγαν στράφι, αφού και οι αφέντες τους κουρελήδες ήσαν μπροστά στους έξω αφέντες.
Και πάνω απ´ όλα εκείνοι οι τύποι. Οι άγνωστοι σε όλους, που κανένας δεν έλεγε το όνομα τους με τ´ όνομά του (κι όλοι τους ονόμαζαν "αγορές"), εκείνοι διαφέντευαν τους έξω και τους μέσα αφέντες, ακριβώς επειδή οι τύποι αυτοί ήξεραν εξαρχής το τάχατες πονηρό κόλπο του φούρναρη, την απατεωνιά των αφεντάδων, τις ατιμίες των έξω αφεντάδων, και απλώς περίμεναν την ευκαιρία τους.
Κι από κάτω, βλοσυροί, έμαθαν την αλήθεια οι κουρελήδες.
Υστερόγραφο.
Εγώ παραμυθάς δεν είμαι και το τέλος αυτού του παραμυθιού ήθελα βοήθεια, για να το γράψω. Ο μεγάλος μου γιος, ο Γιώργος και ο μικρός, ο Παναγιώτης, 9 και 6 χρόνων άκουσαν το παραμύθι ως εδώ: ήθελα βοήθεια.
"Πώς τελειώνει, λέτε, το παραμύθι;" Τους ρώτησα.
Πετάχτηκε ο μικρός: "Πόλεμος!!" μου είπε.
Απάντησε ο μεγάλος: "Ξέρω γιατί το έγραψες το παραμύθι αυτό, μπαμπά", μου είπε. "Θέλεις να μιλήσεις για το Σαμαρά και τον Παπανδρέου και τον Σόιμπλε και τη Μέρκελ και τους διεθνείς τοκογλύφους!! Δίκιο έχει ο Παναγιώτης, Πόλεμος!!"
Όλα τα περιστατικά που περιγράφονται εδώ - όπως και σε κάθε παραμύθι - είναι αληθινά. Ο υπογράφων δεν είχε σκοπό να διεκδικήσει τη δόξα του Ομήρου ή του Αισώπου. Ένιωσε όμως την ανάγκη να θυμίσει κάτι:
Το κόκκινο είναι το νέο χρώμα: Παλιό, όσο ο χρόνος, όσο η λάβα, όσο κι ο ήλιος.
Του αίματος, της ζωής και του πολέμου, είναι το χρώμα της οργής, της αντίθεσης, το χρώμα του τέλους και της αρχής, το χρώμα της Κόλασης. Δεν υπάρχει πια μπλε και πράσινη φορεσιά, υπάρχει Πόλεμος.
σχόλια